Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

качества+-+ποιότητας

  • 21 ухудшение

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ухудшение

  • 22 высокий

    высо́к||ий
    прил
    1. в разн. знач. ὑψηλός:
    \высокийого роста ὑψηλοῦ ἀναστήματος· \высокийое давление ὑψηλή πίεση/ ἡ ὑπέρταση, ἡ ὑπερπίεση [-ις] (гипертония)· ток \высокийого напряжения ρεϋμα ὑψηλής τάσεως· \высокийая температу́ра ἡ ὑψηλή θερμοκρασία/ ὁ ὑψηλός πυρετός (больного)· \высокийая вода ἡ ὕψωση τῶν ὑδάτων, ἡ πλημμύρα, ἡ φουσ-κονεριά· \высокийие цены οἱ ὑψηλες τιμές· \высокийая йота ἡ ὑψηλή νότα·
    2. (превосходный) ἀνώτερος, ἀριστος:
    \высокийого качества ἀνωτέρας ποιότητας·
    3. (значительный) ὑψηλός, μεγάλος:
    \высокийое звание ὁ ὑψηλός τίτλος· \высокийая ответственность ἡ μεγάλη εὐθύνη· \высокийая честь ἡ μεγάλη τιμἤ занимать \высокий пост κατέχω ὑψηλο ἀξίωμα (или μεγάλη θέση)· ◊ \высокий стиль τό μεγαλοπρεπές ὕφος· \высокий гость ὁ ὑψηλός ξένος· \высокийие договаривающиеся стороны дип. τά ὑψηλά συμβαλλόμενα μέρη· быть \высокийого мнения о чем-л. ἐκτιμώ πολύ, ἔχω περί πολλού.

    Русско-новогреческий словарь > высокий

  • 23 низший

    ни́зш||ий
    (сравнит, и превосх. ст. от низкий)
    1. прям., перен κατώτερος:
    \низший сорт ἡ κατώτερη ποιότητα· товар \низшийего качества (τό) ἐμπόρευμα κατώτερης ποιότητας·
    2. (начальный):
    \низшийее образование ἡ στοιχειώδης ἐκπαίδευση·
    3. (о чине и I т. п.) κατώτερος:
    \низшийее звание ὁ κατώ· τερος βαθμός·
    4. биол. κατώτερος:
    \низший тип животных τά κατώτερα ζῶα, τά πρωτόζωα

    Русско-новогреческий словарь > низший

  • 24 высокий

    επ., βρ: -сок, -сока, -соко/ καιо/ко, -соки/ καιо/ки; выше; высший κ. высочайший.
    1. (υ)ψηλός, υψιτενής•

    высокий дом ψηλό σπίτι•

    высокий рост μεγάλο ανάστημα•

    -ая гора ψηλό βουνό•

    высокий потолок ψηλή οροφή•

    -ое дерево ψηλό δέντρο.

    2. μεγάλος•

    высокий урожай μεγάλη σοδειά•

    -ое напряжение υψηλή τάση (ηλεκ. ρεύματος)•

    -ая производительность труда υψηλή παραγωγικότητα της δουλειάς•

    -ое давление μεγάλη πίεση•

    -ая температура υψηλή θερμοκρασία.

    3. πολύ καλός, εξαιρετικός• άριστος•

    -ая оценка υψηλή εκτίμηση•

    товар -го качества εμπόρευμα εξαιρετικής ποιότητας.

    4. πολύ μεγάλος•

    -ая честь μεγάλη τιμή•

    высокий пост μεγάλο πόστο•

    -ое звание υψηλός τίτλος•

    -ая награда μεγάλο βραβείο•

    высокий гость ο μεγάλος φιλοξενούμενος (επισκέπτης).

    5. πανηγυρικός•

    высокий стиль υψηλό ύφος.

    6. (για ήχους) λεπτός,οξύς.
    εκφρ.
    высокий лоб – φαρδύ (ψηλό) μέτωπο•
    - ая грудь – ψηλό (ορθό) στήθος•
    быть -го’мнения – έχω καλή γνώμη (για κάποιον).

    Большой русско-греческий словарь > высокий

  • 25 лучший

    συγκρ. β. του επ. хороший• καλύτερος•

    дайте мне -его вина δόστε μου καλύτερο κρασί•

    в ожидание -его περιμένοντας το καλύτερο.

    υπερθ. β. ο πιο καλύτερος•

    лучший из всех ο καλύτερος απ όλους•

    -его качества της καλύτερης ποιότητας.

    εκφρ.
    всего -его! – στο καλό! (ευχή αποχαιρετισμού)•
    в -ем виде – (απλ.) κατά τον καλύτερο τρόπο•
    в -ем случае – στην καλύτερτ• περίπτωση, στις πιο ευνοϊκές συνθήκες.

    Большой русско-греческий словарь > лучший

  • 26 наилучший

    επ. υπερθ. β. ο πιο καλός, ο καλύτερος, κάλλιστος, άριστος•

    товар -его качества εμπόρευμα άριστης ποιότητας•

    наилучший способ ο καλύτερος τρόπος•

    -им образом με τον καλύτερο τρόπο.

    εκφρ.
    всего -его – (ευχή σε αναχωρούντα) στο καλό (ευχή σε επιστολή) παν ποθητόν.

    Большой русско-греческий словарь > наилучший

  • 27 низкий

    επ., βρ: -зон, -зка, -зко; ниже; низший κ. нижайший.
    1. χαμηλός• μικρός•

    низкий дом χαμηλό σπίτι (χαμόσπιτο)•

    низкий каблук μικρό τακούνι•

    низкий рост μικρό ανάστημα•

    -ое давление пара χαμηλή πίεση του ατμού•

    низкий уровень развития χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης.

    2. κατώτερος•

    ситец -ого качества τσιτάκι κατώτερης ποιότητας.

    || μη αναπτυγμένος, καθυστερημένος•

    -ая культура μη αναπτυγμένος πολιτισμός.

    3. (απλ.) απλός, συνηθισμένος.
    4. άτιμος, πρόστυχος, χαμερπής, ποταπός.
    5. ευτελούς καταγωγής• κατώτερος•

    -ое сословие κατώτερο κοινωνικό στρώμα•

    -ое звание κατώτερος βαθμός.

    6. παλ. περιφρ. απλός, λαϊκός.
    7. (για ήχο, φωνή) χαμηλός, βαθύς, μπάσος.
    εκφρ.
    низкий лоб – μικρό (στενό) μέτωπο•
    поклон – εδαφιαία υπόκλιση.

    Большой русско-греческий словарь > низкий

  • 28 ухудшение

    ουδ.
    χειροτέρευση επιδείνωση•

    ухудшение положения επιδείνωση της κατάστασης•

    ухудшение качества χειροτέρευση της ποιότητας.

    Большой русско-греческий словарь > ухудшение

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»