Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

камень

  • 61 лазоревый

    επ. (λκ. ποίηση)
    βλ. лазурный• лазоревый камень λαζουρίτης.

    Большой русско-греческий словарь > лазоревый

  • 62 лазуревый

    επ. παλ. βλ. лазурный• лазуревый камень λαζουρίτης.

    Большой русско-греческий словарь > лазуревый

  • 63 лаловый

    επ.
    του ρουμπινιού•

    лаловый камень το ρουμπίνι.

    || με ρουμπίνι•

    лаловый перстень δαχτυλίδι με ρουμπίνι.

    Большой русско-греческий словарь > лаловый

  • 64 литографский

    επ.
    λιθογραφικός•

    литографский камень λίθινη πλάκα εκτύπωσης.

    Большой русско-греческий словарь > литографский

  • 65 миндальный

    επ.
    1. της αμυγδαλιάς αμυγδά-λινος•

    -ое дерево η αμυγδαλιά•

    миндальный вкус αμυγδάλινη γεύση.

    || από αμύγδαλο•

    -ое масло αμυγδαλέλαιο, αμυγδαλόλαδο•

    -ое молоко αμυγ-δαλόγαλα.

    || αμυγδαλάτος, αμυγδαλωτός•

    -ое печенье αμυγδαλωτό μπισκότο.

    2. ρόδινος (όπως το χρώμα των λουλουδιών της αμυγδαλιάς)•

    -ые щёки ρόδινα μάγουλα.

    3. μτφ. υπέρ το δέον τρυφερός•

    -ая улыбка παρατραβηγμένο χαμόγελο.

    εκφρ.
    миндальный камень – αμυγδαλίτης, αμυγδαλόπετρα, ορυκταμύγδαλο.

    Большой русско-греческий словарь > миндальный

  • 66 многогранный

    επ., βρ: -анен, -анна, -анно.
    1. πολύεδρος•

    многогранный камень πολύεδρη πέτρα•

    -ая гайка πολύεδρο περικόχλιο.

    2. μτφ. πολύπλευρος πλυμερής•

    -ая деятельность πολύπλευρη δραστηριότητα.

    εκφρ.
    многогранный угол – πολύπλευρη γων ία.

    Большой русско-греческий словарь > многогранный

  • 67 мочевой

    επ.
    ουρητικός, ουρικός•

    мочевой пузырь ουροδόχα κύστη•

    -ая кислота ουρικό οξύ•

    камень χολόλιθος, πέτρα•

    мочевой пеоок (ιατρ.) ψάμμος, ψαμμίαση.

    Большой русско-греческий словарь > мочевой

  • 68 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 69 на...

    πρόθεμα
    I.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας στην επιφάνεια του αντικείμενου: α) σύγκρουση, επαφή με το αντικείμενο: наткнуться на камень προσκρούω στην πέτρα, β) επίθεση, τοποθέτηση στο αντικείμενο, στην επιφάνεια του αντικειμένου: наклеить на стену επικολλώ στον τοίχο•

    нашить (на платье) επιρράπτω (στο φόρεμα).

    2. πραγματοποίηση ενέργειας στην επιφάνεια του αντικειμένου ή σχηματισμός στην επιφάνεια: налипнуть, намрзнуть, насохнуть βλ. ρ.
    3. πλήρη επάρκεια ενέργειας: α) επέκταση της ενέργειας σε ακαθόριστο πλήθος αντικειμένων: набрать (ягод) μαζεύω (καρπούς)•

    настирать (белья) πλύνω (ρούχα). β) μέχρι το κανονικό ή το καθορισμένο, όριο: нарастить темпы αυξαίνω τους ρυθμούς. γ) γέμισμα με κάτι: набить погреб γεμίζω το υπόγειο•

    накачать шину φουσκώνω το λάστιχο τροχού. δ) ολοκλήρωση της ενέργειας επιμελημένη εκτέλεση: нагладитъ, намыть, начистить βλ. ρ. παρακάτω, ε) (με το μόριο -(ся) εκτελώ αρκετά, ικανοποιήθηκα: нагуляться, насидеться.

    4. (μόνο από θέμα ρ.δ. και με επιθέματα: -ива, -ыва, -ва τα οποία προσδίνουν στα ρ. σημασία μακράς διαρκείας)• σημαίνει μείωση έντασης της ενέργειας ή σημαντική δύναμη αυτής παραδείγ. χάρη: наигрывать, напевать, насвистывать.
    II.
    Σχηματίζει ρ.σ. μερικών ρημάτων: набальзамировать, напечатать, написать.
    III.
    Σχηματίζει επ. και ουσ. με σημ. ύπαρξης επί της επιφάνειας και αντιστοιχεί με το ελληνικό πρόθεμα «επί»: нагрудный, настольный, настенный, нарукавник, наколенник.
    IV.
    Σχηματίζει επιρ. με σημ. υπερθετικού β. ως εξής: крепко-накрепко, строго-настрого.

    Большой русско-греческий словарь > на...

  • 70 навалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω κάτι βαρΰ, ογκώδες τοποθετώ, βάζω•

    мешок на телегу ρίχνω το τσουβάλι πάνω στο κάρο•

    -ли камень на могилу έβαλαν την ταφόπετρα στο μνήμα.

    || μτφ. φορτώνω, επιφορτίζω, επιβαρύνω•

    -ли на меня кучу забот με φόρτωσαν ένα σωρό φροντίδες.

    2. συσσωρεύω, σωριάζω, τοποθετώ άτακτα. || φορτώνω, γεμίζω.
    3. (για χιόνι) ρίχνω πολΰ•

    -ло много сн-гу χιόνισε πολύ.

    4. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι•

    народу -ло на площадь πλήθος λαού κατέκλυσε την πλατεία.

    5. (για φύλλα κ.τ.τ.) απρόσ. πέφτω σωρηδόν.
    1. επιπίπτω, πέφτω (ρίχνομαι) επάνω•

    навалить грудью πέφτω επάνω με το στήθος.

    || μτφ. φορτώνομαι, επιφορτίζομαι, επιβαρύνομαι. || μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι.
    2. μτφ. ορμώ, επιπίπτω μανιασμένα. || (για φαγητό) ρίχνομαι, τρώγω λαίμαργα.
    3. (ναυτ.) κλίνω γέρνω.
    4. πέφτω σωρηδόν.

    Большой русско-греческий словарь > навалить

  • 71 наехать

    -ду, -едешь ρ.σ.
    1. προσκρούω κατά τη διαδρομή, επιπίπτω, πέφτω πάνω•

    автомобиль -ал на прохожего το αυτοκίνητο πάτησε το διαβάτη•

    наехать на камень προσκρούω στην πέτρα.

    || συναντώ στη διαδρομή.
    2. καταφτάνω•

    -ло много гостей ήρθαν πολλοί μουσαφιρέοι•

    -ла полиция κατέφτασε η αστυνομία.

    3. (απλ.) έρχομαι ξαφνικά, απρόοπτα.

    Большой русско-греческий словарь > наехать

  • 72 наждачный

    επ.
    από σμύρι,όα, με σμύριδα•

    камень σμυριδόπετρα, σμυριδοτροχός•

    -ая бумага σμυριδόχαρτο•

    -ая пыль σκόνη τροχού•

    наждачный порошок σμυριδόσκονη.

    Большой русско-греческий словарь > наждачный

  • 73 наплыть

    -ыву, -ывёшь, παρλθ. χρ. наплыл, -ла, -ло
    ρ.σ.
    1. προσκρούω πλέοντας•

    наплыть на камень προσκρούω σε πέτρα.

    2. συρρέω, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι παρασύρομαι•

    -ло много тины μαζεύτηκε πολύς βόρβορος.

    3. μτφ. κλείνω, σκεπάζω, καλύπτω κινούμενος•

    облако -ло на солнце το σύννεφο σκέπασε τον ήλιο.

    4. (για ήχο, μυρουδιά κ.τ.τ.)• φτάνω, διαδίδομαι, ξαπλώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > наплыть

  • 74 неотёсанный

    επ., βρ: -сан, -санна, -санно.
    απελέκητος•

    неотёсанный камень απελέκητη πέτρα.

    || μτφ. αμόρφωτος, άξεστος.

    Большой русско-греческий словарь > неотёсанный

  • 75 неподатливый

    επ., βρ: -лив, -а, -о
    σκληρός, τραχύς, δυσκολοδούλευτος•

    неподатливый камень δυ-σκολοδούλευτη πέτρα.

    || μτφ. ανένδοτος, άκαμπτος αδιάλλακτος, ισχυρόγνωμος.

    Большой русско-греческий словарь > неподатливый

  • 76 о

    о 1, об, обо
    πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτ.
    1. (με αιτ.) εις, σε και άρθρο: στον, στην, στο, στους, στις, στα•

    удариться о камень χτυπώ στην πέτρα•

    испачкаться ос стену λερώνομαι στον τοίχο•

    опереться о перила στηρίζομαι στα κάγκελα•

    сломить палку о колено σπάζω το παλούκι στο γόνατο.

    2. με επανάλειψη του ουσ. σχηματίζει επιρρημαρικούς συνδυασμούς: πολύ κοντά, δίπλα, έγγιστα, πλάι-πλάι, κολλητά με•

    плечо о плечо πλάτη με πλάτη•

    рука об руку χέρι με χέρι•

    бок о бок πλάι-πλάι.

    3. (για χρόνο) σε, κατά•

    об эту пору σ αυτόν τον καιρό (εποχή)•

    вчера о полдень χτες κατά το μεσημέρι.

    4. (με προθτ.) περί, για, ως προς•

    плакать о погибших κλαίω (για) τους πεσόντες•

    говорить о событиях μιλώ για τα γεγονότα•

    она думает обо мне αυτή σκέφτεται (για) εμένα•

    напишу твоему отцу обо всем θα τά γράψω όλα στον πατέρα σου•

    переговоры о мире διαπραγματεύσεις για την ειρήνη.

    5. παλ. για αριθμητική ποσότητα με•

    каменный дом о пяти комнатах λιθόκτιστο σπίτι με πέντε δωμάτια•

    дом о трёх этажах σπίτι τριώροφο.

    6. περί, κατά•

    о заре κατά την αυγή•

    о празднике κατά τη γιορτή.

    о 2
    επιφ.
    1. (για κλήση, αναφώνηση, θαυμασμό), ω! τι!•

    о позор! τι ντροπή!•

    о, муза! ω, μούσα!

    2. (για αισθήματα πόνου, απελπισίας κ.τ.τ.) ω, όι•

    о-о! больно όι-όι! Πονά.

    3. (με επιτακτική σημ.) ω•

    о да! ω ναι!, ω μάλιστα!•

    о нет! α όχι!

    Большой русско-греческий словарь > о

  • 77 объехать

    -ду, -едешь ρ.σ.
    1. περιφέρομαι, περιέρχομαι (με μεταφ. μέσο).
    2. παρακάμπτω, αποφεύγω•

    объехать камень παρακάμπτω την πέτρα.

    3. περιοδεύω, γυρίζω, πηγαίνω παντού. || επισκέπτομαι όλους•

    объехать всех знакомых επισκέπτομαι όλους τους γνωστούς (γνώριμους).

    4. ξεπερνώ•

    объехать едущую впереди машину προσπερνώ το αυτοκίνητο που πηγαίνει μπροστά.

    5. (εξ)απατώ, (ξε)γελώ.

    Большой русско-греческий словарь > объехать

  • 78 опаловый

    επ.
    1. οπάλιος•

    опаловый камень οπάλιος λίθος•

    2. γαλακτοκυανόχρωμος, οπάλιου χρώματος.

    Большой русско-греческий словарь > опаловый

  • 79 отвалить

    -алю, -алишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αναποδογυρίζω, ανατρέπω•

    отвалить камень αναποδογυρίζω την πέτρα.

    || ξεκόβω, ρίχνω κάτω, γκρεμίζω. || ξεχωρίζω, βάζω κατά μέρος.
    2. δίνω, χορηγώ, παρέχω από φιλότιμο.
    3. αποπλέω, σαλπάρω, αναχωρώ || αναμερώ, κάνω στην άκρη.
    1. πέφτω, αποσπώμαι, ξεκόβομαι, γκρεμίζομαι.
    2. (απλ.) παύω να ακουμπώ, δε στηρίζομαι απομακρύνομαι. || παύω να τρώγω, απομακρύνομαι από το φαγητό (ως χορτασμένος).
    3. ανακάμπτω (το σώμα, το κεφάλι.).

    Большой русско-греческий словарь > отвалить

  • 80 отворотить

    -рочу, -ротишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвороченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ, παραμερίζω•

    отворотить камень μετακινώ την πέτρα.

    2. στρέφω, αποστρέφω, γυρίζω•

    отворотить лицо αποστρέφω το πρόσωπο.

    || αποτρέπω, προλαβαίνω, αποσοβώ.
    (απλ.) αναστρέφω, γυρίζω ανάποδα, αντιστρέφω. || ξεσφίγγω ανοίγω
    βλ. отвернуться.

    Большой русско-греческий словарь > отворотить

См. также в других словарях:

  • КАМЕНЬ — муж., ·стар. камык, твер. кама жен. общее название всякаго твердого ископаемого, кроме чистых металлов или крушца, королька. Несколько жидких и сыпучих тел, металлы, и затем камень разных видов, составляют целое царство ископаемых; камень… …   Толковый словарь Даля

  • камень — Скала, утес; камешек, валун, галька, голыш; булыжник, гранит, кремень, песчаник, плитняк, шифер. См. бремя.. бросать камнем, краеугольный камень, на вержении камня, наскочила коса на камень, подводные камни, ровно камень отвалился, ровно камень… …   Словарь синонимов

  • КАМЕНЬ — КАМЕНЬ, камня, мн. камни, камней и (реже) камней, и каменья, каменьев, м. 1. только ед., собир. Всякая горная порода, твердая, нековкая и не распускающаяся в воде, в виде отдельного куска или массы. Улицы вымощены камнем. Камень уступает место… …   Толковый словарь Ушакова

  • КАМЕНЬ — КАМЕНЬ, камня, мн. камни, камней и (реже) камней, и каменья, каменьев, м. 1. только ед., собир. Всякая горная порода, твердая, нековкая и не распускающаяся в воде, в виде отдельного куска или массы. Улицы вымощены камнем. Камень уступает место… …   Толковый словарь Ушакова

  • Камень — (иноск.) о человѣкѣ непреклонномъ, безсердечномъ. Камень не человѣкъ, а и тотъ рушатъ. Какъ камень (твердъ, холоденъ) неподатливъ, безучастенъ. Ср. Надо мною слово жениться имѣетъ какую то волшебную власть: какъ бы страстно я ни любилъ женщину,… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • КАМЕНЬ — КАМЕНЬ, мня, мн. мни, мней и (устар. и прост.) менья, меньев, муж. 1. Твёрдая горная порода кусками или сплошной массой, а также кусок, обломок такой породы. Бросаться камнями. На сердце к. (перен.: о тяжёлом душевном состоянии). К. с души… …   Толковый словарь Ожегова

  • КАМЕНЬ — 1) каменистая гряда; возвышенность, сложенная коренными породами; скалистые обрывы берегов рек в центре и на севере Европейской части Российской Федерации, на Урале.2) Отдельная гора; составная часть географических названий (напр., Денежкин… …   Большой Энциклопедический словарь

  • камень — КАМЕНЬ, мня, м. Центральный процессор, а также любая микросхема. Заменить камень. Чего это паленым пахнет, какой то камень сгорел, что ли? Из жаргона пользователей компьютеров …   Словарь русского арго

  • КАМЕНЬ — звено кулисного механизма, движущегося в направляющем пазу, сделанном в кулисе. Самойлов К. И. Морской словарь. М. Л.: Государственное Военно морское Издательство НКВМФ Союза ССР, 1941 КАМЕНЬ (бел.) одиночная гора, ряд гор, хребет или цепь гор …   Морской словарь

  • Камень — Подкаменная Тунгуска, Полюдов кряж, Поясовый Камень, Уральские горы Географические названия мира: Топонимический словарь. М: АСТ. Поспелов Е.М. 2001 …   Географическая энциклопедия

  • камень — 1. Любой небольшой кусок горной породы или минерал. 2. Драгоценный камень. 3. Каменный метеорит. [Англо русский геммологический словарь. Красноярск, КрасБерри. 2007.] Тематики геммология и ювелирное производство EN stone …   Справочник технического переводчика

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»