Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

из+этого

  • 81 ни

    ни 1
    1. μόριο αρνητ. ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ•

    не осталось ни одного куска δεν έμεινε ούτε ένα κομματάκι•

    ни так ни сяк ούτε έτσι ούτε αλλιώς•

    ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•

    ни то ни сё ούτε αυτό, ούτε το άλλο• τό 'να του βρωμάει, τ άλλο του μυρίζει•

    ни с того ни с сего απότομα, χωρίς προφύλαξη ή διατυπώσεις•

    ни за что ни про что για το τίποτε, χωρίς λόγο για ψύλλου πήδημα.

    2. μη(ν)•

    стой там и ни с места στάσου εκεί και μην το κουνάς από τη θέση•

    стой! ни шагу дальше! άλτ, μη κάνεις ούτε βήμα.

    3. σύνδ. (σε αρνητικές προτάσεις) ούτε, μήτε•

    ни кушать ни пить не хочу δε θέλω ούτε να φάω ούτε να πιω•

    на улице ни души στο δρόμο δεν υπάρχει ούτε ψυχή (κανένας)•

    куда кинь все клин παρμ. όπου και να πας, μπαστούνια θα τα βρεις.

    εκφρ.
    ни-ни – μη-μη ή όχι-όχι (απαγορεύεται, δεν κάνει).
    ни 2
    (πάντοτε άτονο) αποχωριζόμενο μέρος της αντων. «никто», «ничто» κ.τ.τ. σε συνδυασμό με συνδέσμους ο σύνδεσμος μπαίνει ανάμεσα από τα δυο μέρη: ни κ. кто:

    ни в коем случае σε καμιά περίπτωση•

    ни с кем με κανέναν•

    я ни к кому не ходил σε κανέναν δεν πήγαινα•

    ни у кого не было папиросов κανένας δεν είχε τσιγάρα•

    я ни на кого не надеюсь δεν ελπίζω σε κανέναν•

    ни для кого этого не сделаю δε θα το φτιάσω για κανέναν.

    Большой русско-греческий словарь > ни

  • 82 никак

    επίρ.
    με κανένα τρόπο καθόλου, εντελώς (όχι)•

    это он никак не понимает αυτό δεν το καταλαβαίνει αυτός με κανένα τρόπο•

    никак нельзя είναι εντελώς αδύνατο•

    я этого никак не ожидал αυτό καθόλου δεν το περίμενα.

    εκφρ.
    никак нет – τελείως όχι• καθόλου, ουδόλως, ουδαμώς, μηδαμώς.
    μόριο (απλ.) φαίνεται (ότι), όπως φαίνεται•

    никак это ваш брат едет σαν να είναι ο αδερφός σας αυτός που έρχεται•

    никак вы позабыли φαίνεται ότι ξεχάσατε.

    Большой русско-греческий словарь > никак

  • 83 ожидать

    ρ.δ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. παλ. ожиданный, βρ: -дан, -а, -о.
    1. αναμένω, περιμένω, καρτερώ•

    ожидать поезд περιμένω το τραίνο•

    ожидать случай περιμένω την ευκαιρία•

    ожидать изв-стия περιμένω νέα•

    тебя я -э.ю εσένα περιμένω.

    || μτφ. προσδοκώ, προσμένω.
    2. ελπίζω•

    я этого от вас не -ал αυτό δεν το περίμενα από σας.

    3. επιφυλάσσω•

    блестящая карьера -ет его λαμπρή σταδιοδρομία τον περιμένει.

    περιμένομαι, αναμένομαι• προβλέπομαι•

    весна -ется поздняя η Ανοιξη αναμένεται όψιμη•

    он -ется прийти завтра αυτός αναμένεται να έρθει αύριο.

    Большой русско-греческий словарь > ожидать

  • 84 отведать

    ρ.σ.μ. με γεν. κ. αιτ. (κυρλζ. κ. μτφ.)
    δοκιμάζω• γεύομαι•

    -айте этого вино δοκιμάστε αυτό το κρασί•

    мне пришлось отведать немало горя μου συνέβηκε να περάσω όχι λίγες στενοχώριες (φαρμάκια).

    Большой русско-греческий словарь > отведать

  • 85 отказать

    -кажу, скажешь
    ρ.σ.
    1. αρνούμαι• απορρίπτω•

    отказать в помощи αρνούμαι τη βοήθεια.

    || (για γάμο) δε δέχομαι, δε συγκατατίθεμαι•

    она отказала ему αυτή του αρνήθηκε να τον παντρευτεί.

    2. στερώ•

    природа -ла ему в зр-нии η φύση του στέρησε την όραση•

    отказать себе в самом необходимом στερούμαι και του πιο απαραίτητου.

    || δεν παραδέχομαι δεν αναγνωρίζω•

    ему нельзя отказать в таланте δεν μπορώ νααρνηθώ το ταλέντο του.

    3. παλ. απολύω, διώχνω αποπέμπω•

    отказать от места, от работы,от службы απολύω από τη θέση, τη δουλειά, την υπηρεσία.

    4. (για μηχανισμούς κ.τ.τ.) σταματώ, δε δουλεύω, δε λειτουργώ. || (για μέλη του σώματος, όργανα κ.τ.τ.) δεν υπακούω ή δεν υποτάσσομαι με εγκαταλείπειπουν•

    ноги -лись τα πόδια δε μου το λένε•

    глаза –ли η όραση με εγκατέλειψε•

    голос -ал πάει η φωνή που είχα κάποτε (με εγκατέλειψε).

    εκφρ.
    не -жите в любезности – έχετε την καλωσύνη, κάνετε μου τη χάρη.
    1. αρνούμαι•

    отказать выполнить просьбу αρνούμαι να εκπληρώσω την παράκληση.

    2. παραιτούμαι από κάτι --от наследства παραιτούμαι από την κληρονομιά. || (για σχέσεις, δεσμούς κ.τ.τ.)• διακόπτω απαρνούμαι•

    все мой родственники -лись от меня όλοι οι συγγενείς μου με απαρνήθηκαν, δε θεωρώ δικό μου•

    отказать от своей подписи αρνούμαι την υπογραφή μου•

    отказать от своих слов αρνούμαι τα λόγια μου.

    || εγκταλείπω παρατώ παραιτούμαι• απαρνούμαι•

    доктора –лись от этого больного οι γιατροί τον αποφάσισαν αυτόν τον άρρωστο•

    отказать от своего намерения παραιτούμαι του σκοπού μου•

    отказать от должности παραιτούμαι από τη θέση•

    отказать от престола παραιτούμαι από το θρόνο.

    3. σταματώ, παύω (να υπηρετώ, να εργάζομαι, να υποτάσσομαι κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    не -жусь(не -лся бы) – δεν αρνούμαι, δε θα αρνιόμουν ευχαρίστως•
    не -жусь выпить стакан чаю – ευχαρίστως θα πιώ ένα ποτήρι τσάι.
    -ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отказанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ. παλ. (για κληρονομιά) αφήνω, εγκαταλείπω κληροδοτώ.

    Большой русско-греческий словарь > отказать

  • 86 пожалуй

    παρνθ. λ. κ. μόριο
    1. παρνθ. λ. μπορεί, πιθανόν, δυνατόν, ίσως.
    2. μόριο (για αμφιβολία, αοριστία)• καλά, σύμφωνος• είθε, μακάρι•

    по мне пожалуй εγώ συμφωνώ•

    вы этого хотите? пожалуй αυτό θέλετε; είθε, μακάρι (να γίνει).

    Большой русско-греческий словарь > пожалуй

  • 87 поживиться

    -влюсь, -вишься
    ρ.σ.
    ζω, κερδίζω σε βάρος (άλλου)•

    поживиться за счёт другого ζω σε βάρος άλλου•

    здесь нечем поживиться εδώ δεν έχει ψωμί, εδώ υπάρχει φτώχεια•

    он -лся от этого дела αυτός κέρδισε πολλά απ αυτή την υπόθεση.

    Большой русско-греческий словарь > поживиться

  • 88 предъявитель

    α.
    -ница, -ы θ.
    ο παρουσιάζων, ο επιδείχνων• κομιστής•

    прошу выдать деньги -ю этого письма παρακαλώ να δό-σετε χρήματα στον κομιστή αυτής της επιστολής.

    Большой русско-греческий словарь > предъявитель

  • 89 прок

    -а (-у) α. όφελος, κέρδος, απολαβή• προκοπή•

    от этого -у не будет απ αυτό κανένα όφελος δε θα βγει, δε θα υπάρξει•

    что в этом -у? τι όφελος έχει αυτό; σε τι θα χρησιμεύσει;•

    идти в прок ωφελούμαι, κερδίζω,απολαβαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > прок

  • 90 простить

    прощу, простишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прощённый, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.
    1. συγχωρώ•

    я этого ему не -щу αυτό δε θατου το συγχωρέσω•

    -иге меня συγχωρέστε με.

    2. μ. παλ. απαλλάσσω•

    простить долг απαλλάσσω απο το χρέος.

    3. (προστκ.) -йте! χαίρετε! έχετε γεια! αφήνω γεια!
    εκφρ.
    последнее прости сказать ή послать – (γραπ. λόγος) λέγωτο τελευταίο αντίο, αφήνω για πάντα•
    прости–прощайβλ. 3 σημ.
    αποχαιρετιέμαι με χειραψία. || αφήνω, εγκαταλείπω, χωρίζομαι. || συγχωριέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > простить

  • 91 разъяснение

    ουδ.
    διασάφηση, -φήνιση, διευκρίνιση, διαλεύκανση, ξεδιάλυμα, ξεκαθάρισμα• εξήγηση: официальное разъяснение επίσημη διευκρίνιση•

    комиссия занимается -ем этого дела η επιτροπή ασχολείται με τη διαλεύκανση αυτής της υπόθεσης.

    Большой русско-греческий словарь > разъяснение

  • 92 следовать

    -дую, -дуешь, μτχ. ενστ. следующий ρ.δ.
    1. με οργ. ακολουθώ, έπομαι•

    за кем-н, по пятам ακολουθώ κάποιον βήμα προς βήμα, καταποδιαστά.

    || μτφ. ακολουθώ το παράδειγμα, πηγαίνω κοντά απο•

    не -ете за ними μην πάτε κοντά από αυτούς.•

    μτφ. συμμορφώνομαι•

    следовать советам врача ακούω τις συμβουλές του γιατρού•

    следовать правилам ακολουθώ τους κανόνες, τον κανονισμό.

    || πηγαίνω σύμφωνα με•

    следовать моде ακολουθώ τη μόδα.

    2. διαδέχομαι•

    одно событие -ет за другим το ένα γεγονός διαδέχεται το άλλο.

    || πηγαίνω, ακολουθώ δρο μολόγιο•

    следовать без остановок πηγαίνω χωρίς σταθμεύσεις.

    3. είμαι οπαδός•

    следовать учению дарвина ακολουθώ τη διδασκαλία του Δαρβίνου.

    4. προκύπτω, βγαίνω, έπομαι, συνεπάγομαι•

    отсюда -ют важные выводы απ εδώ βγαίνουν σοβαρά συμπεράσματα.

    5. απρόσ. πρέπει, χρειάζεται•

    он поступил как -ет αυτός φέρθηκε όπως πρέπει•

    не -ло этого делать δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό.

    6. οφείλω, χρωστώ, κάνει να πληρώσω•

    сколько -ет за работу? πόσο κάνει η δουλειά σας;•

    сколько вам с меня -ет? τι σας χρωστώ, τι κάνει να σας πληρώσω;

    Большой русско-греческий словарь > следовать

  • 93 смыслить

    ρ.δ. εννοώ, καταλαβαίνω• σκαμπάζω•

    он не -ит этого дела ή ничего не -ит в етом деле αυτός δεν καταλαβαίνει τίποτε από αυτή την υπόθεση•

    он не -ит в музыке αυτός δεν έχει ιδέα μουσικής.

    Большой русско-греческий словарь > смыслить

  • 94 совмещать

    ρ.δ.μ.
    1. συνδυάζω, (συν)ταιριάζω• συσχετίζω• συμβιβάζω•

    совмещать работу с учбой συνδυάζω τη δουλειά με τη σπουδή•

    я не могу, совмещать этого с моими убеждениями δε μπορώ να συμβιβάζω αυτό με τις πεποιθήσεις μου.

    1. συνδυάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. συμπίπτω.

    Большой русско-греческий словарь > совмещать

  • 95 совсем

    επιρ.
    εντελώς, τελείως, παντελώς, ολότελα, καθ ολοκληρία• πέρα για πέρα•

    темно εντελώς σκοτάδι•

    совсем забыл ξέχασα τελείως•

    совсем новый κατακαίνουργος•

    не совсем здоров όχι εντελώς καλά (υγιής)•

    совсем близко πάρα πολύ σιμά, πλησιέστατα, εγγύτατα•

    я его совсем не знаю δεν τον ξέρω καθόλου•

    я совсем этого не ожидал καθόλου δεν το περίμενα αυτό•

    он уехал совсем αυτός έφυγε για πάντα.

    Большой русско-греческий словарь > совсем

  • 96 -то

    μόριο
    1. (χρησιμοποιείται για υπογράμμιση της λ. στην πρόταση)• ακριβώς•

    этого-то и хотел αυτό ακριβώς και ήθελα.

    2. (αόριστο μόριο που μπαίνει μετά από τις αόριστες αντωνυμίες και επιρρήματα)•

    кто-то κάποιος•

    что-то κάτι (τι)•

    когда-то κάποτε•

    где-то κάπου.

    3. (σημαίνει κάτι αόριστο, που αντικατασταίνει το συγκεκριμένο)•

    когда? -то когда-то πότε; -то κάποτε•

    какой? -то какой-то ποιος; -то κάποιος• (το ίδιο και με άλλες αόριστες αντωνυμίες).

    Большой русско-греческий словарь > -то

  • 97 ухо

    -а, πλθ. уши, ушей ουδ.
    1. το αυτί, το ους•

    у меня болит ухо μου πονά το αυτί•

    шум в ушах βουητό στ αυτιά•

    глух на одно ухо κουφός από το ένα αυτί•

    внутренне ухо το εσωτερικό αυτί•

    среднее ухо το μέσο αυτί•

    чесать ухо ξύνω το αυτί•

    длинные уши μακριά (μεγάλα) αυτιά.

    2. μέρη αντικειμένου που μοιάζουν με αυτιά (λαβές κ.τ.τ.)• шапка с ушами σκούφια με αυτιά•

    уши котла τα αυτιά (οι λαβές) του λέβητα.

    3. η βελονότρυπα.
    4. ακοή•

    медвежье ухо η ακοή της αρκούδας•

    у этого певца тонкое ухо αυτός ο τραγουδιστής έχει λε-τό αυτί•

    музыкальное ухо μουσικό αυτί.

    εκφρ.
    ухо-парень – α) επιτήδειος (εφευρετικός) νέος• — девка επιτήδεια (εφευρετική) νεανίδα, β) παλικάρι, λεβέντης• λεβέντισσα•
    ухо в ухо ή ухо к -у идти (бежать) – συμβαδίζω ακριβώς, βαδίζω (τρέχω) πλάι-πλάι, στο ίδιο ύψος, στην ίδια γραμμή• ухо ή уши режет, дерт χτυπά άσχημα στ αυτιά, μου τρυπά τ αυτιά•
    навострить ή насторожить ухо ή уши – τεντώνω το αυτί, τα αυτιά, αυτιάζομαι, αφουγκράζομαι•
    нарвать, натрепать уши кому – τραβώ τ αυτιά κάποιου (τιμωρώ, μαλώνω)•
    пощадить уши чьи – σέβομαι την παρουσία κάποιου (γι αυτό δεν αναφέρω, λέγω κάτι)•
    слышать своими ушами – ακούω ο ίδιος (με τα ίδια μου τ αυτιά)•
    дуть ή петь в уши кому – τρώγω τ αυτιά κάποιου (επιμένω ενοχλητικά)•
    дать ή съездить, заехать в ухо кому – μπατσίζω, ραπίζω, χαστουκίζω, δίνω σφαλιάρα σε κάποιον•
    в одно ухо входит, в другое выходит – από το ένα τ αυτί μπαίνει και από τ άλλο βγαίνει, (αδιαφορία στο άκουσμα)•
    во все уши слушать – είμαι όλος αυτιά (εντείνω την ακοή, ακούω με μεγάλη προσοχή)•
    в ушах(ухе) звенит ή шумит – βουίζουν τ αυτιά μου (το αυτί μου)•
    за уши ташить (тянуть) – με το σπρώξιμο (βοηθώντας) κάνω κάποιον να προοδεύσει, να πετύχει•
    за ушами у кого трешит – τρώγει κάποιος πολύ λαίμαργα•
    и (даже) -ом не вести – κωφεύω, αδιαφορώ τελείως, δε γυρίζω να ακούσω, δεν ιδρώνει τ αυτί μου•
    краем -а ή в пол-уха слушать – σχεδόν δεν προσέχω ή ελάχιστα προσέχω (τον ομιλητή)•
    на ухо говорить (сказать шептать) – λέγω μυστικά στο αυτί, ψιθυρίζω στ αυτί•
    над -ом звенеть,кричать – ηχώ, φωνάζω σιμά στ αυτί•
    не видать как своих ушей – δε θα τον δεις ποτέ (όπως δεν μπορείς να δεις τ αυτιά σου)•
    не для чьих ушей – δεν πρέπει να το ακούσει κάποιος ή να φτάσει στ αυτιά κάποιου•
    по уши влюбиться (врезатьсяκ.τ.τ.) είμαι ερωτοχτυπημένος• πό•
    уши погрузиться ή увязнуть – είμαι τελείως απορροφημένος•
    в долгах по уши быть – είμαικα-ταχρεωμένος, ως το λαιμό•
    и у стен есть уши – και οι τοίχοι έχουν αυτιά (πουθενά και ποτέ δεν είσαι σίγουρος ότι δε σε ακούν).

    Большой русско-греческий словарь > ухо

  • 98 хватать

    ρ.δ.μ.
    1. αρπάζω, πιάνω, τσακώνω•
    кого за руку, за волосы, за ворот πιάνωκάποιον από το χέρι, από τα μαλλιά, από το γιακά•

    хватать на лету πιάνω στον αέρα.

    || παίρνω•

    он -ает с земли камень и кидает на него αυτός παίρνει από χάμω πέτρα και τη ρίχνει σαυτόν•

    хватать что попало παίρνω (αρπάζω) ό,τιτύχει.

    || (για ψάρι) τσιμπώ (αρπάζω το δόλωμα).
    2. συλλαμβάνω, κάνω συλλήψεις.
    3. βλ. хватить (2 κ. 10 σημ.).
    εκφρ.
    хватать воздух – αναπνέω αέρα (με ανοιχτό το στόμα)•
    этого ещё не -ло! – ακόμα αυτό δεν έφτανε!
    1. αρπάζομαι• πιάνομαι.
    2. καταπιάνομαι, καταγίνομαι, επιδίδομαι με ζήλο.
    3. συλλαμβάνομαι (από αστυνομία κ.τ.τ.).
    4. επιλαμβάνομαι.
    εκφρ.
    хватать за ум – λογικεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > хватать

  • 99 час

    -а, προθτ. в -е κ. в -у, πλθ. часы α.
    η ώρα•

    четверть -а το τέταρτο της ώρας•

    час опоздать на час καθυστερώ (αργώ) μια ώρα•

    ночи μία η ώρα τη νύχτα (μετά τα μεσάνυχτα)•

    который -? τι ώρα είναι; πόσο είναι, η ώρα;•

    встаю в шесть -ов утра σηκώνομαι, στις έ.ξι η ώρα το πρωί•

    после двух -ов полудня μετά τις δύο η ώρα το μεσημέρι•

    ждал я вас три -а σας περίμενα τρεις ώρες•

    учебный час διδακτική (σχολική) ώρα (45)• вечерний час η βραδινή ώρα•

    поздний час περασμένη ώρα (μετά τα μεσάνυχτα)•

    получить -ы в институте παίρνω ώρες (διδασκαλίας) στο Ινστιτούτο•

    час рисования μάθημα (ώρα) ιχνογραφίας•

    -ы отдыха ώρες ανάπαυσης•

    обеденный час ώρα φαγητού.

    || χρόνος•

    час мщения ώρα εκδίκησης•

    настал час ήρθε η ώρα.

    || η σκοπιά, η φρουρά•

    стоять на -эх φυλάγω σκοπιά•

    поставить на -ы βάζω, τοποθετώ σκοπούς.

    || (εκκλσ.) οι ώρες ψαλμού ή δεήσεων οι ψαλμοί.
    εκφρ.
    в добрый час – (ευχή) ώρα καλή•
    последний ή смертный час – η τελευταία ώρα, η ώρα του θανάτου, της εκπνοής•
    час в час – ακριβώς στην ώρα•
    час от -у – από ώρα σε ώρα (βαθμιαία)•
    в свой час – στην ώρα του, στον καιρό του•
    до этого (сего) -а – ως τώρα, ως αυτή την ώρα•
    по -ам – κατά (καθορισμένες) ώρες•
    с -у на час – α) από ώρα σε ώρα, β) από στιγμή σε στιγμή, οσονούπω•
    сей жеβλ. сейчас• тем -ом σύγχρονα, ταυτόχρονα•
    тот же часβλ. тотчас.

    Большой русско-греческий словарь > час

  • 100 чтоб

    κ. чтобы
    1. σύνδ. τελικός• γιανα,να•

    я сделаю всё чтоб успокоит вас θα κάνω το παν, για να σας καθησυχάζω•

    тороплюсь чтоб успеть на поезд βιάζομαι, για να προκάνω το τρένο•

    он любит чтоб ему льстили αυτός αγαπά να τον κολακεύουν.

    2. σύνδ. ειδικός•ότι, πως•

    сомневаюсь чтоб это удастся αμφιβάλλω πως θα πετύχει αυτό•

    чтоб не μήπως, για να μη•

    боюсь чтоб он не простудился φοβούμαι μήπως αυτός κρυολογήσει ή φοβούμαι να μην κρυολογήσει.

    || (για χρόνο) που, οπότε•
    3. μόριο• α) με σημ. διαταγής ή διαγωγής•

    чтоб этого больше не было! για να μην ξαναγίνει (επαναληφθεί) αυτό!•

    чтоб тебя больше не видел! να μη σε ξαναδώ πια! β) είθε, μακάρι, άμποτε•

    чтоб он лопнул! μακάρι να έσκαζε!

    Большой русско-греческий словарь > чтоб

См. также в других словарях:

  • Этого не может быть, потому что этого не может быть никогда — Из рассказа «Письмо к ученому соседу» Антона Павловича Чехова (1860 1904). Автор этого письма «Войска Донского отставной урядник из дворян» Василий Семи Булатов пишет своему соседу: «Вы сочинили и напечатали в своем умном соченении, как сказал… …   Словарь крылатых слов и выражений

  • этого еще не хватает — упаси боже, этого еще не хватало, упаси бог, этого еще недоставало, избави бог, не приведи боже, избави господи, не хотелось бы, упаси господи, не надо, не приведи бог, не дай боже, не приведи господи, избави боже, сохрани боже, сохрани господи,… …   Словарь синонимов

  • Этого не может быть — Этого не может быть …   Википедия

  • Этого, не свихнув языка, не проговоришь. — Этого сразу не выговоришь. С морозу не выговоришь. Натощак не выговоришь. Этого прозванья, не облизнувшись, не выговоришь. Этого, не свихнув языка, не проговоришь. См. ЯЗЫК РЕЧЬ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Этого не может быть (мультфильм) — Этого не может быть Тип мультфильма рисованный Режиссёр Юрий Бутырин Автор сценария Сергей Шац Роли озвучивали Всеволод Абдулов …   Википедия

  • этого еще не хватало — нареч, кол во синонимов: 20 • избави бог (20) • избави боже (22) • избави господи (22) …   Словарь синонимов

  • этого еще недоставало — нареч, кол во синонимов: 20 • избави бог (20) • избави боже (22) • избави господи (22) …   Словарь синонимов

  • Этого не пережуешь, а пережуешь - не проглотишь. — Этого с ломтем не проглотишь. Этого не пережуешь (или: не перекусишь), а пережуешь не проглотишь. См. ГОРЕ БЕДА …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Этого только мы и ждали. — Этого только и недоставало. Этого только мы и ждали. См. ГОРЕ ОБИДА …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • этого — сего Словарь русских синонимов. этого нареч, кол во синонимов: 1 • сего (2) Словарь синонимов ASIS. В.Н. Тришин. 2013 …   Словарь синонимов

  • Этого и днем со свечей(с огнем, с фонарем) не отыскать — Этого и днемъ со свѣчей (съ огнемъ, съ фонаремъ) не отыскать. Ср. Твоего добра и днемъ Не сыскать со свѣчкою, А въ избѣ зимой морозъ Грѣется за печкою. Суриковъ. Пѣсня. „Ахъ нужда“. Ср. Я самъ вотъ какъ видите, я самъ въ молодости такой прожженый …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»