-
1 тезарация
(золота) η αποθεματοποίηση του χρυσού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тезарация
-
2 аффинаж
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аффинаж
-
3 карат
1. (внесистемная единица массы драгоценных камней и жемчуга) το κεράτιο, το καράτι (μονάδα μέτρησης των πολύτιμων λίθων, ισούται με 0,2 γρ = 200 mg = 2 χ ΙΟ4 kg) 2. (мера содержания золота в сплавах) το καράτι (μονάδα περιεκτικότητας σε χρυσό, 1. καράτι ισούται με 1/24 βάρους του κράματος και ο καθαρός χρυσός ισούται με 24 καράτια)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > карат
-
4 месторождение
(геол.) το κοίτασμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > месторождение
-
5 самородок
το αυτοφυές μέταλλο1. κιλού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > самородок
-
6 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
7 золотой
золотой χρυσός, χρυσαφέ νιος, μαλαματένιος \золотойая медаль το χρυσό μετάλλιο ◇ \золотойые руки о χρυσοχέρης* * *χρυσός, χρυσαφένιος, μαλαματένιοςзолота́я меда́ль — το χρυσό μετάλλιο
••золоты́е ру́ки — ο χρυσοχέρης
-
8 медаль
медаль ж το μετάλλιο* золотая \медаль το χρυσό μετάλλιο наградить \медалью παρασημοφορώ· вручить \медаль απονέμω ( μετάλλιο)* * *жτο μετάλλιοзолота́я меда́ль — το χρυσό μετάλλιο
награди́ть меда́лью — παρασημοφορώ
вручи́ть меда́ль — απονέμω (μετάλλιο)
-
9 вес
весм1. τό βάρος, τό ζύγι:атомный (молекулярный) \вес τό ἀτομικό[ν] (τό μοριακό) βάρος· удельный \весτό είδικό[ν] βάρος· меры \веса τά σταθμά, τά ζύγια· \весом в 100 килограммов βάρους ἐκατό κιλών на \вес μέ τό ζύγι· по \весу σύμφωνα μέ τό ζύγι (или βάρος), ἀνάλογα μέ τό βάρος· прибавить в \весе αὐξάνω τό βάρος, παχαίνω, βάζω βάρος· убавить в \весе ἐλαττώνω (или μειώνω) τό βάρος, ἀδυνατίζω, χάνω βάρος'2. спорт. τό βάρος:наилегчайший \вес ὑπερελαφρὠν βαρῶν легкий \вес ἐλαφρῶν βαρῶν полулегкий \вес ήμιελαφρων βαρῶν средний \вес μέσων βαρῶν полусредний \вес ήμιμέσων βαρὠν· тяжелый \вес βαρέων βαρών· превосходить в \весе ξεπερνώ στό βάρος, ζυγίζω περισσότερο·3. перен ἡ βαρύτης, ἡ ἀξία, τό κύρος:человек с большим \весом ἀνθρωπος μέ κύρος· ◊ на \весу́ κρεμαστός, ἀνηρτημένος· на \вес золота πολύ ἀκριβά, ἀκριβός σάν τό χρυσάφι. -
10 проба
проб||аж1. (действие) ἡ δοκιμή, ἡ πρόβα:\проба сил ἡ δοκιμή τῶν δυνάμεων \проба голоса ту δοκιμή τής φωνής· \проба пера τό πρωτόλειο[ν], τό δοκίμιο[ν]· взять на \пробау παίρνω γιά δοκιμή·2. (образчик) τό δείγμα·3. (клеймо на благородных металлах) ἡ βούλλα, ἡ σφραγίδα·4. (золота, серебра) ὁ τίτλος:золото пятьдесят шестой \пробаы χρυσός μέ τίτλο πενήντα ἔξι. -
11 самородок
самород||окм1. горн.:\самородокοκ золота ὁ αὐτοφυής χρυσός·2. перен τό αὐτοφυές (или τό πηγαίο) ταλέντο. -
12 ценить
ценитьнесов прям., перен ἐκτιμώ:\ценить по заслу́гам ἐκτιμώ κατ' ἀξίαν высоко́ \ценить ἐκτιμώ πολύ· он слишком высоко́ себя ценит ἔχει πολύ μεγάλη Ιδέα γιά τόν ἐαυτό του· \цениться прям., перен ἔχω μεγάλη ἀξία:\цениться на вес золота перен εἶμαι ἐξαιρετικά πολύτιμος. -
13 вес
вес 1-а (-у) α.1. το βάρος• вес 8 кг. βάρος 8 κιλά•атомный вес το ατομικό βάρος•
чистый вес καθαρό βάρος•
удельный вес ειδικό βάρος•
борец тяжелого -а παλαιστής βαρέων βαρών.
2. ζυγαριά, ζυγός•аптекарский вес φαρμακευτικός ζυγός (ακριβείας).
3. μτφ• κύρος, επιρροή, επιβάλλον•человек с большим -ом άνθρωπος με μεγάλη επιρροή.
εκφρ.на вес золота – πανάκριβος, ακριβός σαν το χρυσάφι.вес 2-а α. держать на -у κρατώ σε εξάρτηση. -
14 вескость
-и θ.1. βαρύτητα, βάρος•вескость золота το βάρος του χρυσού.
2. μτφ. σοβαρότητα• πειστικότητα. -
15 из
κ. изо πρόθεσηαπό, εκ• σημαίνει:1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•
приехать из города έρχομαι από την πόλη•
извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•
поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•
достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•
река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•
вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•
выйти из терпения χάνω την υπομονή•
выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•
изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.
2. προέλευση, πηγή•знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•
цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•
из достоверных источников από έγκυρες πηγές•
человек из Парижа παριζάνος.
|| καταγωγή•из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•
он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.
|| (δια)χωρνσμό•некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•
один из них ένας απ αυτούς•
младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.
3. πολλαπλότητα σύνθεση•букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•
комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•
стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.
4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•
брошка из золота χρυσή καρφίτσα•
кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•
варенье из вишен γλυκό από βύσινα•
мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.
5. διά, με•изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.
6. ανάπτυξη•из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•
из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•
из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.
7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•из зависти από ζήλεια•
убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•
из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•
много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•
из уважения από σεβασμό.
|| παλ. στον, στην, στό•он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.
|| μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•из года в год από χρόνο σε χρόνο•
изо дня в день από μέρα σε μέρα•
из края в край από άκρη σε άκρη•
из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•
из рук в руки από χέρι σε χέρι•
из угла в угол από γωνία σε γωνία.
-
16 чистота
-ы θ.1. καθαριότητα, πάστρα•помещения η καθαριότητα του χώρου.
2. καθαρότητα, ευκρίνεια, διαύγεια•чистота произношения η καθαρότητα της προφοράς.
3. επιμέλεια•обработки детали η επιμέλεια επεξεργασίας εξαρτήματος.
4. το αμιγές, το ανόθευτο•золота η καθαρότητα του χρυσού.
5. διαύγεια.6. μτφ. αγνότητα, χρηστότητα, τιμιότητα•чистота души η αγνότητα της ψυχής.
|| παρθενικότητα.
См. также в других словарях:
золота́рь — золотарь, я … Русское словесное ударение
золота́рник — золотарник … Русское словесное ударение
Золота Липа — власна назва річка в Україні … Орфографічний словник української мови
Золота Орда — власна назва … Орфографічний словник української мови
Золота Поляна — власна назва населений пункт в Україні … Орфографічний словник української мови
золота руды — природные минеральные образования, из которых промышленными методами извлекают золото. Важнейший минерал золотых месторождений – самородное Au. Оно обычно содержит до 40 элементов примесей (Ag, Cu, Bi, Sb, Fe и др.), извлекаемых при аффинаже… … Географическая энциклопедия
ЗОЛОТА ГАЛОГЕНИДЫ — моногалогениды AuX, где Х Сl, Вr, I, тригалогениды АuХ 3, где X F, Cl, Вr, I, пентафторид AuF3, крайне неустойчивый AuF7, а также галогеноаураты(I, III), содержащие анионы [АuХ 2] или [АuХ 4] , и гексафтороаураты(V). Моногалогениды кристаллы; при … Химическая энциклопедия
золота трихлорид — aukso(III) chloridas statusas T sritis chemija formulė AuCl₃ atitikmenys: angl. auric chloride; gold trichloride; gold(III) chloride rus. золота трихлорид; золота(III) хлорид; золото хлористое ryšiai: sinonimas – aukso trichloridas … Chemijos terminų aiškinamasis žodynas
золота(III) хлорид — aukso(III) chloridas statusas T sritis chemija formulė AuCl₃ atitikmenys: angl. auric chloride; gold trichloride; gold(III) chloride rus. золота трихлорид; золота(III) хлорид; золото хлористое ryšiai: sinonimas – aukso trichloridas … Chemijos terminų aiškinamasis žodynas
Золота, демонетизация — см. Демонетизация золота … Терминологический словарь библиотекаря по социально-экономической тематике
Золота Липа — Sp Zolotà Lýpa Ap Золота Липа/Zolota Lypa L u. V Ukrainoje … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė