Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

заявление+с

  • 21 совместный

    совместн||ый
    прил ἀπό κοινοῦ, κοινός, συνδυασμένος:
    \совместныйые действия οἱ συνδυασμένες ἐνέργειες· \совместныйое заявление ἡ κοινή δήλωση· \совместныйое обучение ἡ μικτή ἐκπαίδευση· \совместныйое заседание ἡ κοινή συνεδρίαση.

    Русско-новогреческий словарь > совместный

  • 22 в

    κ. во πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτώση.
    1. προσδιορίζει: τόπο, κατεύθυνση, θέση, τομέα δράσης• εις, στον, στην κ.τ.τ.,σε, για•

    положить в ящик βάζω στο κιβώτιο•

    товар находится в ящиках хо εμπόρευμα είναι στα κιβώτια•

    уеду в Афины θα φύγω για την Αθήνα•

    живу в Афинах ζω στην Αθήνα•

    подать заявление в университет υποβάλλω αίτηση στο Πανεπιστήμιο•

    учусь в университете σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο•

    уйти в работу φεύγω για τη δουλιά•

    он весь день в работе αυτός όλη τη μέρα είναι στη δουλιά.

    2. προσδιορίζει μορφή, κατάσταση, είδος• σε•

    лекарство в порошках φάρμακο σε σκονάκια•

    сахар в кусках ζάχαρη (σε) κομμάτια.

    3. δείχνει την εξωτερική όψη, το περίβλημα, την ενδυμασία• αποδίδεται στην ελληνική με τις προθέσεις: σε, στον, στην κ.τ.τ., μπορεί όμως και χωρίς αυτές•

    одеться в шубу φορώ τη γούνα•

    4. σημαίνει ποσό μονάδων σε• ή και χωρίς την πρόθεση•

    комедия в трех действиях κωμωδία σε τρεις πράξεις•

    длиной в два метра μάκρος δυο μέτρα.

    5. προσδιορίζει χρόνο• (μέσα) σε, στον, στην κ.τ.τ. ή και χωρίς ελλ. πρόθεση•

    в ночь на четверг τη νύχτα της Πέμπτης•

    в один день (μέσα) σε μια μέρα•

    в прошлом году τον περασμένο χρόνο (πέρυσι)•

    приду в пятницу θα έρθω την Παρασκευή•

    разница в годах διαφορά στα χρόνια.

    || προσδιορίζει τομέα• στον, στην κ.τ.τ. знаток в литературе γνώστης (κάτοχος) της φιλολογίας.
    6. δείχνει πολλαπλάσιο•

    в три раза больше τρεις φορές περισσότερο.

    7. χάριν, για, στο, στα•

    сказать в шутку λέγω για αστεία, στ’ αστεία, χάριν αστειότητας.

    8. δείχνει ομοιότητα•

    мальчик весь в отца το παιδί είναι ίδιος (απαράλλαχτος) πατέρας, μοιάζει σ’ όλα τον πατέρα.

    9. με προθετ. χρησιμοποιείται για καθορισμό απόστασης• σε•

    в двух шагах от меня (σε) δυο βήματα από μένα•

    в пяти минутах ходьбы от города πέντε λεπτά μακριά από την πόλη με τα πόδια.

    10. δείχνει τη σειρά• κατά•

    во-первых (κατά) πρώτον•

    в-третьих (κατά) τρίτον•

    в-шестых έκτον.

    Большой русско-греческий словарь > в

  • 23 имя

    имени, πλθ. имена, имен, именам ουδ.
    1. όνομα•

    по имени Пётр ονομάζομαι Πρτρος•

    знать кого по имени ξέρω κάποιον ονομαστικά•

    крестное имя βαφτιστικό όνομα•

    имя и фамилия ονοματεπώνυμο.

    || ονομασία•

    имя судна όνομα σκάφους•

    под именем με το όνομα (που φέρει το όνομα).

    2. φήμη•

    человек с большим именем άνθρωπος με μεγάλο όνομα•

    крупные имена τα μεγάλα ονόματα (οι φημισμένοι, οι ξακουστοί)•

    очернить чьё-то доброе имя αμαυρώνω τη φήμη κάποιου.

    3. (γραμμ.) όνομα•

    имя существительное όνομα ουσιαστικό.

    εκφρ.
    именем – στο όνομα, εν ονόματι•
    именем закона – στο όνομα του νόμου•
    во имя – στο όνομα, χάριν, για χάρη, προς όφελος•
    на имя – στο όνομα, επ ονόματι•
    заявление на имя директора – αίτηση στο διευθυντή (και με το ονοματεπώνυμο του)•
    на своё имя – στο όνομα μου, επ ονόματι μου•
    от имени кого – εξ ονόματος κάποιου•
    с именем – με όνομα, ονομαστός, ξακουστός•
    от моего имени – εξ ονόματος μου•
    только по имени – μόνο γ ία το όνομα, για τον τύπο, τυπικά.

    Большой русско-греческий словарь > имя

  • 24 исковой

    επ.
    της αγωγής•

    -ое заявление μήνυση, καταγγελία έγγραφη.

    Большой русско-греческий словарь > исковой

  • 25 наложить

    -ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. επιθέτω, επιβάλλω. || θέτω, βάζω, τοποθετώ.
    2. καλύπτω, σκεπάζω.
    3. γεμίζω, πληρώ.
    4. με σημ. ρ. σχηματιζόμενου από το αντικείμενο•

    арест на имущество κατάσχω την περιουσία•

    -запрт απαγορεύω•

    наложить налог φορολογώ•

    наложить штраф προστιμάρω•

    наложить на город контрибуцию επιβάλλω στην πόλη συνεισφορά•

    наложить воз дров φορτώνω ένα κάρο καυσόξυλα.

    || γράφω• θεωρώ•

    наложить резолюцию на заявление γράφω απόφαση πάνω στην αίτηση•

    наложить визу θεωρώ διαβατήριο,

    5. χτυπώ, δέρνω, ξυλίζω.
    εκφρ.
    наложить печать (-ти) – σφραγίζω, κλείνω (απαγορεύω τη χρησιμοποίηση)•
    - печать на помещение – σφραγίζω οίκημα•
    наложить печать на кого – αφήνω τα ίχνη επίδρασης σε κάποιον•
    наложить руку (лапу)на что – καταχτώ, βάζω κάτω από την επίδραση μου•

    Большой русско-греческий словарь > наложить

  • 26 направить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. направленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κατευθύνω, στρέφω, γυρίζω προς•

    направить дуло ружья на врага στρέφω την κάννη του όπλου προς τον εχθρό•

    направить судно κατευθύνω το σκάφος•

    направить удары κατευθύνω τα χτυπήματα•

    направить внимание στρέφω την προσοχή•

    направить взоры στρέφω τα βλέμματα•

    направить разговор γυρίζω την κουβέντα.

    || συγκεντρώνω•

    направить все силы на борьбу κατευθύνω όλες τις δυνάμεις στον αγώνα.

    2. στέλλω•

    направить на фронт κατευθύνω στο μέτωπο•

    направить на работу στέλλω στη δουλειά•

    направить к юристу κατευθύνω στο νομικό (για συμβουλή).

    || υποβάλλω προς•

    направить заявление в бюро жалоб υποβάλλω αίτηση στο γραφείο παραπόνων.

    3. μαθαίνω, δείχνω το δρόμο, την ορθή κατεύθυνση.
    4. ρυθμίζω, ρεγουλάρω, κανονίζω, τακτοποιώ. || ακονίζω•

    направить бритву ακονίζω το ξυράφι.

    εκφρ.
    направить путь (шаги, стопы) – κατευθύνομαι, πηγαίνω, παίρνω δρόμο για.
    1. κατευθύνομαι. || μτφ. συγκεντρώνομαι.
    2. ρυθμίζομαι, κανονίζομαι, ρεγουλάρομαι• τακτοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > направить

  • 27 настряпать

    ρ.σ.μ.
    1. (με ποσοτική σημ.) μαγειρεύω, ετοιμάζω.
    2. μτφ. (απλ.) φτιάχνω στα γρήγορα, όπως-όπως•

    настряпать заявление φτιάχνω (γράφω) αίτηση•

    настряпать платьев φτιάχνω (ράβω) φορέματα όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > настряпать

  • 28 отвести

    -еду, -едешь, παρλθ. χρ. отвёл, -вела, -ло μτχ. παρλθ. χρ. отведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отведенный, βρ: -ден, -дена, -дено επιρ. μτχ. отведя
    ρ.σ.μ.
    1. φέρω, πηγαίνω•

    отвести ребёнка в детский сад πηγαίνω το παιδάκι στον παιδικό σταθμό.

    2. απάγω, αποσύρω, απομακρύνω παίρνω•

    отвести стадо от дороги παίρνω το κοπάδι από το δρόμο.

    || μεταφέρω, μετακομίζω. || μτφ. απομακρύνω, αποξενώνω.
    3. διοχετεύω, παροχετεύω αποχετεύω παίρνω•

    -воду от города διοχετεύω τα νερά έξω από την πόλη•

    отвести глаза παίρνω τα μάτια (κοιτάζω αλλού).

    || αποκρούω•

    отвести удар αποκρούωτο χτύπημα.

    || προλαβαίνω, αποτρέπω, αποσοβώ•

    беду προλαβαίνω το κακό.

    4. μτφ. απορρίπτω, δε δέχομαι• — заявление δεν κάνω δεκτή την αίτηση.
    5. παραχωρώ, παρέχω• χορηγώ•

    отвести участок под школьный сад παραχωρώ τόπο για σχολικό κήπο.

    6. πολλαπλασιάζω με καταβολάδες.
    εκφρ.
    отвести глаза кому – αποτραβώ την προσοχή κάποιου, εξαπατώ, ξεγελώ.

    Большой русско-греческий словарь > отвести

  • 29 писать

    пишу, пишешь, μτχ. ενστ. пишущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. писанный, βρ: -сан, -а, -о
    επιρ. μτχ. δεν έχει
    ρ.δ.μ. κ. αμ.
    1. γράφω•

    писать буквы γράφω γράμματα•

    писать цифры γράφω αριθμούς•

    писать неразборчиво γράφω δυσανάγνωστα•

    писать мелом γράφω με κιμωλία•

    писать чернилами γράφω με μελάνη•

    перо не -ет η πένα δε γράφει•

    писать заявление γράφω αίτηση•

    писать под диктовку γράφω καθ υπαγόρευση.

    || συγγράφω•

    -рассказы γράφω διηγήματα.

    || συνθέτω•

    писать оперу γράφω μελόδραμα.

    2. ανακοινώνω, γνωστοποιώ εγγράφως•

    газеты -ут о варварствах оккупантов οι εφημερίδες γράφουν για τις βαρβαρότητες των καταχτητών.

    3. ζωγραφίζω•

    картину ζωγραφίζω πίνακα•

    писать с натуры ζωγραφίζω εκ του φυσικού.

    || παρασταίνω.
    εκφρ.
    писать вензеля (вавилоны) – παραπαίω, τρικλίζω, ταλαντεύομαι (για μεθυσμένο).
    γράφομαι.

    Большой русско-греческий словарь > писать

  • 30 подать

    θ. παλ. φόρος ατομικός.
    ρ.σ.μ., παρλθ. χρ. подал, -ла, -ло; βλ. κλπ. γραμμ. στοιχεία ρ. дать.
    1. δίνω, προσφέρω•

    подать стул προσφέρω κάθισμα•

    подать руку δίνω το χέρι.

    || (για πανωφόρι, γούνα κλπ.) δίνω βοηθώ να ντύσει.
    2. προσφέρω, σερβίρω•

    подать ужин σερβίρω το δείπνο•

    подать кушанье на стол σερβίρω το φαγητό στο τραπέζι.

    3. ελεώ, δίνω ελεημοσύνη•

    подать нищему δίνω ελεημοσύνη στο ζητιάνο.

    4. παρέχω, φέρω, τροφοδοτώ.
    5. υποβάλλω•

    подать заявление υποβάλλω αίτηση•

    рапорт υποβάλλω αναφορά•

    подать в отставку υποβάλλω παραίτηση.

    6. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω•

    подать бревно μετακινώ το κούτσουρο.

    7. (αθλτ.) πασάρω, δίνω πάσα.
    8. (σε συνδυασμό με πολλά ουσ. αποδίδεται στα ελλη.νικά με ρ. που σχηματίζεται από το ουσιαστικό): подать весть ειδοποιώ•

    подать совет συμβουλεύω•

    подать милости ελεώ.

    9. παρασταίνω, απεικονίζω•

    автор -ал своих героев в реалистических тонах ο συγγραφέας απεικόνισε τους ήρωες του ρεαλιστικά.

    εκφρ.
    подать голос – α) φωνάζω, ακούεται η φωνή μου φωνάζω παρών, β) ψηφίζω, δίνω την ψήφο•
    подать мысль – φέρω στο νου τη σκέψη• λέγω τη σκέψη• συμβουλεύω, ορμηνεύω•
    подать пример – δίνω το παράδειγμα•
    подать руку – α) δίνω το χέρι για χαιρετισμό, β) δίνω χέρι βοήθειας.
    1. υποκύπτω (κάτω από το βάρος, πίεση κ.τ.τ.). || μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, μεταθέτομαι•

    подать в сторону μετακινούμαι στην άκρη.

    || μτφ. αλλάζω, μεταβάλλομαι (από στενοχώρια, δοκιμασίες κ.τ.τ.).
    μτφ. υποκύπτω, αναγκάζομαι να συμφωνήσω.
    2. κατευθύνομαι προς, παίρνω δρόμο για φεύγω.

    Большой русско-греческий словарь > подать

  • 31 резолюция

    θ.
    1. απόφαση•

    резолюция пленума центрального комитете партии απόφαση της κεντρικής επιτροπής του κόμματος•

    предложить -ю προτείνω απόφαση•

    вынести -ю βγάζω απόφαση•

    принять -ю παίρνω απόφαση•

    обсудить -ю συζητώ την απόφαση.

    2. απόφανση• γνωμάτευση•

    передать заявление на -ю директора παραδίδω την αίτηση για γνωμάτευση στο διευθυντή.

    Большой русско-греческий словарь > резолюция

  • 32 сопровождать

    ρ.δ.μ.
    1. συνοδεύω, συμπορεύομαι, συνακόλουθα). || φρουρώ συνοδεύοντας.
    2. ξεπροβοδίζω, ξεβγάζω, κατευοδώνω. || μτφ. χρησιμοποιώ•

    сопровождать речь жестами χρησιμοποιώ στο λόγο χειρονομίες.

    || έχω σαν επακόλουθο•

    лихорадка -ется бредом υψηλός πυρετός συνοδευόμενος με παραμίλημα•

    грипп -ают осложнения τη γρίπη συνοδεύουν επιπλοκές.

    || (μουσ.) ακομπανιάρω. || συνυποβάλλω•

    сопровождать заявление справкой υποβάλλω συνημμένα με την αίτηση και βεβαίωση (πιστοποιητικό).

    1. συνοδεύομαι•

    дождь -лся грозой η βροχή συνοδεύονταν με αστραπόβροντα.

    2. έχω σανεπακόλουθο•

    грипп -ется осложнениями η γρίπη συνοδεύεται με επιπλοκές.

    || είμαι εφοδιασμένος•

    книга -ется коментариями το βιβλίο συνοδεύεται με σχόλια.

    3. συνοδεύομαι, συνακολουθούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > сопровождать

См. также в других словарях:

  • ЗАЯВЛЕНИЕ — ЗАЯВЛЕНИЕ, заявления, ср. (книжн.). Публичное официальное сообщение в устной или письменной форме. Сделать заявление. Заявление премьера произвело большое впечатление в политических кругах. || Официальная бумага, излагающая какую нибудь просьбу,… …   Толковый словарь Ушакова

  • заявление — См …   Словарь синонимов

  • Заявление — Заявление  просьба гражданина о содействии в реализации его конституционных прав и свобод или конституционных прав и свобод других лиц, либо сообщение о нарушении законов и иных нормативных правовых актов, недостатках в работе… …   Википедия

  • заявление — заявление; заявлениева нирӯри написать заявление …   Нанайско-русский словарь

  • ЗАЯВЛЕНИЕ — официальное обращение гражданина (нескольких лиц) в гос. орган или орган местного самоуправления, администрацию учреждения, организации или к должностному лицу, не связанное, в отличие от жалобы, с нарушением его прав и законных интересов и не… …   Юридический словарь

  • ЗАЯВЛЕНИЕ — ЗАЯВЛЕНИЕ, я, ср. 1. Официальное сообщение в устной или письменной форме. Сделать з. для печати. 2. Письменная просьба о чём н. Написать з. об отпуске. Резолюция на заявлении. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • ЗАЯВЛЕНИЕ — ЗАЯВЛЕНИЕ. Вид письменного сообщения. Официальное обращение (просьба), апеллирующее к получателю речи и рассчитанное на максимальное содействие …   Новый словарь методических терминов и понятий (теория и практика обучения языкам)

  • заявление — — [http://www.iks media.ru/glossary/index.html?glossid=2400324] Тематики электросвязь, основные понятия EN notification …   Справочник технического переводчика

  • Заявление — (лат. denuntiatio; англ. application) 1) в РФ способ реализации конституционного права граждан на обращение (ст. 33 Конституции РФ), официальное, обычно письменное, обращение лица (нескольких лиц, коллектива и т.п.) в гос ный или муниципальный… …   Энциклопедия права

  • заявление — делать заявления • действие заявление сделать • действие подать заявление • действие публиковать заявление • демонстрация распространить заявление • перемещение / передача рассмотреть заявление • анализ сделать заявление • действие сделать… …   Глагольной сочетаемости непредметных имён

  • заявление — сущ., с., употр. сравн. часто Морфология: (нет) чего? заявления, чему? заявлению, (вижу) что? заявление, чем? заявлением, о чём? о заявлении; мн. что? заявления, (нет) чего? заявлений, чему? заявлениям, (вижу) что? заявления, чем? заявлениями, о… …   Толковый словарь Дмитриева

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»