Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

естілу

  • 1 ест

    ест
    наст. вр. от есть I.

    Русско-новогреческий словарь > ест

  • 2 есть

    ем, ешь, ест, едим, едите, едят, χρ. παρλθ. ел, ела, ело, προστκ. ешь,
    επιρ. μτχ. δεν έχει•
    ρ.δ.
    1. τρώγω•

    мне хочется есть θέλω νά φάω•

    есть суп τρώγω σούπα•

    есть скоромное τρώγω μη νηστήσιμο φαγητό•

    я целый день ничего ни ел όλη τη μέρα δεν έφαγα τίποτε•

    он не ест мяса αυτός δεν τρώγει το κρέας.

    || τρωγαλίζω, ροκανίζω.
    2. διαβιβρώσκω, φθείρω,καταστρέφω•

    ржавчина ест железо η σκουριά τρώγει το σίδερο.

    || ερεθίζω•

    дым ест глаза από τον καπνό τσούζουν τα μάτια μου.

    3. μτφ. βασανίζω•

    его ела грусть τον έτρωγε η θλίψη.

    4. μτφ. (απλ.) γκρινιάζω, τρώγω με τη γκρίνια•

    жена ела его с утра до вечера η γυναίκα του τον έτρωγε με τη γκρίνια από το πρωί ως το βράδυ.

    εκφρ.
    есть чужой хлеб – είμαι παράσιτος, χαραμοφαγης•
    есть глазами – τρώγω με τα ματιά, επίμονα κοιτάζω•
    есть просит – (αστ.) είναι τρύπιος (σαν το ανοιχτό στόμα), χρειάζεται διόρθωμα (για ενδύματα, υποδήματα κλπ.) — не хочу χορταίνω βλέποντας (για αφθονία φαγώσιμων).
    1. γ/ ενκ. πρόσ. ενεστ. του ρ. быть.
    2. με σημ. των άλλων προσώπων του ενεστ. του ρ. быть: какавы мы есть красавцы τι όμορφονιοί που είμαστε εμείς•

    кто ты -? ποιος είσαι εσύ;•

    надо знать, как вещи есть πρέπει να μάθω πώς έχουν τα πράγματα•

    я есть (σπάνια) εγώ είμαι.

    3. υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υφίστανται•

    есть такая партия υπάρχει τέτοιο κόμμα.

    εκφρ.
    есть такое дело – καλά, σύμφωνος, έτσι και θα γίνει•
    так и есть – ναι, πραγματικά.
    επιφ. (στρατ.) στις διαταγές σας, όπως διατάξτε• διατάξτε.

    Большой русско-греческий словарь > есть

  • 3 выесть

    -ем, -ешь, -ест, -едим, -едите, -едят, παρλθ. χρ. выел, -ла, -ло, προστκ. выешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выеденный, βρ: -ден, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κατατρώγω, τρωγαλίζω, ροκανίζω, καταβιβρώσκω.
    2. (χημ.) διαβιβρώσκω, φθείρω, τρώγω.

    Большой русско-греческий словарь > выесть

  • 4 мало

    επίρ.
    1. λίγο•

    он мало ест αυτός λίγο τρώγει•

    мало говорит да много делает λίγο μιλά και πολλά κάνει.

    || λιγοστά, λιγούτσικα.
    2. σε συνδυασμό με αντωνυμίες και επιρρήματα: кто, что, какое, когда και το μόριο ли σημαίνει: λίγο, λίγοι, σε λίγα ή μερικά μέρη, σε μερικές εποχές, περιόδους κ.τ.τ. мало кто знает об этом λίγοι ξέρουν γι αυτό•

    я мало где бывал εγώ λίγα μέρη είδα (επισκέφτηκα).

    εκφρ.
    мало ли – άραγε λίγο;•
    мало ли – (με επίρρημα ή αντωνυμία: кто, что, как, какой, где, когда) σημαίνει; διάφοροι, πολλοί, διάφορο, πολύ σε διάφορα ή σε πολλά μέρη•
    мало ли что – τι λίγο..., δεν έχει σημασία τι..., μου εί αδιάφορο τι... мало ли что ты говоришь,а дела нет τι με ενδιαφέρουν τα λόγια, εγώ θέλω έργα
    α) λίγο, παρά λίγο
    он не упал παρά λίγο αυτός δεν έπεσε, β) το λιγότερο, όχι λιγότερο απο•
    мало по -у – βαθμιαία, (απο) λίγο-λίγο•
    мало того – εκτός απ αυτό•
    ни мало не – ούτε το ελάχιστο, καθόλου•
    того, что... – δε φτάνει που...

    Большой русско-греческий словарь > мало

  • 5 много

    επίρ.
    1. πολύ•

    он имеет много денег αυτός έχει πολύ χρήμα•

    много лет πολλά χρόνια•

    вы счастливее меня εσείς είστε πολύ ευτυχέστεροι από μένα•

    много лучше πολύ καλύτερα.

    || (σε ερωτηματικές προαάσεις) πολύ;•

    так много ? τόσο πολύ;•

    много ли? πολύ; (ποσό).

    2. μεγάλος αριθμός, μεγάλη ποσότητα•

    у него очень много друзей αυτός έχει πάρα πολλούς φίλους•

    он очень много ест αυτός τρώγει πάρα πολύ (είναι φαγάς)•

    не очень много όχι πάρα πολύ•

    слишком много πάρα πολύ.

    3. (με αριθμητικό)• όχι περισσότερο από, όχι παραπάνω απο, το περισσότερο•

    по два, по три много από δυό, από τρεις πάει πολύ.

    εκφρ.
    по -у – από πολύ, σε μεγάλη ποσότητα•
    много-многоτο περισσότερο, το ανώτερο (όριο), όχι παραπάνω απο•
    ему 40 лет – αυτός δεν είναι πάνω απο 40 χρόνια•
    ни много ни мало – ούτε πολύ ούτε λίγο, ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω.

    Большой русско-греческий словарь > много

  • 6 надъесть

    -м, -ешь, -ест, -едим, -едите, -едят, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надъеденный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ. τρώγω πάνω-πάνω, εξωτερικά•

    надъесть горбушку τρώγω την κόρα (του ψωμιού).

    Большой русско-греческий словарь > надъесть

  • 7 не

    не 1
    μόριο αρνητικό
    1. δεν, δε• μη(ν) όχι•

    я не хочу εγώ δε θέλω•

    я не пойду домой εγώ δε θα πάω στο σπίτι•

    не люблю его δεν τον αγαπώ•

    он не благоразумен αυτός δεν είναι συνετός•

    это не может не удаться αυτό δεν μπορεί να μην επιτευχθεί•

    быть или не быть! να ζει κανείς ή να μη ζει!•

    он так жаден, что -ест, а пожирает είναι τόσο λαίμαργος, που δεν τρώγει, αλλά καταβροχθίζει•

    не бери μην παίρνεις•

    он ехал не с сыном αυτός ταξίδευε όχι με το παιδί (χωρίς το παιδί)•

    он кричит, а не пот αυτός γκαρίζει, δεν τραγουδάει•

    я не сомневаюсь, что он прав δεν αμφιβάλλω ότι αυτός έχει δίκαιο•

    никогда не лгите ποτέ μη λέτε ψέματα•

    не сегодня, так завтра αν όχι σήμερα, αύριο (θα γίνει).

    || (με ρ.) δεν, μην•

    не могу не согласиться δεν μπορώ να μη συμφωνήσω•

    не могу не признать δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω (παραδεχτώ).

    || σχεδόν•

    работает и не работает εργάζεται και δεν εργάζεται, ούτε δουλεύει ούτε δεν δουλεύει•

    горит не горит καίει και δεν καίει, σχεδόν δεν καίει.

    2. (μαζί με συνδέσμους)• ειδεμή, άλλως, αλλιώτικα, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση•

    уходи не то плохо тебе будет φεύγα, διαφορετικά θά χεις κακά ξεμπερδέματα.

    εκφρ.
    не то что..., а... – όχι (το)..., αλλά...• не то чтобы..., а... όχι (για) να.., αλλά...• не то чтобы не..., а... όχι (για) να μην..., αλλά...• не кто иной (другой), как... όχι κανένας άλλος, παρά...• не только..., но... όχι μόνο..., αλλά...,• не только..., но и.... όχι μόνο..., αλλά και....• не столько сколько..., όχι τόσο, όσο...• не настолько... чтобы... όχι τόσο (σε τέτοιο βαθμό), ώστε...• хотя не..., но (однако).... αν και δεν..., όμως...• тем не менее εν τούτοις, και όμως.
    не 2
    (πάντοτε τονιζόμενο)• δεν•

    не за что благодарить δεν αξίζει να ευχαριστήσεις•

    не за что купить δεν έχω (χρήματα) να αγοράσω•

    не для чего говорить.об этом δεν θέλω κουβέντα γι αυτό•

    мне не для чего его видеть δε θέλω (ούτε) να τον βλέπω•

    не к чему (не зачем) туда ходить δεν υπάρχει λόγος να πηγαίνω εκεί•

    не у кого спросить δεν υπάρχει κανένας να ρωτήσω•

    не о чем писать δεν έχω τι να γράψω•

    не о чём говорить δεν έχω τι να πώ•

    мне не к кому обратиться δεν έχω αε ποιόν να απευθυνθώ•

    не за что τίποτε παρακαλώ, (απάντηση στο ευχαριστώ κάποιου).

    εκφρ.
    не раз – όχι μια φορά (πολλές φορές, επανειμμένα)•
    ему было не по себе – αυτός δεν αισθανόταν καλά.

    Большой русско-греческий словарь > не

  • 8 объесть

    -м, -шь, -ест, -едим, -едите, -едят, παρλθ. χρ. объел, -ла, -ло; προστκ. объешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. объеденный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. περιτρώγω• περιτρώγω το κόκκαλο•

    объесть мясо на кости τρώγω το κρέας γύρω από το κόκκαλο•

    гусеницы -ли листья на дереве οι κάμπιες κατάφαγαν τα φύλλα του δέντρου.

    2. καταβιβρώσκω, φθείρω, καταστρέφω βαθμιαία.
    3. ξεπερνώ στο φαγί.
    παρατρώγω. || χορταίνω.

    Большой русско-греческий словарь > объесть

  • 9 переесть

    -м, -ешь, -ест, -едим, -едите, -едят, παρλθ. χρ. переел
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перееденный, βρ: -ден, -а, -о, προστκ. переешь
    ρ.σ.
    1. αμ. παρατρώγω•

    ребёнок -л το παιδάκι παράφαγε.

    2. κατατρώγω, τρώγω όλο, πολύ.
    3. ц. διαβιβρώσκω ή τρώγω•

    ржавчина -ла железный обруч η σκουριά έφαγε το σιδερένιο στεφάνι.

    Большой русско-греческий словарь > переесть

  • 10 понемногу

    επίρ.
    1. από λίγο•

    он ест, но часто αυτός τρώγει από λίγο, όμως συχνά.•

    2. βαθμιαία, βαθμηδόν και κατ ολίγον, μικρόν κατά• μικρόν, ολίγον κατ ολίγον.
    3. έτσι.κι έτσι (σε απάντηση, πως είστε από υγεία).

    Большой русско-греческий словарь > понемногу

  • 11 прихваливать

    ρ.σ.μ.
    επαινώ (μαζί με άλλη ενέργεια)•

    ест да -ает τρώει και επαινεί.

    Большой русско-греческий словарь > прихваливать

  • 12 сам

    сама, само (οριστική αντωνυμία).
    1. ο ίδιος, μόνος (μου)- εγώ•

    я сам это сделал εγώ ο ίδιος το έκανα•

    вы -и знаете εσείς οι ίδιοι ξέρετε ή μόνοι σας ξέρετε•

    сам во всм виноват εγώ φταίω για όλα;•

    других учит, а сам ничего не знает άλλους διδάσκει, ενω ο ίδιος δεν ξέρει τίποτε•

    -а ест, другим не дат μόνη της τρώει, στους άλλους δε δίνει.

    2. μόνος, εξ ιδίων•

    слзы так -и льются τα δάκρυα έτσι μόνα τους πηγαίνουν (ρέουν),

    3. (επιτακτικό)• (και) ο ίδιος, ακόμα (και) ο ίδιος•

    сам чрт не разберт καιο διάβολος ακόμα δε μπορεί να ξέρει.

    4. ουσ. ο νοικοκύρης, ο αφέντης, ο αρχηγός, το κεφάλι, ο τρανός•

    приехал ο τρανός ήρθε.

    5. μαζί με ουσ. σημαίνει: ποιότητα, ιδιότητα• προσωποποίηση ή ενσάρκωση•

    он -а доброта ο ίδιος είναι η καλοσύνη (προσωποποίηση της καλοσύνης).

    εκφρ.
    -а, -о собой – άθελα, ακούσια•
    глаза закрываются -и – τα μάτια κλείνονται μόνα τους•
    - о собой разумеется – εννοείται, είναι αυτονόητο, υπονοείται, εξυπακούεται, αυθυπακούεται, μιλά μόνο του•
    сам, сама, само по себе: α) μόνος μου, μοναχός μου, αυτοτελώς; β) αυτός καθ εαυτός, αυτή καβ εαυτή, αυτό καθ εαυτό• αυτός ο ίδιος, αυτή η ίδια, αυτό το ίδιο. γ) κάτι το ίδιο, το ιδιαίτερο•
    сам себе голова (хозяин, господинκ.τ.τ.) είμαι αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος, αυτοτελής, αυτοκυρίαρχος, κύριος εαυτού•
    сам, -а, -о за себя говорит – μιλά μόνο του, είναι ολοφάνερο.

    Большой русско-греческий словарь > сам

  • 13 церемониться

    -нюсь, -нишься
    ρ.δ.
    1. κρατώ, τηρώ τους τύπους• συστέλλομαι, ντρέπομαι•

    не -ьтесь, как у себя дома μη ντρέπεστε, σαν στο σπίτι σας•

    он не -ится, ест и пьт столько, сколько ему хочется αυτός δεν ντρέπεται, τρώει και πίνει όσο θέλει.

    2. είμαι λεπτός,αβρός, περιποιητικός.

    Большой русско-греческий словарь > церемониться

См. также в других словарях:

  • ест. — ест. термин естествознания Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 …   Толковый словарь Ушакова

  • -ест-(ь) — суффикс; = ост (ь) I Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • ест — іменник чоловічого роду, істота …   Орфографічний словник української мови

  • ест. — ест. естеств. естественный естеств. Словарь: С. Фадеев. Словарь сокращений современного русского языка. С. Пб.: Политехника, 1997. 527 с …   Словарь сокращений и аббревиатур

  • ЕСТ — ЕСГ ЕСГС ЕСТ Единая система газоснабжения организация ЕСГ ОАО «Газпром» ЕСГС Источник: http://www.akdi.ru/buhuch/norm/PIS04/32.htm ЕСТ единые санитарные требования Таможенного союза …   Словарь сокращений и аббревиатур

  • естіміш — (Маң., Маңғ.; Түрікм.: Красн., Ашх., Таш.) естігені көп, кәрі құлақ. Осындағы е с т і м і ш адам – Нұрбаулы, әңгіменің бәрін содан сұрағаның жөн (Маң., Маңғ.). Құлшық – е с т і м і ш адам (Түрікм., Красн.) …   Қазақ тілінің аймақтық сөздігі

  • естімші — (Тау., Қош.) естіген, белгілі. Мынауың енді е с т і м ш і хабар (Тау., Қош.) …   Қазақ тілінің аймақтық сөздігі

  • ест за троих — обжора, ест в три горла, ест за четверых Словарь русских синонимов. ест за троих сущ., кол во синонимов: 3 • ест в три горла (3) • …   Словарь синонимов

  • ест в три горла — сущ., кол во синонимов: 3 • ест за троих (3) • ест за четверых (3) • обжора (43) …   Словарь синонимов

  • ест за четверых — сущ., кол во синонимов: 3 • ест в три горла (3) • ест за троих (3) • обжора (43) …   Словарь синонимов

  • ест чужой хлеб — халявщица, нахлебник, халявщик, сидит на шее, нахлебница, живет на чужих хлебах Словарь русских синонимов. ест чужой хлеб сущ., кол во синонимов: 6 • живет на чужих хлебах (16) …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»