Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ее+ο+εξής

  • 21 добавить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    προσθέτω, επιπροσθέτω, συμπληρώνω, βάζω επί πλέον, ακόμα•

    -ьте мне супу βάλτε μου ακόμα σούπα•

    сколько денег не хватают, я -влю όσα χρήματα δε φτάνουν, θα τα βάλλω εγώ.

    || λέγω γράφω επί πλέον, ακόμα•

    добавить следующее έχω να προσθέσω το εξής•

    мне нечего добавить к тому δεν έχω να προσθέσω τίποτε σ' αυτό.

    προστίθεμαι•

    -лось ещё одно огорчание προστέθηκε ακόμα μια στενοχώρια (θλίψη).

    Большой русско-греческий словарь > добавить

  • 22 за...

    (πρόθεμα)
    I.
    Μ’ αυτό σχηματίζονται ρήματα με τις εξής σημασίες:
    1. έναρξη, αρχή ενέργειας, δράσης: зааплодировать, запеть κλπ.
    2. επίτευξη αποτελάσματος της ενέργειας ή κατάστασης: завоевать, закрепить κλπ.
    3. (με το μόριο «ся» ή κ. χωρίς αυτό) πέρα από τα όρια: захвалить, закормить.
    4. (κατεύθυνση της ενέργειας) πίσω απο•

    завернуть за угол στρίβω πίσω στη γωνία.

    5. (κίνηση) πέρα, μακριά: завезти, загнать κλπ.
    6. (μπαίνω για λίγο, περνώ βιαστικά, στο πόδι)•

    забежать, занести κλπ.

    7. (ενέργεια μόνο κατά την επιφάνεια ή στην άκρη): запилить.
    II.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσ. κ. επ. με σημ. πέρα, αντίπερα, από πέρα, πέρα απο: заречье, заречный.

    Большой русско-греческий словарь > за...

  • 23 заключать

    ρ.δ.
    1. βλ. заключить.
    2. συμπεραίνω, βγάζω το συμπέρασμα•

    из чего это заключаете? από που το συμπεραίνετε αυτό;

    3. περιέχω, περικλείνω, κλείνω μέσα•

    книга эта -ет в себе много истин αυτό το βιβλίο περιέχει πολλές αλήθειες•

    заключать в скобки κλείνω σε παρένθεση.

    1. περιέχομαι, περικλείνομαι• βρίσκομαι, είμαι•

    в пакете -лось сто рублей στο πακέτο ήταν εκατό ρούβλια•

    никто не понял, какой смысл -лся в его словах κανένας δεν κατάλαβε τι σημασία είχαν τα λόγια του.

    2. συνίσταμαι, σύγκειμαι, αποτελούμαι, απαρτίζομαι•

    все его богатство -ется в одном доме όλος ο πλούτος του είναι μόνο ένα σπίτι•

    дело -ется в следующем η υπόθεση έχει ως εξής.

    3. τελειώνω, κλείνω•

    письмо ется пожеланиями το γράμμα τελειώνει με ευχές.

    Большой русско-греческий словарь > заключать

  • 24 заречься

    -екусь, -ечешься, -екутся, παρλθ. χρ. зарекся
    -еклась, -лось
    ρ.σ. ορκίζομαι να μην πράξω στο εξής, ορνιοδοτώ, κάνω όρκο.

    Большой русско-греческий словарь > заречься

  • 25 на...

    πρόθεμα
    I.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας στην επιφάνεια του αντικείμενου: α) σύγκρουση, επαφή με το αντικείμενο: наткнуться на камень προσκρούω στην πέτρα, β) επίθεση, τοποθέτηση στο αντικείμενο, στην επιφάνεια του αντικειμένου: наклеить на стену επικολλώ στον τοίχο•

    нашить (на платье) επιρράπτω (στο φόρεμα).

    2. πραγματοποίηση ενέργειας στην επιφάνεια του αντικειμένου ή σχηματισμός στην επιφάνεια: налипнуть, намрзнуть, насохнуть βλ. ρ.
    3. πλήρη επάρκεια ενέργειας: α) επέκταση της ενέργειας σε ακαθόριστο πλήθος αντικειμένων: набрать (ягод) μαζεύω (καρπούς)•

    настирать (белья) πλύνω (ρούχα). β) μέχρι το κανονικό ή το καθορισμένο, όριο: нарастить темпы αυξαίνω τους ρυθμούς. γ) γέμισμα με κάτι: набить погреб γεμίζω το υπόγειο•

    накачать шину φουσκώνω το λάστιχο τροχού. δ) ολοκλήρωση της ενέργειας επιμελημένη εκτέλεση: нагладитъ, намыть, начистить βλ. ρ. παρακάτω, ε) (με το μόριο -(ся) εκτελώ αρκετά, ικανοποιήθηκα: нагуляться, насидеться.

    4. (μόνο από θέμα ρ.δ. και με επιθέματα: -ива, -ыва, -ва τα οποία προσδίνουν στα ρ. σημασία μακράς διαρκείας)• σημαίνει μείωση έντασης της ενέργειας ή σημαντική δύναμη αυτής παραδείγ. χάρη: наигрывать, напевать, насвистывать.
    II.
    Σχηματίζει ρ.σ. μερικών ρημάτων: набальзамировать, напечатать, написать.
    III.
    Σχηματίζει επ. και ουσ. με σημ. ύπαρξης επί της επιφάνειας και αντιστοιχεί με το ελληνικό πρόθεμα «επί»: нагрудный, настольный, настенный, нарукавник, наколенник.
    IV.
    Σχηματίζει επιρ. με σημ. υπερθετικού β. ως εξής: крепко-накрепко, строго-настрого.

    Большой русско-греческий словарь > на...

  • 26 напредки

    επίρ. (διαλκ.) στο εξής, στο μέλλον, απ εδώ και μπρος.

    Большой русско-греческий словарь > напредки

  • 27 отныне

    επίρ.
    από τώρα, απ εδώ και μπρος, απ εδώ και πέρα, απ εδώ και στο εξής.

    Большой русско-греческий словарь > отныне

  • 28 способ

    α.
    τρόπος•

    капиталистический -производства καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής•

    социалистический способ производства σοσιαλιστικός τρόπος παραγωγής•

    решение задачи различными -ами λύση του προβλήματος με διάφορους τρόπους•

    следующим -ом με τον εξής τρόπο•

    каким -ом? με ποιο τρόπο;•

    обычным -ом με το συνηθισμένο τρόπο•

    способ выражения τρόπος έκφρασης•

    способ действия τρόπος ενέργειας•

    всеми -ами με όλους τους τρόπους.

    Большой русско-греческий словарь > способ

  • 29 уговор

    α.
    1. η πειθώ, πειστικά λόγια•

    он не поддатся никаким -ам αυτός δεν πείθεται με τίποτε.

    2. συμφωνία, συνομολόγηση•

    дать что с -ом δίνω κάτι με συμφωνία•

    я согласен на всё, но с таким -ом συμφωνώ σε όλα, όμως με τον εξής όρο.

    Большой русско-греческий словарь > уговор

  • 30 явствовать

    -ствует
    ρ.δ.
    (γραπ. λόγος)γίνομαι φανερός, φαίνομαι προκύπτω, συνάγομαι• βγαίνω συμπεραίνομαι•

    из дела -ствует следующее από την υπόθεση γίνεται φανερό το εξής.

    Большой русско-греческий словарь > явствовать

См. также в других словарях:

  • ἑξῆς — one after another indeclform (adverb) ἔχω check fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξής — (AM ἑξῆς, Α επικ. τ. ἑξείης, δωρ. τ. ἑξᾱν) 1. με τη σειρά, στη συνέχεια («ἑξῆς εὐνάζοντο παρὰ ῥηγμῑνι θαλάσσης», Ομ. Οδ.) 2. (με άρθρο) ὁ, ἡ, τὸ ἑξῆς ο επόμενος («έκανα την εξής σκέψη») 3. φρ. «στο (εις το) εξής» στο μέλλον νεοελλ. φρ. «ούτω καθ… …   Dictionary of Greek

  • εξής — επίρρ. τροπ. 1. στη σειρά, στη συνέχεια, εφεξής, ακόλουθα. 2. με το άρθρο ως επίθ., ο, η, το, οι, τα εξής ο επόμενος, ο ακόλουθος, ο έπειτα, ο κατοπινός: Είχε το εξής σχέδιο. 3. φρ., «ως εξής», με τον επόμενο τρόπο: Θα ενεργήσουμε ως εξής. 4. φρ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξῆς — ἔξεστι it is allowed imperf ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕξης — ἕξις having fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… …   Dictionary of Greek

  • Τυπάλδος — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ολοκλήρωμα — Έστω f μια πραγματική συνάρτηση της πραγματικής μεταβλητής x, ορισμένη σε ένα κλειστό διάστημα, έστω I, με άκρα του α, β (α < β). Υποθέτουμε ότι η συνάρτηση f είναι φραγμένη, δηλαδή ότι υπάρχει κάποιος k ≥ 0, έτσι ώστε να ισχύει f(x ≤ 0), για… …   Dictionary of Greek

  • πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… …   Dictionary of Greek

  • ισοδυναμία ή ισότητα — Όρος της Λογικής, σύμφωνα με τον οποίο αν Α και Β αποτελούν δύο λογικές προτάσεις και συμβαίνει από την Α να συνάγεται η Β και από τη Β να συνάγεται η Α, τότε θεωρείται ότι η πρόταση Α είναι ισοδύναμη με τη Β και γράφεται συμβολικά: Α ⇔ Β. Δηλαδή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»