-
61 валить
валить 1валю, валишь ρ.δ.μ.1. ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, γκρεμίζω ανατρέπω• σπάζω•ветер -ит деревья ο άνεμοο ρίχνει κάτω (σπάζει) τα δέντρα•
валить противника на землю ρίχνω καταγής (χάμω) τον αντίπαλο.
|| μτφ. εξολοθρεύω, εξοντώνω, αφανίζω, ρημάζω•холера так и -ит всех η χολέρα εξολοθρεύει όλους.
2. ρίχνω άτακτα•валить книги в ящик ρίχνω τα βιβλία στο κασόνι όπως λάχει.
3. ρίχνω την ενοχή, ευθύνη σε άλλον, τα φορτώνω στον άλλον•обвиняемые -ли все друг на друга οι κατηγορούμενοι έρριχναν την ενοχή ο ένας στον άλλον.
εκφρ.валить все в одну кучу – τα βάζω όλα σ’ ένα σακκί (χωρίς διάκριση).πέφτω χάμω, κάτω, καταγής•яблоки -ятся на дорожку τα μήλα πέφτουν στο δρομάκι.
|| καταρρέω, γκρεμίζομαι, σωροβολιάζομαι, σωριάζομαι•дом -ится το σπίτι κατάρρεει.
|| (για ζώα) ψοφώ•от сибирской язвы -ится много скота από τον άνθρακα ψοφούν πολλά ζώα.
εκφρ.- ится из рук – α) πέφτει από τα χέρια (γίνεται ανεπιτυχώς)• β) πέφτω από έλλειψη δύναμης, επιθυμίας•валить с ног – πέφτω από τα πόδια (από κούραση, ασθένεια κ.τ.τ.).валить 2-ит, ρ.δ.1. κινούμαι, ρίχνομαι• πέφτω•толпа -ит ο όχλος κινείται•
снег -ит хлопьями το χιόνι πέφτει τουλούπες (κατάνι φάδες).
2. προστκ. κίνα, κούνα, κουνήσου•-и, беги! κουνήσου, τρέχε!
βλ. ρ. ενεργ. φ. -
62 вгрызться
вгрызусь, вгрызешься, ρ.σ.καταδαγκώνομαι, κατατρώγομαι•собаки -лись друг в друга τα σκυλιά μακελλεύτηκαν μεταξύ τους.
-
63 верный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно1. πιστός•верный друг πιστός φίλος•
верный слуг πιστός υπηρέτης•
-ая жена πιστή σύζυγος•
верный своим убеждениям πιστός στις ιδέες του.
2. σίγουρος•верный способ σίγουρος τρόπος.
3. αληθινός, -θής, πραγματικός, σωστός, ακριβής•-ое изображение πραγματική απεικόνιση•
-ое решение задачи σωστή λύση του προβλήματος•
верный перевод πιστή μετάφραση.
4. αναπόφευκτος•-ая гибель αναπόφευκτη (σίγουρη) καταστροφή.
5. αλάθευτος, -θητος•-ая рука σίγουρο χέρι.
-
64 видеть
вижу, видишь, παθ. μτχ. ενεστ. видимый, βρ: -дим, -а, -о, ρ.δ.μ.1. βλέπω, ορώ, θωρώ•я -ел своими глазами είδα με τα ίδια μου τα μάτια•
старик еще хорошо -ит ο γέρος ακόμα καλά βλέπει.
|| συναντώ•мне хотелось видеть вашего директора εγώ ήθελα (θέλω) να ιδώ το διευθυντή σας.
2. αναπαρασταίνω•я его вижу, как живого τον βλέπω σαν ζωντανόν.
3. παραδέχομαι, αναγνωρίζω, καταλαβαίνω, αισθάνομαι•видеть свою ошибку βλέπω το λάθος μου.
εκφρ.-ишь (-те), -ишь ли (-те ли) – βλέπεις, -ετε (λοιπόν)•видеть насквозь – διαβλέπω, δι,αγιγνώσκω•видеть не могу – δεν μπορώ ν’αντικρίζω•как -те – όπως βλέπετε, όπως σας είναι σαφές•не видеть света – δε βλέπω το φως της μέρας (είμαι υπεραπασχολημενος)• υποφέρω πολύ•рад видеть вас – χαίρω που σας βλέπω (σας συνάντησα)•только и -ли (кого) – μόλις, τον είδαμε, εξαφανίστηκε κιόλας, δεν προκάναμε να τον ιδούμε και χάθηκε από μπροστά μας.1. φαίνομαι, είμαι ορατός, διακρίνομαι•кой-где видятся деревья κάπου-κάπου φαίνονται δέντρα.
|| ονειρεύομαι, βλέπω στον ύπνο•ему -лось сон αυτός είδε όνειρο.
2. συναντιέμαι•мы часто видемся друг с другом εμείς ταχτικά βλεπόμαστε.
εκφρ.как -ится – όπως φαίνεται. -
65 водить
вожу, водишь, ρ.δ.μ.1. οδηγώ• πηγαίνω•водить детей гулять πηγαίνω τα παιδιά περίπατο.
|| βαδίζω επικεφαλής.2. οδηγώ (όχημα).3. κινώ επάνω σε•водить смычком по струнам κινώ το δοξάρι πάνω στις χορδές.
4. διατηρώ, έχω• συνάπτω•водить знакомство αποκτώ γνωριμίες•
водить дружбу συνάπτω φιλία.
5. τρέφω, κρατώ, διατηρώ•водить пчел τρέφω μελίσσια•
водить голубей κρατώ περιστέρια.
εκφρ.водить за нос – σέρνω α-πο τη μύτη (έχω υποχείριο)•водить хороводы – χορεύω κυκλικά τραγουδώντας1. υπάρχω, ζω• πολλαπλασιάζομαι, ευδοκιμώ, προκόβω•в этой реке -ится много рыбы αυτό το ποτάμι έχει πολλά ψάρια•
в этом лесу -ится много дичи σ’ αυτό το δάσος υπάρχει πολύ κυνήγι.
|| παρατηρούμαι• συμβαίνω•этого прежде не -лось за вами αυτό πρίν δε συνέβαινε σε σας.
|| συνηθίζομαι•здесь это и -ится αυτό εδώ συνηθίζεται.
2. σχετίζομαι, συνδέομαι, συναναστρέφομαι•друг, с ним не -ишься φίλε, μ’ αυτόν μη κάνεις παρέα.
|| συχνάζω•дом, в котором черти -ятся σπίτι των διαβόλων ή φαντασμάτων.
εκφρ.как -ится – όπως συνηθίζεται. -
66 враждовать
-дую, -дуешьρ.δ.εχθρεύομαι•они -дуют меаду собой αυτοί έχουν έχθρα (εχθρεύονται) μεταξύ τους•
враждовать друг с другом αλληλοεχθρεύομαι.
-
67 вредить
врежу, вредишь, ρ.δ. με δοτ. βλάπτω, επιφέρω, προξενώ, κάνω ζημιά, βλάβη•-друг другу αλληλοβλάπτω•
курение -ит здоровью το κάπνισμα βλάβει την υγεία.
-
68 дополнять(ся)
ρ.δ.βλ. доголнитьсся).εκφρ.- ять друг друга – ο ένας συμπληρώνει τον άλλον, αλληλοσυμπληρωνόμαατε. -
69 дорогой
дорогой 1επίρ.καθ' οδόν, στο δρόμο, ταξιδεύοντας•дорогой у нас украли чемодан στο δρόμο μας έκλεψαν τη βαλίτσα.
дорогой 2επ., βρ: дорог, -га, дорого; дороже.1. ακριβός, πολύτιμος•дорогой мех ακριβή γούνα•
ваш совет мне -дорог η συμβουλή σας μου είναι πολύτιμη•
каждая минута -га κάθε λεπτό είναι πολύτιμο.
2. προσφιλής, αγαπητός•мой дорогой друг αγαπητέ μου φίλε.
εκφρ.- гой ценой – ακριβά•заплатить -гой ценой – πληρώνω ακριβά. -
70 если
σύνδ, υποθετικός• αν, εάν•если растения не поливать, то они засохнуть αν τα φυτά δεν ποτιστούν, τότε αυτά θα ξηραθούν•
в случае -... σε περίπτωση που... если бы αν, εάν, άμα•
если бы он мог, работал бы άμα αυτός μπορούσε, θα δούλευε•
если бы он знал, этого не сделал αν αυτός το ήξερε, δε θα το έκανε•
если бы он жив! αν αυτός ήταν ζωντανός!•
если бы не эта помеха, мы бы уехали завтра αν δεν ήταν αυτό το εμπόδιο, θα φεύγαμε αύριο•
если бы только знал μόνο να το ήξερα•
если я прошу,то значит это необходимо όταν ζητώ κάτι, αυτό σημαινει οτι μου είναι απαραίτητο•
-ехать, так ехать άν πρόκειται να δουλέψεις, δούλεψε όπως πρέπει•
если только не μόνο αν, εκτός αν•
он придет если только не заболеет θα έρθει, εκτός μόνο αν.ιρωστήσει•
придет если не он, то друг его αν δεν έρθει αυτός, θα έρθει ο φίλος του•
если бы не дождь, мы бы гуляли αν δεν έβρεχε, θα πηγαίναμε περίπατο•
если не каждый день, то через день αν όχι κάθε μέρα, τότε μέρα πάρα μέρα•
если бы да кабы (αστ.) ο νάχας και ο θάχας (πέθαναν)• если (уж) на то пошло μια και (εφόσον) η υπόθεση έφτασε ως εκεί•
что если (бы)? τι θα; (γινόταν, έκανες, έλεγες κ.τ.τ.)• даже если ακόμα κι αν•
если только αρκεί μόνο.
-
71 жать
жать 1жму, жмешь, ρ.δ.μ.1. σφίγγω, πιέζω, θλίβω• ζουλίζω, ζουπίζω•жать руку σφίγγω το χέρι•
жать друг друга в толпе συνωθούμαι στο πλήθος.
|| στηρίζω γερά•жать ружье к плечу στηρίζω γερά το όπλο στον ώμο.
|| συμπιέζω, συμπυκνώνω. || καταπιέζω, καταδυναστεύω.2. στενεύω•туфли жмут τα παπούτσια με σφίγγουν•
воротник жмет ο γιακάς με σφίγγει.
3. στίβω, εκθλίβω•жать сок из лимона στίβω το λεμόνι•
жать виноград πατώ τα σταφύλια•
жать масло βγάζω λάδι.
4.•(αθλτ.) ανυψώνω, σηκώνω, αίρω•жать штангу σηκώνω βάρη (αλτήρες).
5. (απλ.) πατώ, αυξαίνω (για ταχύτητα κλπ)•водитель все жал и жал ο οδηγός πατούσε κι όλο πατούσε (γκαζ).
1. μαζεύομαι, συμπτύσσομαι, ζαρώνω•жать от холода μαζεύομαι, από το κρύο.
|| συνωστίζομαι.2. σφίγγομαι, κολλώ•ребенок -лся к матери το παιδάκι κόλλησε στη μάνα•
он испуганно -лся в угол φοβισμένος μαζεύτηκε στη. γωνία.
3. μαζεύομαι, συστέλλομαι, διστάζω•он -лся, не зная, что сказать αυτός μαζεύτηκε, μη ξέροντας τί να πει.
4. τσιγγουνεύομαι, αψυχώ•не жмитесь, давайте что есть μη μαζεύεστε, δόστε ό,τι υπάρχει.
жать 2жну, жнешь, ρ.δ.μ. θερίζω.θερίζομαι. -
72 завидовать
-дую, -дуешьρ.δ. ζηλεύω•они -дуют друг друга ζηλεύουν ο ένας τον άλλον•
-дую его успехам ζηλεύω τις επιτυχίες του.
-
73 задушевный
επ.εγκάρδιος•задушевный разговор εγκάρδια συνομιλία•
задушевный друг γκαρδιακός (επιστήθιος) φίλος.
|| μύχιος, ενδόμυχος. -
74 закадычный
επ.εγκάρδιος, ειλικρινής, επιστήθιος, στενός•закадычный друг ή приятель επιστήθιος φίλος•
-ая дружба στενή φιλία.
-
75 занести
-есу, -есешь, παρλθ. χρ. занес-ела, -ело, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. занесенный, βρ: -сен, -сена, -сено ρ.σ.μ.1. φέρω, προσκομίζω•друг -нес мне новую книгу ο φίλος μου έφερε καινούργιο βιβλίο•
судьба меня -ела сюда η τύχη με έφερε εδώ•
как вас это -сло сюда τι σας έφερε εδώ• πως κι έτσι εδώ.
2. βάζω, μεταφέρω μέσα•занести вещи в комнату βάζω τα πράγματα στο δωμάτιο.
3. εγγράφω•занести в список εγγράφω στον κατάλογο.
4. βάζω• σηκώνω, υψώνω•занести ногу на стремя βάζω το πόδι στον αναβολέα (της σέλας)•
занести руку для удара οηκώνω το χέρι για να χτυπήσω.
|| εκτρέπω, ρίχνω, πετώ στην άκρη.5. σκεπάζω, καλύπτω (με λεπτά σώματα)•занести песком σκεπάζω με άμμο.
|| απρόσ. вся дорога -ело песком όλος ο δρόμος σκεπάστηκε με άμμο•каким ветром вас сюда -ело? ποιο καράβι σας έβγαλε εδώ.
-
76 интимный
επ., βρ: -мен, -мна, -мноεγκάρδιος, γκαρδιακός• στενός• επιστήθιος•-ая беседа εγκάρδια συνομιλία•
интимный друг γκαρδιακός φίλος.
-
77 испытанный
επ. από μτχ.δοκιμασμένος, άξιος, ικανός• πιστός•-ые войска δοκιμασμένα στρατεύματα•
испытанный друг πιστός (δοκιμασμένος) φίλος.
-
78 корреспондировать
-рую, -руешьρ.δ.1. (με οργν.) παλ. αλληλογραφώ.2. στέλλω ανταποκρίσεις.3. αντιστοιχώ, συσχετίζομαι•-рующие друг с другом понятия αλληλοσυσχετιζόμενες έννοιες.
-
79 лучше
συγκρ. β. του επ. хороший και του επίρ. хорошо• καλύτερος• καλύτερα•жизнь стало лучше η ζωή καλυτέρευσε•
старый друг двух новых ο παλαιός φίλος είναι, καλύτερος από δυο καινούριους•
мне лучше είμαι (αισθάνομαι) καλύτερα•
лучше смерть, чем рабство καλύτερα θάνατος, παρά σκλαβιά•
лучше не спрашивай καλύτερα μη ρωτάς•
лучше поздно, чем никогда κάλιο αργά,παρά ποτέ.
εκφρ.как можно лучше – όσο το δυνατόν καλύτερα•как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•лучше сказать – για να πω (εκφραστώ) καλύτερα•тем лучше – ακόμα καλύτερα. -
80 милый
επ., βρ: мил, мила, мило; милейший.1. χαριτωμένος, χαριτόβρυτος•-ое дитя χαριτωμένο παιδάκι•
-ая улыбка χαριτωμένο χαμόγελο•
она очень -а αυτή είναι πολύ χαριτωμένη.
|| ευχάριστος• ευγενής, -ενικός, φιλόφρονας.2. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος, ακριβός•милый друг αγαπητέ φίλε (φίλτατέ μου).
3. ως ουσ. αγαπημένος, -η, ερωμένος, -η, εραστής.εκφρ.мил человек – (απλ.) καλέ μου άνθρωπε•- ое дело – α) καλή υπόθεση, θετικό, β) για θαυμασμό ή αγανάκτηση ωραία•вот (это) -о! – α) αυτό είναι θαύμα (ωραίο)! β) αυτό χρειάζονταν ακόμα! αυτό δεν έφτανε ακόμα!
См. также в других словарях:
друг — друг/ … Морфемно-орфографический словарь
ДРУГ — и другой, ·в·знач. такой же, равный, другой я, другой ты; ближний, всякий человек другому. Не пожелай другу, чего себе не желаешь. Любите друг друга, снисходите друг другу или друг ко другу, один другого или к другому. Друг по друге, а Бог по… … Толковый словарь Даля
друг — 1. ДРУГ, а; мн. друзья, зей; м. 1. Человек, связанный с кем л. отношениями дружбы. Искренний д. Близкий, задушевный д. Испытанный д. Друзья приятели, друзья товарищи. Д. детства. Друзья до гроба (до конца, до смертного часа). Друзья по оружию… … Энциклопедический словарь
ДРУГ — 1. ДРУГ1, друга, мн. друзья (други устар.), друзей, муж. 1. Близкий приятель, лицо, связанное с кем нибудь дружбой (применяется и по отношению к женщинам). Интимный друг. Закадычный друг. Сердечный друг. Искренний друг. «У счастливого недруги… … Толковый словарь Ушакова
ДРУГ — 1. ДРУГ1, друга, мн. друзья (други устар.), друзей, муж. 1. Близкий приятель, лицо, связанное с кем нибудь дружбой (применяется и по отношению к женщинам). Интимный друг. Закадычный друг. Сердечный друг. Искренний друг. «У счастливого недруги… … Толковый словарь Ушакова
друг — 1. ДРУГ1, друга, мн. друзья (други устар.), друзей, муж. 1. Близкий приятель, лицо, связанное с кем нибудь дружбой (применяется и по отношению к женщинам). Интимный друг. Закадычный друг. Сердечный друг. Искренний друг. «У счастливого недруги… … Толковый словарь Ушакова
ДРУГ — 1. ДРУГ1, друга, мн. друзья (други устар.), друзей, муж. 1. Близкий приятель, лицо, связанное с кем нибудь дружбой (применяется и по отношению к женщинам). Интимный друг. Закадычный друг. Сердечный друг. Искренний друг. «У счастливого недруги… … Толковый словарь Ушакова
ДРУГ — 1. ДРУГ1, друга, мн. друзья (други устар.), друзей, муж. 1. Близкий приятель, лицо, связанное с кем нибудь дружбой (применяется и по отношению к женщинам). Интимный друг. Закадычный друг. Сердечный друг. Искренний друг. «У счастливого недруги… … Толковый словарь Ушакова
друг — 1. ДРУГ1, друга, мн. друзья (други устар.), друзей, муж. 1. Близкий приятель, лицо, связанное с кем нибудь дружбой (применяется и по отношению к женщинам). Интимный друг. Закадычный друг. Сердечный друг. Искренний друг. «У счастливого недруги… … Толковый словарь Ушакова
Друг — Мистерия чувств * Воспоминание * Желание * Мечта * Наслаждение * Одиночество * Ожидание * Падение * Память * Победа * Поражение * Слава * Совесть * Страсть * Суеверие * Уважение * … Сводная энциклопедия афоризмов
друг — [товарищ] сущ., м., употр. наиб. часто Морфология: (нет) кого? друга, кому? другу, (вижу) кого? друга, кем? другом, о ком? о друге; мн. кто? друзья, (нет) кого? друзей, кому? друзьям, (вижу) кого? друзей, кем? друзьями, о ком? о друзьях 1. Другом … Толковый словарь Дмитриева