-
1 выплата
η πληρωμή, η εξόφλησηзаявление ο - е страхового возмещения αίτηση για - ασφαλιστικής αποζημίωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выплата
-
2 возврат
1. (в исходное положение) η επιστροφή, η επαναφορά 2. (продукта, агента и т.п. в технологическом процессе) η επιστροφή, η ανάκτηση 3. (в атмосферу) η επάνοδος (στην ατμόσφαιρα) 4. (о деньгах, грузе и т.п.) η επιστροφ/ήсрок - а денег προθεσμία/διορία - ής των χρημάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > возврат
-
3 покрытие
1. (наложение на поверхность чего-л. тонкого слоя какого-л. вещества) η (επί)στρωση, το επίχρισμα, η επένδυση, η επικάλυψηнаносить - кистью εφαρμόζω την - με πινέλο/βούρτσαлакокрасочное - με λάκ-κα/βερνίκι2. (то, что покрывает что-л.) το κάλυμμα, το σκέπασμα, το επίστρωμα 3. (возмещение) η κάλυψη 4. (закрывание, накрывание) το σκέπασμα 5. (обивание наружной поверхности) η επένδυση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > покрытие
-
4 уплата
η πληρωμή, η καταβολήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > уплата
-
5 погашение
(прекращение действия чего-л.) η εξόφληση, η απόσβεση, η αποπληρωμήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > погашение
-
6 уплата
упла||таж ἡ πληρωμή:в \уплатату долга σέ ἐπιστροφή τοῦ χρέους, γιά ἐξόφληση τοῦ χρέους. -
7 часть
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. μέρος (του όλου), τμήμα•часть долга μέρος του χρέους•
часть здания τμήμα του κτιρίου.
2. μέλος•часть тела μέλος του σώματος.
3. το μερίδιο, το μερτικό•я взял свою часть εγώ πήρα το μερίδιο μου.
4. το εξάρτημα•частьи часов τα μέρη του ωρολογίου•сборка -ей συναρμολόγηση των μερών•
часть запасныечастьи τα ανταλλακτικά.
5. η πλευρά•художественная часть произведения το καλλιτεχνικό μέρος του έργου.
6. μέρος(υποδιαίρεση)•роман в пяти -ях с эпилогом μυθιστόρημα σε πέντε μέρη με επίλογο.
7. τμήμα, τομέας•часть санитарная -υγειονομικό τμήμα•
учебная часть διδακτικός τομέας•
хозяйственная часть οικονομικός τομέας.
8. (στρατ.) τμήμα•пехотныечастьи τμήματα πεζικού.
9. τμήμα πόλης.10. αστυνομικό τμήμα.11. παλ. η τύχη.εκφρ.в тойчастьи – σ αυτόν το βαθμό•почастьи ή вчастьи – σχετικά, σε σχέση (με)•львиная часть – η μερίδα του λιονταριού-частьи речи (γραμμ.) τα μέρη του λόγου•часть благую часть избрать – παλ. μτφ. παίρνω την καλύτερη απόφαση (ευβουλία)- войти ή вступить в -•, быть вчастьи παίρνω μέρος, συμμετέχω•разрываться начастьи – γίνομαι κομμάτια (ασχολούμαι ταυτόχρονα με πολλές δουλειές)•рвать начастьи – ενοχλώ με διάφορα ζητήματα. -
8 возмещение
η αποζημίωσ/η, η αμοιβήиск ο - и αξίωση/απαίτηση για την -получать - за убытки παίρνω/λαμβάνω - για τις ζημιέςтребование ο - и убытков грузоотправителя απαίτηση για - του αποστολέα φορτίου/εμπορευμάτων- ζημιώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > возмещение
-
9 взнос
1. (платёж) η εισφορά 2. (внесённые за что-л. деньги) η συνδρομή 3. (при уплате частями) η δόσηпервоначальный - η πρώτη πληρωμή/δόσηстраховой - τα ασφάλιστρα, членский - η συνδρομή του μέλουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > взнос
-
10 сознание
сознаниес1. ἡ συνείδηση [-ις]:классовое \сознание ἡ ταξική συνείδηση:затемненное \сознание θολωμένο μυαλό, σαλεμένο λογικό· \сознание долга τό αίσθημα τοῦ χρέους, ἡ συναίσθηση τοῦ καθήκοντος·2. (чувство) οἱ αίσθήσεις, ἡ συναίσθηση [-ις]:потерять \сознание χάνω τίς αίσθήσεις· прийти в \сознание συνέρχομαι. -
11 остаток
-тка α.1. υπόλειμμα• υπόλοιπο, απομεινάδι κομμάτι•остаток материи κομμάτι υφάσματος•
-и обеда αποφάγια•
-и питья αποπίματα, αποπότια, αποπιοτίδια•
остаток дня το υπόλοιπο της μέρας•
-и разбитой армии υπολείμματα του συντριμμένου στρατού•
-и долга υπόλοιπο χρέους.
2. υποστάθμη, ίζημα, κατακάθι.3. (μαθ.) το υπόλοιπο.εκφρ.без -тка – ολοκληρωμένος, τέλειος•человек без -тка – άνθρωπος ολοκληρωμένος (καλός σε όλχ του). -
12 возврат
возвратм ἡ ἐπιστροφή, ὁ γυρισμός/ ἡ ἐξόφληση [-ις], τό ξεπλήρωμα (ссуды, денег):\возврат долга ἡ ἐπιστροφή (или ἡ ἀνταπόδοση) τοῦ χρέους. -
13 задержать
задержатьсов, задерживать несов1. (не пускать) κατακρατώ, σταματώ:не задерживай меня! μή μέ καθυστερείς!·2. (приостанавливать, оттягивать) κρατῶ, καθυστερώ:\задержать дыхание κρατώ τήν ἀναπνοή· \задержать уплату долга καθυστερώ τήν πληρωμή τοῦ χρέους·3. (арестовывать) συλλαμβάνω, πιάνω, θέτω ὑπό κράτησιν:\задержать престу́пника συλλαμβάνω τόν ἐγκληματία. -
14 рассрочить
-чу, -чишьρ.σ.μ.κανονίζω, ρυθμίζω (πληρωμή κατά δόσεις)•κατά δόσεις. -
15 требовать
-бую, -буешьρ.δ.1. απαιτώ, αξιώνω, ζητώ•требовать повышения зарплаты ζητώ αύξηση αποδοχών•
требовать объяснений ζητώ εξηγήσεις•, требовать точного исполнения распоряжений απαιτώακριβή εκτέλεση των διαταγών•
требовать много ζητώπολλά•
требовать уплаты долга ζητώ εξόφληση του χρέους.
2. χρειάζομαι, έχω ανάγκη• θέλω•больной -ет покоя ο άρρωστος θέλει ησυχία•
растния -ют ухода τα φυτά θέλουν περιποίηση.
|| καλώ, ζητώ•его -ют в суд τον ζητούν στο δικαστήριο•
меня -ют домой με ζητούν να πάωστο σπίτι.
απαιτούμαι, χρειάζομαι• ζητούμαι•-ется рабочая сила ζητείται εργατική δύναμη•
-ются рабочие ζητούνται εργάτες•
-ется ремонт χρειάζεται (να γίνει) επισκευή.
|| καλούμαι, με καλούν, με ζητούν.