Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

дело+шло

  • 1 дойти

    дойду, дойдшь, παρλθ. χρ. дошл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. дошедший ρ.σ.
    1. φτάνω, πηγαίνω ως•

    дойти до дома пешком φτάνω ως το σπίτι πεζός•

    танк -шёл до моста το άρμα μάχης έφτασε ως τή γέφυρα•

    письмо ещё не -шло το γράμμα ακόμα δεν έφτασε.

    2. διαδίδομαι (για ήχο, μυρουδιά κλπ.)• выстрели -шли до нас οι πυροβολισμοί ακούστηκαν ως εμάς•

    весть -шла до них η είδηση έφτασε ως αυτούς•

    -шёл слух έφτασε η φήμη.

    || γίνομαι κατανοητός, αισθητός•

    лекция не -шла до меня τη διάλεξη δεν την κατάλαβα.

    3. αναπτύσσομαι, αυξαίνω, ανεβαίνω, φτάνω ως•

    мороз -шёл до 22 градусов το ψύχος έφτασε στους 22 βαθμούς•

    дойти до совершенства φτάνω ως το τέλειο•

    любовь его -шла до безумия η αγάπη του έφτασε ως την τρέλλα•

    дойти до крайности φτάνω ως τα άκρα•

    вот до чего мы -шли! να που καταντήσαμε!дело -шло до того, что... η υπόθεση έφτασε σε σημείο που...

    4. έρχομαι•

    -дёт и до тебя очередь θα έρθει και σένα η σειρά.

    5. ψήνομαι, τηγανίζομαι• βράζω• γίνομαι•

    пирог -шёл η πίτα ψήθηκε.

    || ωριμάζω•

    помидоры -шли οι ντομάτες ωρίμασαν.

    6. κατορθώνω•

    он дошл своим умом до разрешения задачи αυτός μπόρεσε κι έλυσε το πρόβλημα μόνος του.

    εκφρ.
    дойти до сведения – πληροφορούμαι, φτάνει• στ' αυτιά μου•
    руки не -шли ή не доходят – δεν έχω καιρό (να πάνω κάτι,)..

    Большой русско-греческий словарь > дойти

  • 2 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 3 сойти

    сойду, сойдшь, παρλθ. χρ. сошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. сошедший κ. παλ. сшедший, επιρ. μτχ. сойдя ρ.σ.
    1. κατεβαίνω, κατέρχομαι•

    сойти с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•

    сойти с горы κατεβαίνω από το βουνό•

    сойти с лошади κατεβαίνω από το άλογο, αφ ιππεύω, ξεκαβαλικεύω, ξεπεζεύω.

    2. (για νύχτα, σκοτάδι κ.τ.τ.) επέρχομαι, επιπίπτω, πέφτω. || (για αισθήματα, κατάσταση) κυριεύω, πιάνω, καταλαμβάνω.
    3. βγαίνω, εξέρχομαι•

    сойти с автобуса κατεβαίνω (βγαίνω) από το λεωφορείο.

    4. μετέρχομαι, βγαίνω, περνώ•

    сойти с тротуара на мостовую περνώ από το πεζοδρόμιο στο λιθόστρωτο•

    сойти с дороги βγαίνω από το δρόμο•

    поезд -шёл с рельсов το τρένο εκτροχιάστηκε•

    шина -шла с колеса το λάστιχο βγήκε από τον τροχό.

    5. λιώνω•

    снег -шёл с полей το χιόνισηκώθηκε από τα χωράφια, πέφτω•

    краска сойтишла η μπογιά βγήκε•

    ноготь -шёл το νύχιβγήκε (έπεσε).

    || (για χαμόγελο, κοκκινάδα κ.τ.τ.) χάνομαι, εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, σβήνω, φεύγω.
    6. διεξάγομαι, γίνομαι, εξελίσσομαι• πηγαίνω•

    всё -шло как нельзя лучше όλα πήγαν καλά όσο δεν παίρνει άλλο.

    || περνώ, γίνομαι δεκτός•

    надо ещё поправить, хотя и так -дёт πρέπει ακόμα να κάνω διορθώσεις, αν κι έτσι μπορεί να περάσει.

    || απρόσ. сойдёш πηγαίνει, είναι δεκτό, υποφερτό.
    7. μοιάζω, ταιριάζω, περνώ για, εκλαμβάνω.
    εκφρ.
    сойти с пуши – βγαίνω από το δρόμο (αλλάζω πορεία, σκοπό).
    1. συναντιέμαι, ανταμώνομαι. || ενώνομαι, πλησιάζω, εγγίζω• συγκλίνω.
    2. συνέρχομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι,συνάζομαι.
    3. συνδέομαι με φιλία, γίνομαι φίλος. || τα φτιάχνω, συνάπτω ερωτικές σχέσεις.
    4. ταιριάζω• συμπίπτω•

    сойти во вкусах ταιριάζομε στα γούστα•

    не сойти характерами δεν ταιριάζομε στο χαρακτήρα•

    показания свидетелей -лись οι καταθέσεις των μαρτύρων συνέπεσαν•

    наши мысли -лись οι σκέψεις μας συνέπεσαν.

    5. συμφωνώ•

    сойти в цене συμφωνούμε στη τιμή.

    6. πηγαίνω καλά, εξελίσσομαι ευνοϊκά•

    дело -лось η υπόθεση πήγε καλά.

    Большой русско-греческий словарь > сойти

  • 4 зайти

    зайду, зайдешь, παρλθ. χρ. зашел
    -шла, -шло
    - προστκ. зайди, μτχ. παρλθ. χρ. зашедший,
    επιρ. μτχ. зайдя ρ.σ,
    1. μπαίνω, εισέρχομαι,• зайти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο. || εισχωρώ•

    коза зашла в огород η γίδα μπήκε στον κήπο.

    || περνώ από κάπου, επισκέπτομαι διαβατικός•

    по пути домой я зашел в магазин πηγαίνοντας για το σπίτι πέρασα (μπήκα) στο μαγαζί•

    зайти в редакцию περνώ από τη σύνταξη.

    || πηγαίνω να πάρω•

    зайти в детский сад за ребенком πηγαίνω στον παιδικό σταθμό (νηπιαγωγείο) να πάρω το παιδάκι.

    2. στρίβω, πηγαίνω πίσω, χάνομαι πίσω απο, κρύβομαι•

    солнце зашло за тучку ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από το συννεφάκι.

    || (για ουράνια σώματα κ. μτφ.)• βασιλεύω•

    солнце зашло ο ήλιος βασίλεψε.

    || παρατραβώ, ξεπερνώ τα όρια•

    беседа зашла за ночь η κουβέντα συνεχίστηκε και πέρα από τα μεσάνυχτα•

    дело зашло далеко η υπόθεση τράβηξε μακριά.

    (απλ.) λυποθυμώ, πέφτω αναίσθητος. || μαργώνω, μουδιάζω από το κρύο.
    εκφρ.
    дух зашелся – η αναπνοή πιάστηκε•
    вы зашли далеко – προχωρήσατε πολύ (πέραν του επιτρεπτού).

    Большой русско-греческий словарь > зайти

См. также в других словарях:

  • Дело шло — ДЕЛО ИДЁТ о чём. ДЕЛО ШЛО о чём. Обстоятельства касаются чего либо, имеют отношение к чему либо. Адуев едва вспомнил, что дело идёт о Наденькиной руке, растерялся в мечтах и опять всё забыл (Гончаров. Обыкновенная история). Я заговорил с… …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Дело идёт — к чему. ДЕЛО ПОШЛО к чему. Разг. Что либо приближается к результату или к какому нибудь состоянию. [Дон Гуан:] Идёт к развязке дело! Скажите мне: несчастный Дон Гуан вам незнаком? [Донна Анна:] Нет, отроду его я не видала (Пушкин. Каменный гость) …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Дело Бейлиса — Бейлис на суде Часть серии статей об антисемитизме …   Википедия

  • Дело Литвиненко — Дело Литвиненко  уголовные расследования в ряде стран предполагаемого убийства в Лондоне бывшего офицера ФСБ А. В. Литвиненко, умершего 23 ноября 2006, как было заявлено, от отравления радиоактивным полонием 210[1]. Сопряжённые с ним… …   Википедия

  • Дело об убийстве Влада Листьева — Известный тележурналист, первый генеральный директор ОАО Общественное Российское Телевидение Владислав Листьев был застрелен 1 марта 1995 года в подъезде своего дома на Новокузнецкой улице в Москве. Когда журналист поднимался по лестнице, двое… …   Энциклопедия ньюсмейкеров

  • Дело Ольги Рукосыла — Дело Ольги Рукосыла  мистификация, связанная с якобы имевшим место убийством НС скинхедами в Иркутске девушки из за ношения ею красных шнурков, воспринятых как символ движения «антифа». Внешние изображения Фото неизвестной девушки,… …   Википедия

  • Дело генералов — Дело Генералов  арест и в дальнейшем суд над высокопоставленными офицерами Министерства Обороны Азербайджана по обвинению в покушении на Гейдара Алиева. Содержание 1 Предшествовавшие события 2 План покушения …   Википедия

  • Дело Нейланда — Аркадий Владимирович Нейланд (28 января 1949, Ленинград  11 августа 1964, Ленинград)  несовершеннолетний преступник. За двойное убийство был приговорён судом к смертной казни, что явилось единственным в своём роде случаем (на момент приведения… …   Википедия

  • Россия. Просвещение: Учебное дело — А. Учебное дело. 1) Исторический очерк развития учебного дела в России. Первые дошедшие до нас сведения о массовом образовании старой Руси рисуют картину весьма печальную. Известны жалобы новгородского архиепископа Геннадия (XV в.), относящиеся к …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Горнозаводское дело в России — Г. делом обыкновенно называется переделка руд в металлы, а так как между ними железо занимает первое место как по массе, так и по ценности и значению для всей промышленной деятельности [Заимствуем из сочинения Менделеева Толковый тариф (1892)… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Лишь бы пилось да елось, а дело на ум не шло. — Лишь бы пилось да елось, а дело на ум не шло. См. ПЬЯНСТВО …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»