Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

делать+-+κάνω+-

  • 101 устраивать

    устраива||ть
    несов
    1. (делать, создавать) φτιάνω, ὁργανώνω, ἱδρύω, κατασκευάζω, δημιουργώ:
    \устраивать концерт ὁργανώνω συναυλία· \устраивать скандал δημιουργώ σκάνδαλο· \устраивать засаду στήνω παγίδα, ὁργανώνω ἐνέδρα·
    2. (приводить в порядок) ὁργανώνω, τακτοποιώ, διευθετώ, (δια)κανονίζω:
    \устраивать свои́ дела τακτοποιώ τίς δουλειές μου, κανονίζω τάς ὑποθέσεις μου· \устраивать свою жизнь ὁργανώνω τή ζωή μου·
    3. (помещать, определять) τακτοποιώ, τοποθετώ:
    \устраивать кого-л. на работу τακτοποιώ κάποιον σέ δουλειά· \устраивать кого-л. в школу (в больницу) βάζω κάποιον στό σχολείο (στό νοσοκομείο)·
    4. безл (подходить) βολεύω, κάνω:
    это меня не \устраиватьет αὐτό δέν μέ βολεύει \устраиватьться
    1. (налаживаться) διευθετούμαι, τακτοποιούμαι:
    у него постепенно все \устраиватьется ὅλα τά ζητήματα του τακτοποιοῦνται σιγά σιγά·
    2. (обосновываться) ἐγκαθίσταμαι/ κάθομαι, βολεύομαι (в кресле и т. п.)· Я. (на работу) διορίζομαι, βρίσκω δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > устраивать

  • 102 чертить

    чертить
    несов σχεδιάζω, χαράζω, χαράσσω / Ιχνογραφώ (делать наброски карандашом):
    \чертить план σχεδιάζω, κάνω то <-χέδιο· \чертить карту σχεδιάζω χάρτη.

    Русско-новогреческий словарь > чертить

  • 103 шиворот-навыворот

    шиворот-навыворот
    парен, разг ἀνάποδα, ἄνω κάτω:
    все идет \шиворот-навыворот ὅλα πδνε ἀνάποδα· делать все \шиворот-навыворот τά κάνω ὅλα ἀνάποδα, μπερδεύω τά πάντα.

    Русско-новогреческий словарь > шиворот-навыворот

  • 104 аванс

    α.
    προκαταβολή, αβάνσο, προστάνζα.
    εκφρ.
    делать авансы – κάνω τα πρώτα βήματα, την πρώτη αρχή.

    Большой русско-греческий словарь > аванс

  • 105 вид

    -а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.
    1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•

    жалкий вид άθλια μορφή•

    наружный вид εξωτερική εμφάνιση•

    гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•

    жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.

    || (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•

    больной вид ασθενική όψη•

    строгий вид αυστηρό ύφος•

    важный вид σοβαρό ύφος•

    радостный вид χαρούμενη όψη.

    || κατάσταση•

    в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•

    в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.

    2. προοπτική, άποψη, θέα•

    комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•

    вид на город η άποψη της πόλης.

    || τοπίο•

    альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.

    3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•

    в -у, на -у εν όψει•

    в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•

    на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•

    испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•

    у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•

    ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•

    при -е опасности εν όψει του κινδύνου•

    потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).

    4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•

    -ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•

    -ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.

    5. παλ. η ταυτότητα.
    εκφρ.
    вид на жительство – είδος ταυτότητας•
    в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•
    для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•
    на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•
    под -ом – με την πρόφαση•
    видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•
    иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•
    не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•
    быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•
    иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•
    ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•
    вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•
    в -у – λόγω, ένεκα•
    он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•
    в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.
    α.
    είδος• τύπος•

    разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.

    || (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•

    ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•

    отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.

    (γλωσ.)•μορφή•

    глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•

    глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).

    Большой русско-греческий словарь > вид

  • 106 внушение

    ουδ.
    1. έμπνευση, εμφύσηση•

    -страха έμπνευση φόβου.

    || υποβολή• υπνωτισμός•

    лечение -ем θεραπεία με υποβολή.

    2. παρατήρηση, επίπληξη•

    делать строгое внушение κάνω αυστηρή παρατήρηση.

    Большой русско-греческий словарь > внушение

  • 107 глазок

    -зка, πλθ. глазки, -зок, -зкам κ. глазки, -ов а.
    1. ματάκι, οφθαλμίδιο.
    2. κηλίδα χρωματιστή σε έντομα, πτηνά κλπ.
    3. о1тп παρακολούθησης στις φυλακές.
    4. μάτι, οφθαλμός φυτού, πατάτας.
    εκφρ.
    анютины -и – ι’ον το τρίχρωμο, πανσές•
    на глазок – με το μάτι (η περίπου εκτίμηση)•
    хоть одним -ом взглянуть, посмотретьκ.τ.τ. να ρίξω έστω και μια ματιά, να ιδώ λιγάκι•
    строить ή делать -и – κάνω γλυκά μάτια, φλερτάρω.

    Большой русско-греческий словарь > глазок

  • 108 добро

    ουδ.
    1. το καλό, το αγαθό, η αρετή•

    добро и зло το καλό και το κακό.

    2. το ωφέλιμο, το ευχάριστο•

    из этого -а не выйдет απ'αυτό καλό δε βγαίνει•

    нет худа без -έ ουδέν κακόν αμιγές καλού•

    от -а -а не ищут κάμε το καλό και ρίχτο στο γιαλό.

    3. καλή, αγαθή πράξη•

    делать много -а κάνω πολλά καλά.

    4. η περιουσία, τα πράγματα, τα υπάρχοντα, το βιός, ο πλούτος•

    сундуки полны -а τα σεντούκια είναι γεμάτα πλούτο.

    5. ειρν. παλιοπράγμα, άχρηστο πράγμα•

    такого -а нам и даром не нужно τέτοια παλιοπράγματα και τζάμπα δεν τα παίρνομε.

    εκφρ.
    поминать -ом – δεν ξεχνώ το καλό•
    это не к -у – α) αυτό, δεν) οδηγεί σε καλό, δε θα βγει σε καλό. β) παλ. αυτό είναι προάγγελος κακών συνεπειών.
    επίρ.
    καλά• έτσι, ας είναι έτσι• добро! сделаем так! καλά! θά κάνουμε έτσι!•
    εκφρ.
    добро пожаловать – καλώς ήρθατε.
    ουδ.
    παλιά ονομασία του ρωσικού γράμματος «Д».

    Большой русско-греческий словарь > добро

  • 109 думать

    ρ.δ.
    1. σκέφτομαι, -πτομαι, διανοούμαι, στοχάζομαι, συλλογιέμαι, διαλογίζομαι•

    о чём вы -ете? τι σκέφτεστε;•

    ему лень думать αυτός βαριέται, που ζει•

    тут нечего думать γι' αυτό δε χρειάζεται καμιά σκέψη•

    и не -ете это делать ούτε καν να το σκέφτεστε να το πράξετε.

    2. υποθέτω, έχω τη γνώμη• νομίζω•

    придёт ли он? — я -ю θα έρθει άραγε αυτός; νομίζω думать ναι•

    не -ю δε νομίζω, δεν πιστεύω•

    что вы об этом: -ете? τι γνώμη έχετε γι' αυτό;

    || εικάζω, υποψιάζομαι, υποθέτω.
    3. προτίθεμαι, σκοπεύω, σχεδιάζω, λογαριάζω•

    мне этот дом не нравится; я -ю продать его αυτό το σπίτι δε μου αρέσει, σκοπεύω να το πουλήσω.

    4. φροντίζω, νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι•

    -ю только о себе κοιτάζω μόνο τον εαυτούλη μου•

    он не -ет о других αυτός δε νοιάζεται για τους άλλους.

    εκφρ.
    и не -ю – ούτε καν σκέφτομαι, δε με απασχολεί καθόλου•
    думать думу ή думушку – σκέφτομαι, σπάζω το κεφάλι μου•
    он много -ет о себе – αυτός έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του•
    не долго думать – χωρίς πολλή σκέψη (αδίσταχτα)•
    не думано – απρόοπτα•
    я -ю! – και βέβαια! εννοείται!
    μου φαίνεται, λογιάζω, κάνω τη σκέψη•

    мне -ется, что не приедет νομίζω πως δε θά 'ρθει•

    всё вышло так, как -лось όλα ήρθαν έτσι, όπως τα λογάριαζα.

    Большой русско-греческий словарь > думать

  • 110 люди

    людей, людям, людьми, о людях α.
    1. πλθ. του ουσ. человек οι άνθρωποι, ο κόσμος•

    люди доброй воли άνθρωποι καλής θέλησης•

    делать -ям добро κάνω καλό στους ανθρώπους•

    люди говорят ο κόσμος λέει•

    он меня вывел в люди αυτός με έβγαλε στον κόσμο (στην κοινωνία)•

    как много -ей! τι πολύς κόσμος!•

    пришли какие-то люди ήρθαν κάτι άνθρωποι•

    старые люди οι παλαιοί (οι γέροντες)•

    новые люди οι νέοι, νεολαίοι.

    2. στελέχη. || (στρατ.) οι κατώτεροι αξιωματικοί του διοικητή.
    3. παλ. υπηρέτες αρχοντόσπιτου.
    εκφρ.
    на -ях – μπροστά στον κόσμο, μπροστά σε ξένους.
    ουδ.
    άκλ. παλαιά ονομασία του γράμματος «Л».

    Большой русско-греческий словарь > люди

  • 111 муха

    θ.
    μΰγα•

    комнатная муха οικιακή μύγα.

    εκφρ.
    кзлые -и – χιονονιφάδες•
    до белых мух – ώσπου να πέσουν τα πρώτα χιόνια•
    -и мрут ή дохнут – ανυπόφορη πλήξη, σκασίλα•
    - и не обидит – δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι (πράος, άκακος άνθρωπος)•
    -у раздавить (ή задавить, зашибить)απλ. κρασοπίνω•
    считать мух – σκοτώνω μύγες (χαζεύω)•
    делать из -ж слона – κάνω την τρίχα τριχιά (μεγαλοποιώ;, υπερβάλλω)•
    быть под -ой ή с -ой – είμαι σουρωμένος, τά χω τσούξει• (какая) муха укусила его τι ερεθίστηκε (τσατίστηκε) έτσι• από τι πειράχτηκε•
    так тихо, что слышно, как муха пролетит – τέτοια ησυχία, που και η μύγα ακούεται όταν πετά (точно) -у проглотил του κακοφάνηκε πολύ, κόκκαλο του στάθηκε στο λαιμό.

    Большой русско-греческий словарь > муха

  • 112 наспех

    επίρ.
    βιαστικά, εσπευσμένα, στα γρήγορα, επειγόντως•

    пишу вам наспех σας γράφω βιαστικά•

    делать уроки наспех κάνω τα μαθήματα στα γρήγορα.

    Большой русско-греческий словарь > наспех

  • 113 неохотно

    επίρ.
    ανόρεχτα, χωρίς διάθεση,άκεφα•

    делать что неохотно κάνω κάτι ανόρεχτα.

    Большой русско-греческий словарь > неохотно

  • 114 нечего

    нечему, нечем, не о чем
    αντων. αρνητ. τίποτε, ουδέν•

    нечего читать δεν έχω• τίποτε για διάβασμα•

    нечего сказать δεν έχω τίποτε να πω•

    тебе нечего бояться δεν έχεις τίποτε να φοβηθείς•

    нечем резать δεν έχω με τι να κόψω•

    нечему удивляться τίποτε το εκπληκτικό•

    тут нечему смеяться εδώ δεν υπάρχει τίποτε το γελοίο•

    не о чем жалеть άδικα λυπάσαι•

    -делать δεν μπορώ να κάνω τίποτε.

    ως κατηγ. δεν πρέπει, δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει δε χρειάζεται, δεν υπάρχει λόγος, δεν είναι ανάγκη•

    об этом и думать -γι αυτό ούτε καν να σκέφτεσαι•

    нечего вам в это дело мешаться δεν έχετε καμιά δουλειά να ανακατεύεστε σ αυτή την υπόθεση•

    вам нечего помогать δε χρειάζεται η βοήθεια σας•

    его жалеть δεν αξίζει να τον λυπάσαι ή αυτός δε θέλει λύπηση.

    Большой русско-греческий словарь > нечего

  • 115 примерка

    θ.
    πρόβα• δοκιμή•

    делать -у κάνω πρόβα, προβάρω.

    Большой русско-греческий словарь > примерка

  • 116 примочка

    θ.
    1. κομπρέσα•

    делать, класть -и κάνω, βάζω κομπρέσες•

    глазная примочка το κολλύριο.

    2. το διάλυμα για κομπρέσες•

    свинцовая примочка το μολυβδόνερο.

    Большой русско-греческий словарь > примочка

  • 117 сапожник

    α.
    1. παπουτσής, τσαγκάρης• επιδιορθωτής υποδημάτων, μπαλωματής.
    2. (αιτλ.) ατζαμής, αδαής.
    εκφρ.
    как сапожник (делать что) – ατζαμιδικα (κάνω κάτι).

    Большой русско-греческий словарь > сапожник

  • 118 сила

    θ.
    1. δύναμη, ρώμη (σωματική)•

    обладать огромной силой έχω τεράστια δύναμη•

    богатырская сила ηράκλεια δύναμη•

    напрячь все силы εντείνω όλες τις δυνάμεις.

    || μτφ. δύναμη πνευματική•

    душевные -ы ψυχικές δυνάμεις•

    умственные -ы πνευματικές δυνάμεις•

    сила характера δύναμη του χαρακτήρα.

    2. βία•

    применять -у χρησιποιώ (μετέρχομαι) βία.

    3. (τεχ.) ισχύς•

    сила машины ισχύς μηχανής•

    падающей вода ισχύς υδατόπτωσης•

    центробежная сила φυγόκεντρη δύναμη•

    сила тяжести η δύναμη του βάρους.

    4. (διάφορες επι μέρους σημασίες)•

    сила государства ισχύς του κράτους•

    сила коллектива η δύναμη της κολλεχτίβας•

    покупательная сила рубля η αγοραστική δύναμη του ρουβλιού•

    сила слова η δύναμη του λόγου•

    сила кисти художника η δύναμη του πινέλου του ζωγράφου•

    сила ветра η δύναμη του ανέμου•

    сила взрыва η δύναμη της έκρηξης•

    неестественная -υπερφυσική δύναμη•

    производственные -ы οι παραγωγικές δυνάμεις•

    рабочая сила εργατική δύναμη (οι εργάτες)•

    движущие -ы κινητήριες δυνάμεις•

    реакционные -ы αντιδραστικές δυνάμεις•

    вооружнные -ы οι ένοπλες δυνάμεις.

    5. ως επιρ. -ами με τις δυνάμεις•

    делать что-то своими -эми κάνω κάτι με τις δικές μου τις δυνάμεις.

    6. (απλ.) πλήθος, σωρεία.
    εκφρ.
    в -у – δύσκολα, μετά βίας•
    в -у чего и -ою чего – λόγω, ένεκα, συνεπεία, δυνάμει•
    в меру сил и по мере сил – στο μέτρο των δυνάμεων, όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις•
    от -ы – (απλ.) το πιο πολύ, το περισσότερο, το πολύ•
    ему от -ы 33 лет – αυτός είναι το πιο πολύ 33 χρόνια•
    по -е возможности – κατά το δυνατό•
    под -у кому – ανάλογα με τις δυνάμεις κάποιου•
    с -ой – με έξαρση των δυνάμεων, με όλα τα δυνατά•
    через -у – πάνω από τις δυνάμεις, υπεράνω των δυνάμεων•
    -ою в ή до, от-до – (στρατ.) δύναμη•
    отряд -ою в 50 сабель – τμήμα δύναμης 50 ιππέων•
    всеми -ами – με όλες τις δυνάμεις•
    взять -уκ. войти в -у παίρνω δύναμη (ισχύ), μπαίνω σε ισχύ•
    пробовать -ы – δοκιμάζω τις δυνάμεις• (быть) в -е α) έχω ακόμα δυνάμεις (σωματικές ή πνευματικές), β) είμαι δυνατός, γ) είμαι στη φούρια, στο φόρτε, στο ζενίθ•
    быть в -ах ή в -е – είμαι σε θέση, έχω τη δύναμη•
    выше чьих сил – παραπάνω από τις δυνάμεις κάποιου•
    сил нет как ή до чего – (απλ.) δε μπορώ να σας διηγηθώ πώς ή πόσο (εξαιρετικά, πάρα πολύ)•
    что есть -ы – όσες δυνάμεις έχω•
    в -у закона – βάσει ή δυνάμει του νόμου.

    Большой русско-греческий словарь > сила

  • 119 удовольствие

    ουδ.
    1. ευχαρίστηση• χαρά• αγαλλίαση•

    просиять от -я λάμπω από χαρά (ευχαρίστηση)•

    доставить -я παρέχω (φέρω) χαρά (ευχαρίστηση).

    2. απόλαυση•
    επεδόθηκε σε κάθε είδος απολαύσεις•

    доставить детям много -ий παρέχω στα παιδιά πολλές απολαύσεις.

    εκφρ.
    жить в своё удовольствие – ευζωώ, καλοζώ, ευημερώ• περνώ ζωή χαρισάμενη•
    в своё удовольствие (делать) – μέχρι πλήρους ικανοποίησης (κάνω κάτι)..

    Большой русско-греческий словарь > удовольствие

  • 120 указка

    θ.
    1. δείκτης (μικρή ράβδος).
    2. υπόδειξη• εντολή•

    делать всё по указке όλα τα κάνω με υπόδειξη.

    εκφρ.
    не указка – δεν έχω για πρότυπο (υπόδειγμα).

    Большой русско-греческий словарь > указка

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»