Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

в+-+и+μέσα+στο+-+ο

  • 81 мера

    θ.
    1. μέτρο, μονάδα μέτρησης•

    -ы длины μέτρα μήκους•

    -ы веса μέτρα βάρους,τα σταθμά•

    -ы объёма μέτρα όγκου•

    -ы вместительности μέτρα χωρητικότητας•

    кубическая мера κυβικό μέτρο.

    || η μετρική ταινία. || ρωσικό μέτρο χωρητικότητας ενός πουτιού.
    2. μτφ. όριο•

    следует во всём соблюдать -у παν μέτρον άριστον•

    всему есть мера για κάθε τι υπάρχει όριο•

    знать -у όεν υπερβαίνω τα όρια.

    || (συνεκδ.) τα μέσα, μέτρα•

    -ы наказания μέσα τιμωρίας•

    принимать -ы παίρνω τα μέτρα•

    -ы предосторожности προφυλακτικά μέτρα•

    -ы социальной защиты μέτρα κοινωνικής πρόνοιας•

    решительные -ы αποφασιστικά (δραστικά) μέτρα•

    высшая мера наказания η εσχάτη των ποινών.

    εκφρ.
    без -ы – χωρίς μέτρο (υπερβολικά)•
    в -у – στο μέτρο (μέτρια)•
    ни в коей ή ни в какой -е – επ ουδενί λόγω, σε καμιά περίπτωση, με κανένα τρόπο•
    по -е – όσο, καθόσο, αντίστοιχα, ανάλογα•
    по -е того как... – οσάκις, ότε, οπότε...• сверх -ы; через -у; не в -у υπέρμετρα, υπέρ το δέον•
    чувство -ы – το αίσθημα του μέτρου.

    Большой русско-греческий словарь > мера

  • 82 просунуть

    ρ.σ.μ. χώνω, βάζω μέσα•

    просунуть голову в окошко χώνω το κεφάλι στο παραθυράκι.

    χώνομαι, εισδύω, μπαίνω μέσα.

    Большой русско-греческий словарь > просунуть

  • 83 душа

    душ||а́
    ж
    1. ἡ ψυχή:
    добрейшая \душа ἀγαθώτατος ἄνθρωπος· редкой \душаи́ человек χρυσός ἄνθρωπος·
    2. (единица населения) τό ἄτομο[ν], ὁ κάτοικος / ὁ κολήγος, ὁ δουλοπάροικος, ἡ ψυχή (крепостной крестьянин):
    в нашей семье было пять душ ἡ οίκογένειά μας ἀποτελούνταν ἀπό πέντε ἀτομα (или ψυχές)· на душу населения κατ· ἄτομο· ◊ в глубине́ \душай ἐνδομύχως, στό βάθος τῆς καρδίας μου, στό βάθος τής ψυχής μου· вкладывать душу в дело δουλεύω μέ ὅλην μου τήν καρδιά· всеми силами своей \душай, всей \душао́й μέ ὅλην μου τήν καρδιά, μέ ὅλην μου τήν ψυχή, ὀλοψύχως· от всей \душай μέ ὅλην μου τήν καρδιά· \душао́й и телом ψυχή τε καί σώματι, ὁλόψυχα· петь с \душао́й τραγουδώ μέ αίσθημα· до глубины́ \душай ὡς τό βάθος τής καρδίας· говорить по \душаам μιλώ μέ ἀνοιχτή κάρδιἀ· \душа не лежит к кому-л., к чему́-л. δέν μπορώ νά συμπαθήσω κάποιον, δέν μέ τραβάει κάτι· это мне не по \душае αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει· \душа общества ἡ ψυχή τής παρέας· он был \душао́й этого дела ήταν ἡ ψυχή αὐτής τής δουλειάς· в \душае (про себя) νοερῶς, ἐνδομύχως, μέσα μου· стоять иад \душао́й στέκομαι πάνω ἀπό τό κεφάλι, ἐνοχλώ· у меня \душа в пятки ушла разг πῆγε ἡ ψυχή μου στήν κούλουρη· отвести́ ду́-шу ξαλαφρώνω, ξεσκάζω· излить ду́шу кому́-л. ἀνοίγω τήν καρδιά μου σέ κάποιον иметь что́-л. на \душае́ ἔχω βάρος στήν καρδιά· у него \душа нараспашку ἐϊναι ἀνοιχτόκαρδος ἄνθρωπος· с открытой \душао́й μέ ἀνοιχτή καρδιά, ἀνοιχτόκαρδά нет ни живой \душай δέν ὑπάρχει ψυχή· не иметь ни гроша за \душао́й δέν ἔχω δεκάρα, εἶμαι ἀπένταρος· кривить \душао́й ὑποκρίνομαι· вымотать всю ду́шу βγάζω τήν ψυχή· \душай не чаять в ко́м-л. разг ἀγαπώ πάρα πολύ, λατρεύω κάποιον сколько \душае угодно δσο τραβάει ἡ ψυχή σου· \душа болит καίγεται ἡ καρδιά μου· брать грех на душу παίρνω τό κρίμα ото λαιμό μου, παίρνω τήν ἀμαρτία· жить \душа в ду́шу ζώ ἀγαπημένα μέ κάποιον как бог на душу положит στά κουτουροῦ, τσάτρα πάτρα· отдать богу ду́шу παραδίδω τό πνεῦμα· чернильная \душа презр. ὁ γραφιάς, ὁ καλαμαράς, ὁ γραφειοκράτης· \душа моя! (в обращении) уст. ἀγαπητέ μου!

    Русско-новогреческий словарь > душа

  • 84 тонуть

    тонуть
    несов
    1. βυθίζομαι, βουλιάζω/ πνίγομαι (о человеке):
    дерево не то́нет в воде τό ξύλο δέν βουλιάζει στό νερό
    2. перен πνίγομαι, χάνομαι:
    \тонуть в снегу βουλιάζω στό χιόνι· дома́ то́нут в зелени τά σπίτια χάνονται μέσα στήν πρασινάδα.

    Русско-новогреческий словарь > тонуть

  • 85 вдеть

    вдену, вденешь, προστκ. вдень ρ.σ.μ.
    περνώ,διαπερνώ, περνώ μέσα απο•

    вдеть нитку в иголку περνώ την κλωστή στο βελόνι.

    περνιέμαι, διαπερνιέμαι•

    нитка -лась в иголку η κλωστή πέρασε στο βελόνι, βελονιάστηκε.

    Большой русско-греческий словарь > вдеть

  • 86 глядеть

    -яду, -ядишь, επιρ. μτχ. глядя κ. λκ. ποίηση•

    глядючи, ρ.δ.

    1. βλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ, ορω, θεωρώ, θωρώ•

    глядеть не глядеться δε χορταίνω να κοιτάζω•

    пристально глядеть καρφώνω τα μάτια.

    2. προσέχω, επιβλέπω,παρακολουθώ, επιτηρώ•

    глядеть за детьми επιβλέπω τα παιδιά.

    (απλ.) κοιτάζω (προσπαθώ) να διακρίνω στο πλήθος.
    3. έχω θέα προς, βλέπω, κοιτάζω•

    окна -ят на двор τα παράθυρα είναι (βλέπουν)προς την αυλή.

    4. φαίνομαι•

    из-за туч -ла луна μέσα από τα σύννεφα πρόβαλε το φεγγάρι.

    5. δείχνω, φαντάζω, έχω θωριά.
    6. (προστκ.) -и(те) πρόσεχε, -έχετε (για κίνδυνο ή απειλή)•

    -щ не усни! κοίτα, μην αποκοιμηθείς!

    εκφρ.
    глядеть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•
    глядеть в гроб ή в могилу – είμαι εν όψει του μοιραίου, του τέλους, πεθαίνω οσονούπω, είμαι του θανατά•
    глядеть вон – κοιτάζω για φευγιό, για να το σκάσω•
    коса на кого – στραβοκοιτάζω κάποιον (δείχνω δυσαρέσκεια)•
    глядеть смерти (опасности, гибелиκ.τ.τ.) αντικρύζω το θάνατο, βλέπω το χάρο με τα μάτια•
    - я по кому-чему – ανάλογα (κατά) τον, το κ.τ.τ. -я по обстоятельствам ανάλογα με (κατά) τις περιστάσεις•
    по погоде -я – ανάλογα με (κατά) τον καιρό•
    на ночь -я – αργά το βράδυ, περασμένη η ώρα•
    того и -и – αυτό και να περιμένεις•
    не -ел бы на свет(божий) – δε σήκωνε κεφάλι από τη στενοχώρια•
    -я на... – κατά το παράδειγμα του...• подписать не -я υπογράφω με κλειστά τα μάτια (χωρίς να ελέγξω).
    κοιτάζομαι•

    глядеть на зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη•

    месяц -ится в речку το φεγγάρι φαίνεται στο ποταμάκι.

    Большой русско-греческий словарь > глядеть

  • 87 душа

    -и, αιτ. душу, πλθ. души θ.
    1. ψυχή•

    в глубине -и στα μύχια της ψυχής•

    -ой и телом ψυχή τε και σώματι•

    от всей -и μ' όλη μου την καρδιά, ολόψυχα•

    благородство -и ευγενικότητα της ψυχής•

    любить всей -ой αγαπώ ολόψυχα•

    -и усопших οι ψυχές των πεθαμένων•

    человек доброй -и άνθρωπος καλόψυχος.

    2. άνθρωπος, κάτοικος, άτομο•

    на улице ни -и στο δρόμο δεν είναι ούτε ψυχή•

    ни одна душа ничего не знает κανένας απόλυτα δεν ξέρει•

    сколько с -и? πόσο κατ'άτομο;•

    на -у населения ατο άτομο, κατ' άτομο.

    3. δουλοπάροικος•

    он был обладателем двести душ αυτός ήταν κάτοχος διακοσίων δουλοπάροικων.

    4. το βασικό, το κύριο, η ουσία. || καθοδηγητής, εμψυχωτής.
    εκφρ.
    бумажная душа – γραφειοκράτης, γραφιάς•
    заячья душа – δειλός)κιοτής (σαν το λαγό)•
    чернильная душа – καλαμαράς, γραφειοκράτης•
    без -иπαλ. α) άψυχος (από ζωηρό αίσθημα ή φόβο), β) χωρίς ενθουσιασμό, ψόφιος•
    в - – α) μέσα, εσωτερικά, β) έμφυτα, απο, τη φύση•
    по - – του γούστου, της αρέσκειας•
    по -ам ή по - – φιλικά, ειλικρινά (жить) душа в -у ζω αρμονικά•
    душа нараспашку – ανοιχτόκαρδα•
    душа не лежит. – αισθάνομαι, αντιπάθεια•
    душа не на месте – σπάραζε η καρδιά•
    душа не принимает – αντιπαθώ, δε χωνεύω•
    душа ушла (уходит) в пятку – μου πήγε (πηγαίνει) η ψυχή στην κούλουρη (καταφοβήθηκα)•
    вдохнуть -у – εμψυχώνω, αναζωογονώ, τονώνω, ενθαρρύνω•
    излить -у – ανοίγω την καρδιά (εκμυστηρεύομαι όλα)•
    вложить -у – επιδίδομαι ολόψυχα•
    отвести -у – ξαλαφρώνω, ξεσκάζω• ικανοποιώ μεγάλη μου επιθυμία•
    отдать Богу -у – παραδίδω το πνεύμα (πεθαίνω)•
    душа моя – ψυχή μου (συμπάθεια μου)•
    отпустить -у на покаяние – αφήνω ήσυχο•
    положить -у за кого-чего – θυσιάζω τη ζωή μου για κάποιον, για κάτι•
    положить -у на что – βάζω όλα τα δυνατά μου σε κάτι•
    не чаять -и – υπεραγαπώ, λατρεύω•
    кривить -ой – γίνομαι ανειλικρινής• υποκρίνομαι•
    ни -ой ни телом – καθόλου•
    это мне по - – αυτό πολύ μου αρέσει,• влезть ή залезть в -у кому αποκτώ την εμπιστοσύνη κάποιου•
    заглянуть в -у кому – ψυχολογώ καλά κάποιον•
    мне не по - – δε μου αρέσει, δεν είναι της καρδιάς μου•
    хватать за -у – ταράσσω, συγκινώ την ψυχή•
    взять ή принятьκ.τ.τ. что на -у ή на свой -у αναλαβαίνω την ευθύνη για κάποιον•
    стоить ή торчать над чьей -ой – κάθομαι πάνω στο κεφάλι. (γίνομαι ενοχλητικός)•
    петь -ой, – τραγουδώ συναισθηματικά•
    в чем душа (только) держится – άψυχος, ψόφιος, μόνο που δεν του βγήκε ακόμα η ψυχή•
    за милую -у – μ' όλες τις ανέσεις•
    за -ой (у кого) есть ή имеется – έχει κάτι (να περάσει, να ζήσει)•
    за -ой (у кого) нет чего – δεν έχει τίποτε (να περάσει, να ζήσει)•
    за -у берёт что-н. – ανησυχώ, φοβούμαι•
    на - кошки сгребут – έχει σαράκι στην καρδιά• ή τον τρώει το σαράκι•
    сколько -е угодно – όσο θέλει η ψυχή σου.

    Большой русско-греческий словарь > душа

  • 88 жизнь

    θ.
    1. ζωή (κίνηση της ύλης)•

    возниковение -и на земле η εμφάνιση της ζωής στη Γή.

    2. διάρκεια ζωής από τη γέννεση μέχρι το θάνατο ή μέχρι ενός ορίου•

    остаток -и ο υπόλοιπος χρόνος της ζωής,

    3. ο τρόπος της ζωής•

    общественная жизнь κοινωνική ζωή•

    хозяйственная жизнь страны οικονομική ζωή της χώρας•

    образ -и ο τρόπος της ζωής•

    праздная жизнь τεμπέλικη ζωή.

    || βίος, ζωή•

    семеиная жизнь οικογενειακή ζωή•

    духовная жизнь πνευματική ζωή•

    сидячая жизнь καθιστική ζωή•

    борба за жизнь αγώνας για επιβίωση•

    вопрос -и и смерти ζήτημα ζωής ή θανάτου•

    зажиточная жизнь ευπορία, καλοπέραση•

    средства к -и τα μέσα για τη ζωή, τα προς του ζειν•

    зарабатывать на жизнь κερδίζω (βγάζω)τα του ζειν•

    лишить себя -и δίνω τη ζωή μου,αυτοκτονώ•

    жизнь бьет ключом η ζωή βράζει ή σφύζει•

    никогда в -и ποτέ στη ζωή•

    покушение на жизнь απόπειρα φόνου•

    обычная жизнь συνηθισμένη ζωή•

    жизнь великих людей η ζωή των μεγάλων ανδρών.

    εκφρ.
    дать жизнь кому – γεννώ, φέρω στο φως, στον κόσμο•
    прожигать жизнь – βλάπτω, καταστρέφω την υγεία με ακολασίες•
    подруга -и – το έτερον ή• μισυ (σύζυγος)•
    право -и и смерти – δικαίωμα ζωής και θανάτου•
    условия -и – συνθήκες ζωής•
    меаду -ью и смертью – μεταξύ ζωής και θανάτου, στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου•
    - и не рад – δυσαρεστημένος από τη ζωή•
    ни в -; в - (ή в -и) не... – ποτέ στη ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > жизнь

  • 89 забежать

    -бегу, -бежишь, -бегут
    ρ.σ.
    1. μπαίνω μέσα τρέχοντας•

    волк в деревню -ал ο λύκος μπήκε στο χωριό.

    || μπαίνω για λίγο, επισκέπτομαι στα γρήγορα, στα πεταχτά•

    он никогда к нам не -ал δεν πέρασε ούτε και για λίγο ποτέ από το σπίτι μας•

    забежать в магазин πετιέμαι στο μαγαζί.

    2. απομακρύνομαι, ξεμακραίνω, αλαργεύω.
    3. προηγούμαι, προπορεύομαι, προτρέχω, προβοδίζω.
    εκφρ.
    забежать вперед – προτρέχω, προπορεύομαι• ξεπερνώ, υπερβάλλω.

    Большой русско-греческий словарь > забежать

  • 90 загнать

    -гоню, -гонишь, παρλθ. χρ. загнал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загнанный, βρ: -нан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βάζω μέσα, μπάζω•

    загнать скот в двор μπάζω τα ζώα στην αυλή•загнать (футбольный) мяч в ворота противника βάζω γκολ στο τέρμα του αντίπαλου.

    2. διώχνω, κυνηγώ•

    собака -ла кошку на крышу το σκυλί κυνήγησε τη. γάτα στη στέγη.

    3. καταπονώ, κατακουράζω με το πολύ τρέξιμο•

    загнать лошадь κάνω το άλογο να λαχανιάσει.

    4. μπήγω• χώνω•

    он -ал нож в спину αυτός έμπηξε το μαχαίρι στη ράχη•

    загнать сваи μπήγω πασσάλους.

    5. (απλ.) πουλώ•

    он -ал пальто на базаре αυτός πούλησε το πανωφόρι στο παζάρι•

    загнать копейку (ή деньги) βγάζω, κερδίζω τη δεκάρα, τα χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > загнать

  • 91 застрять

    -яну, -янишь, προστκ. -янь
    ρ.σ.
    1. βουλιάζω, βυθίζομαι, χώνομαι μέσα, κολλώ•

    колесо -ло в грязи ο τροχός βούλιαξε στη λάσπη•

    пуля -ла в кость η σφαίρα σφηνώθηκε στο κόκκαλο•

    пища -ла в горло η τροφή σκάλωσε στο λαιμό.

    2. μτφ. καθυστερώ•

    где ты -ал? που καθυστερήθηκες;

    εκφρ.
    слово -ло в горле – η λέξη έμεινε απρόφερτη, κόμπιασα.

    Большой русско-греческий словарь > застрять

  • 92 играть

    ρ.δ., μτχ. ενεστ. играющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. игранный, βρ: -ран, -а, -о,
    επιρ. μτχ. -ая κ. -аючи.
    1. παίζω (για διασκέδαση)•

    играть в куклы παίζω τις κούκλες•

    играть в мяч παίζω το τόπι ή τη μπάλα•

    играть в жмурки παίζω την τυφλόμυγα.

    || (για διάφορα παιγνίδια)•

    играть в шахматы παίζω σκάκι•

    играть в футбол παίζω ποδόσφαιρο•

    играть в бильирде παίζω μπιλιάρδο.

    2. μαίνομαι, μανιάζω, λυσσομανώ•

    буря -ет μαίνεται η θύελλα.

    3. αφρίζω, βράζω•

    вино -ет το κρασί αφρίζει.

    4. λάμπω, λαμπυρίζω•

    солнце -ет на поверхности воды ο ήλιος λάμπει στην επιφάνεια του νερού•

    -ют звзды λαμπυρίζουν τ αστέρια•

    бриллиант -ет το διαμάντι λαμπυρίζει•

    румянец -ет у не на щеках τα μαγουλά της ροδοκοκκίνίζουν.

    || κινούμαι, πάλλομαι•

    моршины -ют οι ρυτίδες παίζουν.

    || προσποιούμαι, κάνω•

    играть в великодушие κάνω τον μεγαλόψυχο.

    5. εκτελώ•

    на скрипке παίζω βιολί•

    -ет музыка παίζει η μουσική.

    || μτφ. επιδρώ•

    играть на нервах επιδρώ στα νεύρα.

    || (διάφορες σημασίες)•

    играть в деньги παίζω με χρήματα•

    играть с огнм (κυρλξ. κ. μτφ.) παίζω με τη φωτιά•

    играть своей жизнью παίζω με τη ζωή (διακινδυνεύω τη ζωή)•

    в груди у него -ло радостное чувство μέσα του ήταν όλο χαρά•

    в этом случае он -ал не особенно почтнную роль σ αυτήν την περίπτωση αυτός δεν έπαιξε καθόλου τίμιο ρόλο•

    улыбка -ет на е лице το χαμόγελο σιγοπαίζει στο πρόσωπο.

    εκφρ.
    играть большую роль – παίζω μεγάλο ρόλο (επιδρώ πολύ)•
    играть срадьбуπαλ. κάνω γάμο•
    играть первую скрипку – παίζω πρώτο βιολί (πρωτεύοντα! ρόλο)•
    играть вторую скрипку – παίζω δεύτερο βιολί (δευτερεύοντα ρόλο)•
    глазами – γλυκοβλέπω, γλυκοκοιτάζω, κάνω γλυκά μάτια• φλερτάρω•
    играть словами – α) παίζω με τις λέξεις (αποκρύπτω την ουσία του ζητήματος), β) καλαμπουρίζω. играть на бирже παίζω στο χρηματιστήριο•
    играть на руку кому – παίζω το παιγνίδι κάποιου (βοηθώ, συντελώ)•
    судьба -ет людмиπαλ. η τύχη παίζει με τους ανθρώπους.
    1. παίζω.
    2. επιθυμώ• έχω διάθεση.

    Большой русско-греческий словарь > играть

  • 93 как

    επίρ., μόριο κ. σύνδ.
    I.
    επίρ.
    1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•

    как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•

    как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•

    как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.

    2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•

    как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•

    как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.

    3. πόσο, τι, πάρα πολύ•

    как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•

    как он глуп! τι ανόητος!•

    ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•

    как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•

    он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•

    отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.

    4. όταν, πότε.
    5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.
    II.
    μόριο
    1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!
    2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.
    III.
    (σύνδεσμος υποτακτικός).
    1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.
    2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•

    сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    как прежде όπως πριν.

    || - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.
    3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•

    в то время как στο μεταξύ•

    как только ευθύς μόλις;•

    перед тем как λίγο πριν να•

    задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•

    всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•

    с тех поркак αφότου, από τότε που

    4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.
    5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•

    а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.

    || (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•

    с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.

    || πως ότι•

    они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.

    εκφρ.
    как бы не – πως να μην•
    как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•
    как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•
    как естьαπλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•
    смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•
    как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•
    смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•
    как можно – όσο το δυνατό•
    как бы не так! – πως όχι!•
    как нельзя – όσο δεν παίρνει•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•
    как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•
    как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•
    как скороπαλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•
    как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•
    как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•
    как известно – όπως είναι γνωστό•
    как же так? – πως λοιπόν;•
    как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•
    едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•
    так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•
    как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > как

  • 94 перелететь

    -лечу, -летишь
    ρ.σ.
    1. πετώ πάνω από υπερίπταμαι• διίπταμαι•

    перелететь через аллы πετώ πάνω από τις Αλπεις•

    перелететь море περνώ τη θάλασσα πετώντας.

    || υπερπηδώ, πηδώ μέσα πάνω από το φράχτη•

    петух -л частокол ο κόκορας πέταξε πάνω. από το φράχτη.

    2. πηγαίνω αεροπορικώς•

    перелететь из Москвы в Ленинград πετώ από τη Μόσχα στο Λένινγκραντ.

    || αποδημώ•

    птицы -ли с севера на юг τα πουλιά αποδήμησαν από το βοριά στο νότο.

    3. εκτοξεύομαι πέρα από•

    снаряд -л η οβίδα έπεσε πέρα από το στόχο.

    Большой русско-греческий словарь > перелететь

  • 95 порог

    α.
    1. το κατώφλι τις πόρτας (το δοκάρι).
    2. ξέρα ποταμού.
    3. μτφ. τα πρόθυρα (εγγύτατο σημείο)• κατώτατο όριο•

    порог слышимости το κατώτατο όριο ακουστικότητας.

    εκφρ.
    за порог – από μέσα από το σπίτι (από το κατώφλι)•
    за -ом – έξω από το σπίτι•
    на порог не пускать кого – ούτε στο κατώφλι δεν επιτρέπω σε κάποιον να πατήσει•
    у -а – α) στο κατώφλι, β) στα πρόθυρα, εγγύτατα• οσονούπω.

    Большой русско-греческий словарь > порог

  • 96 себя

    себе, собою κ. собой, о себе (αυτοπαθής αντων. για τα τρία γένη)• εαυτός•

    каждый отвечает за себя ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του•

    каждый работает для себя ο καθένας εργάζεται για τον εαυτό του•

    никто не хочет обесчестить себя κανένας δε θέλει να ατιμάσει τον εαυτό του•

    он думает только о себе αυτός σκέφτεται μόνο για τον εαυτό του•

    я не доволен собою δεν είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτό μου•

    судить других по себе κρίνω τους άλλους από τον εαυτό μου•

    ты вредишь себе κακό του εαυτού σου κάνεις•

    он вне себя от радости είναι εκτός εαυτού από τη χαρά.

    || (δικό) μου, σου, του κ.τ.τ. он порезал себе палец αυτός έκοψε το δάχτυλο του•

    брать (взять) кого с собой παίρνω κάποιον μαζί μου•

    за себя πίσω μου.

    || κάποτε η μετάφραση του στην ελληνική είναι περίσσια•

    она обратила на себя взоры публики αυτή τράβηξε την προσοχή ή επέσυρε τα βλέμματα του πλήθους•

    берите это на себя επιφορτιστείτε αυτή την υπόθεση•

    присвоить -е чужое имение ιδιοποιούμαι ξένο κτήμα•

    мне что-то не по себе κάπως δεν αισθάνομαι καλά.

    εκφρ.
    к себе – σπίτι μου•
    себя я пригласил его к себе – τον προσκάλεσα σπίτι μου•
    от себя – από μένα, από μέρος μου, εξ ονόματος μου•
    по себе – α) κατ εμέ• κατά τις δυνάμεις μου, κατά τις απαιτήσεις μου•
    найти работу по себе – βρίσκω δουλειά της αρεσκείας μου. β) πίσω μου•
    оставить по себе добрую память – αφήνω πίσω μου καλή ανάμνηση•
    α) άφωνα• μέσα μου• με σιγανή φωνή.
    β) брать, взять, принять на себя – παίρνω επάνω μου, υπ ευθύνη μου, υπεύθυνα•
    не в себе – εκτός εαυτού•
    не по себе – α) αδιαθετώ, β) βλ. неудобно•
    быть самим собой – όπως μου (του κλπ.) αρέσει, πρέπει στον ίδιο•
    собой – ή (απλ.) из себя κατά την εμφάνιση•
    себе на уме кто – είναι κρυφός, πονηρός•
    сам по себе – αυτός καθ εαυτόν•
    у себя – στο σπίτι μου, στο γραφείο μου κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > себя

  • 97 середина

    θ.
    η μέση, το μέσον• το κέντρο• η καρδιά•

    в -е пути στη μέση του δρόμου ή στα μισά του δρόμου•

    бросить дело на -е παρατώ την υπόθεση στα μισά•

    середина круга το κέντρο του κύκλου•

    в -е зимы στην καρδιά του χειμώνα•

    в -е века στα μέσα του αιώνα.

    || ενδιάμεση θέση, κέντρο, ουδετερότητα•

    держаться -ы κρατώ μεσαβέζικη θέση (στάση)•

    в самой -е καταμεσής•

    в самой -е дня το καταμεσήμερο•

    в -е στη μέση, στο μέσο, στο κέντρο.

    εκφρ.
    середина на половинуβλ. ίδια έκφραση στη λ. серединка.

    Большой русско-греческий словарь > середина

  • 98 совать

    сую, сушь, προστκ. суй ρ.δ.μ.
    1. χώνα, βάζω μέσα•

    совать руки в карманы βάζω τα χέρια στις τσέπες•

    совать вещи в чемодан βάζω τα πράγματα στη βαλίτσα.

    2. δίνω (προσφέρω) κρυφά•

    совать взятку δίνω κρυφά δωροδόκημα.

    3. ωθώ, σπρώχνω.
    4. χτυπώ κρυφά•

    совать в бок кулаком δίνω κρυφά γροθιά στο πλευρό.

    εκφρ.
    совать голову в петлю – βάζω το κεφάλι στο ντροβά (ριψοκινδυνεύω)•
    совать под нос кому – χώνω στη μύτη κάποιου (προσφέρω αγροίκως).
    1. χώνομαι•

    он -лся в кусты αυτός χώθηκε (κρύφτηκε) στους θάμνους.

    2. μτφ. αναμειγνύομαι•

    он во всё сутся αυτός παντού χώνεται.

    || ενοχλώ, γίνομαι κουνούπι, τσιμπούρι.
    3. πηγαινοέρχομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε, δώθε-κείθε.

    Большой русско-греческий словарь > совать

  • 99 тарарахнуть

    ρ.σ.
    1. βροντώ•

    -ул гром μπουμπούνισε•

    -ла пушка βρόντησε το κανόνι.

    2. μ. χτυπώ δυνατά• πυροβολώ.
    χτυπώ δυνατά•

    тарарахнуть о дерево χτυπώ δυνατά στο δέντρο.

    || πέφτω μέσα•

    тарарахнуть в яму πέφτω στο λάκκο.

    Большой русско-греческий словарь > тарарахнуть

  • 100 толкать

    ρ.δ.μ.
    1. σπρώχνω, ωθώ. толкать локтем соседа σπρώχνω με τον αγκώνα τον διπλανό μου•

    толкать тачку σπρώχνω το καροτσάκι•

    что ты меня -аешь? τι με σπρώχνεις;

    2. μτφ. παρακινώ, παροτρύνω• παρορμώ•

    толкать на преступление σπρώχνω στο έγκλημα.

    3. μτφ. προωθώ• толкать какое-н. дело προωθώ μια υπόθεση.
    4. (αθλτ.) ανωθώ. || (αθλτ.) ρίχνω (τη σφαίρα).
    εκφρ.
    толкать в пропасть – σπρώχνω στο γκρεμό (στην καταστροφή),
    1. βλ. ενεργ. φ. (1 σημ.)• ты не -аешься μη σπρώχνεις. || αλληλοσπρώχνο-μαι.
    2. στριμώχνομαι, συνωθούμαι• συνωστίζομαι. || φέρομαι, πηγαίνω εδώ και κει (συνήθως άσκοπα).
    3. συγκρούομαι, χτυπώ, —-ιέμαι. || σπρώχνω για να μπω μέσα,
    4. απωθούμαι.
    5. σπρώχνομαι, ωθούμαι, σκουντιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > толкать

См. также в других словарях:

  • μέσα — Οικισμός (20 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Παρασκευής του νομού Λέσβου. * * * (I) μέσα και μεσά, τὸ (Μ) το τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mensa «τραπέζι»]. (II) η (γεωμορφ.) όρος που περιγράφει κάθε χερσαία τράπεζα με επίπεδη …   Dictionary of Greek

  • μέσα — (μέσ από, μες στο), επίρρ. τοπ. 1. όχι έξω, στο εσωτερικό, εντός: Έκρυψε τα κοσμήματα μέσα στο συρτάρι. 2. φρ., «Τον βάλανε μέσα», τον βάλανε στη φυλακή ή τον ζημίωσαν αρκετά· «Είμαι στα μέσα και στα έξω», βρίσκομαι παντού, έχω προσβάσεις και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μέσα Λασιθάκι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 34 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στο οροπέδιο του Λασιθίου, ΝΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οροπεδίου Λασιθίου …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Λασίθι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 164 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στο οροπέδιο του Λασιθίου, 40 χλμ. ΝΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οροπεδίου Λασιθίου …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Ποτάμοι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 40 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, στο οροπέδιο του Λασιθίου, 32 χλμ. ΒΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Απίδι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 51 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Β του όρμου Μακρυγιαλός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Βουκολιές — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 42 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 29 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βουκολίων …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Βουνί — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 72 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού, ΝΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορθίου του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Δίδυμα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 189 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού, στα Μαστιχοχώρια, 15 χλμ. ΝΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Κατοικίες — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 102 κάτ.) της Σαντορίνης. Βρίσκεται στο κέντρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Μουλιανά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 279 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 51 χλμ. ΝΑ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»