Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

в+то+время+как...

  • 1 как

    как 1. (вопрос) πώς* как вы поживаете? πώς τα περνάτε; \как ваше имя?, \как вас зовут? πώς σας λένε; \как называется эта улица? πώς ονομάζεται αυτός ο δρόμος; \как пройти в (на)...? πώς, νά περάσω...; \как мне быть? τι να κάνω; 2. со юз όπως, σαν \как хотите όπως θέλετε \как в прошлый раз όπως την περασμένη φορά ◇ в то время \как ενώ, καθώς, εκεί που \как только μόλις с тех пор \как από τότε που \как бы то ни было όπως και να'ναι \как знать ποιος ξέρει \как будто σάμπως, σάματι(ς) \как раз ακριβώς, ίσα ίσα \как раз вовремя ακριβώς στην ώρα \как жаль! τι κρίμα! \как когда εξαρτάται,\как извест яо... όπως είναι γνωστό...
    * * *
    1.
    ( вопрос) πώς

    как вы пожива́ете? — πώς τα περνάτε

    как ва́ше и́мя?, как вас зову́т? — πώς σας λένε

    как называ́ется э́та у́лица? — πώς ονομάζεται αυτός.ο δρόμος

    как пройти́ в (на)...? — πώς νά περάσω...

    2. союз
    όπως, σαν

    как хоти́те — όπως θέλετε

    как в про́шлый раз — όπως την περασμένη φορά

    ••

    в то вре́мя как — ενώ, καθώς, εκεί που

    как то́лько — μόλις

    как бы то ни́ было — όπως και να' ναι

    как бу́дто — σάμπως, σάματι(ς)

    как раз — ακριβώς, ίσα ίσα

    как раз во́время — ακριβώς στην ώρα

    как когда́ — εξαρτάται

    как изве́стно... — όπως είναι γνωστό

    Русско-греческий словарь > как

  • 2 время

    время с 1) ο καιρός, η ώρα; ο χρόνος (тж. гром.) завтра в это \время αύριο τέτοια ώρα сколько \времяени? τι ώρα είναι; хорошо провести \время περνώ ευχάριστα τον καιρό 2) (период) η εποχή; времена года οι εποχές του χρόνου ◇ на \время για ορισμένο διάστημα, προσωρινά' в то \время как τον καιρό που; ενώ \время от \времяени πότε πότε со \времяенем με τον καιρό тем \времяенем στο μεταξύ
    * * *
    с
    1) ο καιρός, η ώρα; ο χρόνος (тж. грам.)

    за́втра в э́то вре́мя — αύριο τέτοια ώρα

    ско́лько вре́мени? — τι ώρα είναι

    хорошо́ провести́ вре́мя — περνώ ευχάριστα τον καιρό

    2) ( период) η εποχή

    времена́ го́да — οι εποχές του χρόνου

    ••

    на вре́мя — για ορισμένο διάστημα, προσωρινά

    в то вре́мя как — τον καιρό που; ενώ

    вре́мя от вре́мени — πότε πότε

    со вре́менем — με τον καιρό

    тем вре́менем — στο μεταξύ

    Русско-греческий словарь > время

  • 3 время

    врем||я
    с
    1. ὁ χρόνος, ὁ καιρός:
    с течением \времяени μέ τόν καιρό, σύν τῶ χρόνω· в любое \время ὁποτεδήποτε, ὁποιαδήποτε ῶρα (или στιγμή)· некоторое \время тому́ назад πρίν ἀπό λίγο, πρίν λίγο καιρό· У меня нет \времяени зайти́ к вам δέν εὐ-καιρῶ νά σᾶς ἐπισκεφθώ·
    2. (час, срок) ἡ ῶρα:
    сколько (сеи́час) \времяени? τί ῶρα εἶναι·,· отложить на неопределенное \время ἀναβάλλω ἐπ· ἀόριστον в короткое \время σέ σύντομο διάστημα, σέ σύντομο χρονικό διάστημα·
    3. (пора, период) ἡ ὠρα, ἡ ἐποχή, ὁ καιρός:
    рабочее \время ἡ ὠρα τῆς δουλειάς· \время посева ἡ ἐποχή τῆς σπορᾶς· в иочно́е \время τίς νυχτερινές ὠρες· в летнее \время τό καλοκαίρι, τό θέρος· \время года ἡ ἐποχή τοῦ Ετους·
    4. (эпоха) ὁ χρόνος, ὁ καιρός, ἡ ἐποχή:
    во все \времяена σ· ὀλους τους καιρούς, σ' ὀλες τίς ἐποχές, σ'όλα τά χρόνια· в прежнее \время ἄλλοτε, παλιότερα· не отставать от \времяени δέν μένω πίσω ἀπό τήν ἐποχή·
    5. грам. ὁ χρόνος:
    настоящее \время ὁ ἐνεστώς· бу́ду-щее \время ὁ μέλλων прошедшее \время ὁ παρελθών (χρόνος)· ◊ \время не ждет ὁ καιρός ἐπείγει (или βιάζει)· в то \время как... τόν καιρό πού..., τή στιγμή πού..., καθ· δν χρόνον...· от \времяени до \времяени ἀπό καιρό σέ καιρό, κατά καιρούς· тем \времяенем ἐν τῶ μεταξύ, ὡς τόσο· в течение этого \времяени σ· αὐτό τό διάστημα· в последнее \времяτόν τελευταίο καιρό· со \времяенем μέ τόν καιρόν, σύν τῶ χρόνω· \время покажет ὁ καιρός θά (τό) δείξει· как ты провела \время? πῶς πέρασες;, τί ἔκανες;· приятно провести́ \время περνώ (τόν καιρό μου) εὐχάριστα· продлить \время спорт. παρατείνω τήν ὠρα, δίνω παράταση· показать рекордное \время спорт. ἐπιτυγχάνω χρόνο ρεκόρ.

    Русско-новогреческий словарь > время

  • 4 как

    επίρ., μόριο κ. σύνδ.
    I.
    επίρ.
    1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•

    как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•

    как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•

    как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.

    2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•

    как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•

    как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.

    3. πόσο, τι, πάρα πολύ•

    как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•

    как он глуп! τι ανόητος!•

    ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•

    как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•

    он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•

    отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.

    4. όταν, πότε.
    5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.
    II.
    μόριο
    1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!
    2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.
    III.
    (σύνδεσμος υποτακτικός).
    1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.
    2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•

    сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    как прежде όπως πριν.

    || - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.
    3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•

    в то время как στο μεταξύ•

    как только ευθύς μόλις;•

    перед тем как λίγο πριν να•

    задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•

    всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•

    с тех поркак αφότου, από τότε που

    4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.
    5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•

    а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.

    || (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•

    с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.

    || πως ότι•

    они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.

    εκφρ.
    как бы не – πως να μην•
    как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•
    как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•
    как естьαπλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•
    смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•
    как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•
    смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•
    как можно – όσο το δυνατό•
    как бы не так! – πως όχι!•
    как нельзя – όσο δεν παίρνει•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•
    как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•
    как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•
    как скороπαλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•
    как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•
    как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•
    как известно – όπως είναι γνωστό•
    как же так? – πως λοιπόν;•
    как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•
    едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•
    так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•
    как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > как

  • 5 время

    -мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.
    1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•

    московское время ώρα Μόσχας•

    время обеда ώρα φαγητού•

    сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•

    время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•

    в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•

    время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•

    долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•

    в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•

    потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•

    мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•

    не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•

    выиграть время κερδίζω χρόνο•

    провести время περνώ τον καιρό•

    время покажет ο χρόνος θα δείξει•

    время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•

    в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•

    новые -на νέοι καιροί•

    во время войны τον καιρό του πολέμου•

    на некоторое время για λίγο καιρό•

    свободное время ο ελεύθερος χρόνος.

    2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•

    ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•

    довдливое время βροχερός καιρός•

    зимнее время χειμώνας-καιρός.

    3. εποχή•

    с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•

    -на года οι εποχές του έτους.

    4. (φιλοσ.) ο χρόνος•

    пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.

    5. (γραμμ.) χρόνος•

    настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•

    будущее время μέλλοντας χρόνος•

    прошедшее время παρελθονταςχρόνος.

    εκφρ.
    во время оноπαλ. κάποτε•
    во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•
    в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•
    в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•
    в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•
    до -ни ή до поры до –ниπαλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•
    до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•
    ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•
    на время – προσωρινά•
    со -ем – με τον καιρό•
    все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•
    одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•
    раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•
    самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•
    тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•
    от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•
    в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•
    с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου.

    Большой русско-греческий словарь > время

  • 6 пока

    пока
    1. союз ἐνῶ, ἰσαμε (в то время как)Ι ῶς πού, ἕως ὀτου (до тех пор):
    \пока ты пишешь, я почитаю ὅσο νά γράψεις, ἐγώ θά διαβάσω· подожди́ здесь, \пока я не приду́ περίμενε ἐδῶ ῶς πού νά ἔρθω· сделай это, \пока не поздно κάνε τό ὀσο εἶναι ἀκόμα καιρός· куй железо \пока горячо́ посл. στή βράση κολλάει τό σίδερο·
    2. нареч γιά τήν ῶρα (некоторое время)! προσωρινά (временно)! προς τό παρόν, ἐπί τοῦ παρόντος (в данный момент)/ ῶς τώρα (до сих пор):
    \пока ничего́ не известно ἐπί τοῦ παρόντος τίποτε δέν εἶναι γνωστό· ◊ \пока что γιά τήν ῶρα· \пока все γιά τήν ὠρα αὐτά εἶναι· \пока! γιά τήν ῶρα χαίρετε!, ἀντίο!

    Русско-новогреческий словарь > пока

  • 7 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 8 бывать

    быва||ть
    несов
    1. (иметься, суще^. вовать) 'έχω, ὑπάρχω:
    \быватьет ли у тебя время? ἔχεις καιρό;;
    2. (случапгьщ συμβαίνω, τυχαίνω/ γίνομαι (прои^. дить):
    \быватьют странные случаи συμβαίνον περίεργα πράγματα, συμβαίνουν παράς^. περιπτώσεις; заседание \быватьет раз в меся» συνεδρίαση γίνεται μιά φορά τό μήνα; не \бывать этому! αὐτό δέν θά γίνει ποτέ!;
    3. (быть, находиться) είμαι, βρίσκομαι; она всегда в э́то время \быватьет дома τέτοια ὠρα εἶναι (или βρίσκεται) πάντοτε σπίτι;
    4. (посещать) πηγαίνω, συχνάζω:
    я часто \быватью в театре πηγαίνω συχνά στό θέατρο; по вечерам он \быватьет в клубе τά βράδυα συχνάζει στή λεσχη;
    5. (в знач. связки) είμαι:
    \быватьет жаль, что... εἶναι λυπηρό, πού...; ◊ как ни в чем не \быватьло σάν νά μήν είχε συμβεί τίποτε; его там и не \быватьло αὐτός οὔτε πέρασε ποτέ ἀπό ἐκεϊ.

    Русско-новогреческий словарь > бывать

  • 9 один

    одного α., одна, одной θ., одно, одного ουδ., πλθ. одни
    -их (αριθμ.ποσοτικό)•
    1. ο αριθμός 1. || ένας•

    один метр ένα μέτρο•

    одна книга ένα βιβλίο•

    комната в одно окно δωμάτιο μ ένα παράθυρο.

    || ως ουσ. ο ένας•

    с-меро одного не ждут οι εφτά δεν περιμένουν τον ένα•

    все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους•

    все до одного όλοι μέχρι τον ένα•

    одно ему не доставало ένα του έλειπε.

    2. ως επ. μόνος, μοναχός•

    я живу один в доме ζω μοναχός στο σπίτι.

    || μοναδικός•

    у него один только сын αυτός έχει ένα μοναδικό παιδί.

    3. ως επ. ίδιος, όμοιος•

    жить в -ом доме ζω στο ίδιο σπίτι•

    он со мной -их лет αυτός κι εγώ είμαστε συνομήλικοι•

    одно и то же время τον ίδιο καιρό ή ταυτόχρονα.

    || οριστ. αντων. (εγώ) ο ίδιος• μόνος μου•

    я один это сделал εγώ μόνος μου το έφτιασα.

    || ενιαίος, σαν ένας.
    4. ως αντων. με την πρόθεση «из»; ένας απο... один из всех ένας απ όλους•

    один из нас ένας από μας.

    || με την αντων. другой; переходить с одного места на другое περνώ από τη μια θέση στην άλλη. || ως ουσ. ο μεν, ο ένας•

    один говорить так, другой не так ο μεν λέγει έτσι ο δε αλλιώς ο ένας λέει έτσι, ο άλλος αλλιώτικα.

    5. άλλος, διαφορετικός•

    одно дело поэзия один другое дело проза άλλο είναι η ποίηση κι άλλο είναι ό πεζός λόγος•

    говорит одно, а думает другое άλλο λέει κι άλλο σκέφτεται.

    6. αόρ. αντων. κάποιος, ένας•

    один день μια μέρα•

    одно время έναν καιρό (κάποτε).

    εκφρ.
    один за другим – ο ένας κοντά (πίσω) από τον άλλον•
    один к одному – ένας τον άλλον παρόμοιος•
    - о к одному – το ένα διαδέχεται το άλλο•
    один на один – α) ένας με έναν, τετ α τετ• κατά μόνας, κατ ιδίαν, β) ένας προς έναν•
    все как один – όλοι σαν ένας άνθρωπος (σύσσωμα)•
    одну минуту, секунду – ένα λεπτό, δευτερόλεπτο (περίμενε)•
    ставить на одну доску с кем – παραλληλίζω ή παρομοιάζω με κάποιον•
    стать на одну доску с кем – εξομοιάζομαι με.

    Большой русско-греческий словарь > один

  • 10 всякий

    всяк||ий
    мест.
    1. (каждый, любой) καθένας, ὁποιοσδήποτε, πᾶς Εκαστος:
    во \всякийое время σ'όποιαδήποτε ὠρα· \всякий раз, как... κάθε φορά πού..., ὁσάκις...· \всякийими путями παντοιοτρόπως, μ'ὅλα τά μέσα· на \всякий случай γιά κάθε ἐνδεχόμενο, γιά καλό καί γιά κακό· во\всякийом случае ἐν πάση περιπτώσει·
    2. (разный) κάθε είδους, διάφορος, λογής-λογής:
    \всякийого рода κάθε λογῆς· ◊ без \всякийой жалости χωρίς κανένα οίκτο.

    Русско-новогреческий словарь > всякий

  • 11 от

    от
    предлог с род. п.
    1. ἀπό:
    от Москвы до Афин ἀπό τήν Μόσχα ὡς τήν 'Αθήνα· я пришел от своей сестры ἡρθα ἀπό τήν ἀδελφή μου· от трех часов до пяти́ ἀπό τίς τρεϊς (ή ὠρα) ὡς τίς πέντε· письмо от 30-го августа ἐπιστολή ἀπό 30 Αυγούστου· страдать от жары ὑποφέρω ἀπό τήν ζέστη· петь от ра́дости τραγουδώ ἀπό τήν χαρά μου· заболеть от переутомления ἀρρωσταίνω ἀπό τήν ὑπερκόπωση· не уметь отличить черного от белого δέν μπορώ νά ξεχωρίσω τό μαύρο ἀπό τό ἄσπρο· т первого до последнего дия ἀπό τήν πρώτη ὡς τήν τελευταία μέρα· от мала до велика μικροί (καί) μεγάλοι·
    2. (при обозначении средства претив чего-л.) κατά, γιά:
    средство от зубной боли γιατρικό κατά τοῦ πονόδοντου, γιατρικό γιά τόν πονόδοντο·
    3. (при обозначении чего-л. как принадлежности, части и т. п, \от переводится род. п.):
    ру́чка от двери τό χεροῦλι τής πόρτας· ключ от замка τό κλειδί τής κλειδαριάς· ◊ день ото дия μέρα σέ μέρα· время от времени ἀπό καιρού είς καιρόν от чьего́-л. имени ἐξ ὁνόματος κάποιου· от всего́ сердца μέ ὀλη μου τήν καρδιά· от всей души μ' ὀλη μου τήν ψυχή· написанный от руки χειρόγραφος, γραμμένος μέ τό χέρι.

    Русско-новогреческий словарь > от

  • 12 раньше

    раньше
    нареч
    1. πιό νωρίς, νωρίτερα:
    как можно \раньше ὅσο γίνεται πιό νωρίς·
    2. (до чего-л.) νωρίτερα/ πρωτήτερα:
    я не вернусь \раньше вечера δέν θά ἐπιστρέψω πρίν βραδυάσει· 3., (сначала, сперва) πρώτα:
    \раньше выслушай, а потом говори πρώτα ἀκουσε καί ἐπειτα λεγε· \раньше всего πρώτα ἀπ' ὅλα, πρώτιστα·
    4. (в прежнее время, прежде) ἄλλοτε, παληότερα:
    \раньше он жил здесь παληότερα αὐτός ζοῦσε ἐδώ· \раньше и теперь ἄλλοτε καί τώρα.

    Русско-новогреческий словарь > раньше

  • 13 терпеть

    терпеть
    несов
    1. (переносить, испытывать) ὑπομένω, ὑποφέρω/ νοιώθω (голод, жажду):
    \терпеть боль ὑποφέρω τόν πόνο· \терпеть жару́ (холод) ὑπομένω τή ζέστη (τό κρύο)· терпи казак \терпеть атаманом бу́дешь παρηγοριά στον ἄρρωστο ὡσπου νά βγει ἡ ψυχή του·
    2. (допускать, мириться) ἀνέχομαι:
    как можно э́то \терпеть? πώς τό ἀνέχεστε αὐτό; не \терпеть возражений δέν ἀνέχομαι ἀντιρρήσεις· он не терпит шу́-ток δέν σηκώνει ἀστεία·
    3. ὑφίσταμαι, παθαίνω (убытки, потери)! ἀποτυγχάνω (неудачу)) δοκιμάζω (нужду):
    \терпеть поражение νικιέμαι, ἡττώμαι· \терпеть крушение а) (о судне) ναυαγώ, б) ж.-д. παθαίνω σιδηροδρομικό δυστύχημα· ◊ время не терпит ὁ καιρός ἐπείγει· \терпеть не могу́ кого-л., чего́-л. δέν χωνεύω κάποιον, κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > терпеть

  • 14 ждать

    жду, ждешь, παρλθ. χρ. ждал, -ла, -ло, ρ.δ.
    1. μ. περιμένω, αναμένω, καρτερώ•

    -поезда περιμένω το τραίνο•, когда перестанет дождь περιμένω να σταματήσει η βροχή•

    жди меня περίμενε με•

    ждать письмо περιμένω γράμμα•

    ждать тебя не буду δε θα σε περιμένω•

    -удобного случая περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία•

    ждать его возвращения περιμένω αυτόν να επιστρέψει•

    он не заставил долго ждать αυτός γρήγορα ήρθε•

    ждать попутного ветра περιμένω ευνοϊκό άνεμο• ждать чего-н. как небесной манны; περιμένω σαν το μάννα•

    что ждет меня? τι με περιμένει;•

    ждет тебя гибель σε περιμένει ο χαμός.

    2. προσδοκώ, ελπίζω, θέλω•

    мы пощады не ждем δεν ελπίζομε σε οίκτο•

    он только того и ждал αυτός μόνο αυτό και περίμενε.

    εκφρ.
    время (ή дело) не ждет – ο καιρός ή η υπόθεση δεν περιμένει (μη βραδύνεις)•
    ждать не дождаться – ανυπομονώ, αδημονώ•
    того и жди – αυτό και να περιμένεις.

    Большой русско-греческий словарь > ждать

  • 15 же

    же 1
    κ. ж σύνδ. αντιθ.
    1. όμως, αλλά, μα, μα και•

    врач мне велел бросить курить, сам же две каробки в день закуривает ο γιατρός μου απαγόρευσε το κάπνισμα, όμως ο ίδιος καπνίζει δυο κουτιά τη μέρα•

    если же вы не хотите μα αν εσείς δε θέλετε•

    что же я сделал μα τι έκανα;

    2. δα•

    почему вы ему не верите, он же доктор γιατί δεν τον εμπιστεύεστε, αυτός δα είναι γιατρός.

    же 2
    ж μόριο
    1. (επιτακτικό) επιτέλους, τέλος πάντων, λοιπόν, κιόλας•

    когда же будете готовы? πότε τέλος πάντων ; θα ετοιμαστήτε;•

    говорите же μιλάτε λοιπόν•

    когда -? πότε λοιπόν;•

    я это знаю так же хорошо, как и вы το ξέρω τόσο καλά όσο και σείς.

    2. σημαίνει ταυτότητα, ίδιο (πράγμα)•επίσης, βέβαια•

    тот, этот же εκείνος ο ίδιος, αυτός ο ίδιος•

    эти же растения встречаются и на севере αυτά τα ίδια φυτά τα συναντούμαι και στο βοριά•

    здесь же εδώ σ’αυτό (το ίδιο) μέρος•

    сегодня же приедем и мы σήμερα επίσης θα έρθουμε κι εμείς•

    в то же время την ίδια ώρα (ή χρόνο), ταυτόχρονα•

    есть же такие мерзавцы на свете υπάρχουν, βέβαια, τέτοιοι παλιάνθρωποι, στον κόσμο•

    такой же πανομοιότα-τος.

    Большой русско-греческий словарь > же

  • 16 ухлопать

    ρ.σ.μ. (απλ.)
    1. σκοτώνω•

    их -ют как мух θα τους σκοτώσουν σαν τις μύγες.

    2. ξοδεύω, χαλνώ, σπαταλώ•

    ухлопать все деньги σπαταλώ όλα τα χρήματα•

    ухлопать время σπαταλώ το χρόνο.

    Большой русско-греческий словарь > ухлопать

См. также в других словарях:

  • в то время как… — Книжн. Неизм. 1. Тогда как, несмотря на то что (употребляется при противопоставлении действий, происходящих в одно время). В то время как на берегу моря бывает пасмурно и сыро, в городах ясно, сухо и тепло. (В. Арсеньев.) Действительно, в то… …   Учебный фразеологический словарь

  • в то время(,) как — союз Синтаксические конструкции, начинающиеся с союза «в то время как», выделяются знаками препинания (обычно запятыми). При этом первый знак препинания может ставиться либо перед составным союзом, либо между его частями (перед словом «как»). О… …   Словарь-справочник по пунктуации

  • в то время как — нареч, кол во синонимов: 17 • в течение того времени как (7) • в то же время (27) • …   Словарь синонимов

  • в то время как — • в то время как, между тем как, тогда как Стр. 0180 Стр. 0181 Стр. 0182 Стр. 0183 Стр. 0184 …   Новый объяснительный словарь синонимов русского языка

  • "Летнее время": как переводят часы на вокзалах и башнях Кремля — В ночь на воскресенье (30 марта) в 2 часа ночи стрелки часов на всей территории Российской Федерации переводятся на час вперед, т.е. Россия переходит на "летнее время". В соответствии с порядком исчисления времени, определенным… …   Энциклопедия ньюсмейкеров

  • В то время как (когда) — ВРЕМЯ, мени, мн. мена, мён, менам, ср. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • в то время как... — см. время; в зн. союза. 1) Тогда как..., несмотря на то что...; 2) Одновременно с чем л …   Словарь многих выражений

  • В То Время Как — союз 1. Употребляется при присоединении придаточной части сложноподчиненного предложения (при одновременности действия, зафиксированного в главной и придаточной частях), соответствуя по значению сл.: когда. 2. Употребляется при присоединении… …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • ВРЕМЯ — фундаментальное понятие человеческого мышления, отображающее изменчивость мира, процессуальный характер его существования, наличие в мире не только «вещей» (объектов, предметов), но и событий. В содержание общего понятия В. входят аспекты,… …   Философская энциклопедия

  • ВРЕМЯ —     ВРЕМЯ как проблема античной философской мысли оставалась в числе важнейших на протяжении всей ее истории, занимая ключевое место в системе космологических, физических и онтологических воззрений большинства философских школ, от досократиков до …   Античная философия

  • Как приручить дракона — How to Train Your Dragon …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»