Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

в+море

  • 61 взволновать

    -ную, -нуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взволнованный, βρ: -ван, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. αναταράσσω, προκαλώ, σηκώνω κύματα, τρικυμίζω.
    2. μτφ. ταράσσω ψυχικά, βάζω σε ανησυχία, φόβο, ανησυχώ, φοβίζω.
    1. αναταράσσομαι, είμαι τρικυμιώδης, φουρτουνιασμένος•

    море снова -лось η θάλασσα πάλι φουρτούνιασε.

    2. μτφ. ανησυχώ, ταράσσομαι, φοβούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > взволновать

  • 62 вид

    -а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.
    1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•

    жалкий вид άθλια μορφή•

    наружный вид εξωτερική εμφάνιση•

    гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•

    жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.

    || (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•

    больной вид ασθενική όψη•

    строгий вид αυστηρό ύφος•

    важный вид σοβαρό ύφος•

    радостный вид χαρούμενη όψη.

    || κατάσταση•

    в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•

    в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.

    2. προοπτική, άποψη, θέα•

    комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•

    вид на город η άποψη της πόλης.

    || τοπίο•

    альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.

    3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•

    в -у, на -у εν όψει•

    в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•

    на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•

    испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•

    у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•

    ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•

    при -е опасности εν όψει του κινδύνου•

    потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).

    4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•

    -ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•

    -ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.

    5. παλ. η ταυτότητα.
    εκφρ.
    вид на жительство – είδος ταυτότητας•
    в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•
    для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•
    на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•
    под -ом – με την πρόφαση•
    видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•
    иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•
    не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•
    быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•
    иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•
    ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•
    вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•
    в -у – λόγω, ένεκα•
    он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•
    в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.
    α.
    είδος• τύπος•

    разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.

    || (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•

    ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•

    отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.

    (γλωσ.)•μορφή•

    глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•

    глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).

    Большой русско-греческий словарь > вид

  • 63 всколебать

    -еблю, -еблешь ρ.σ.μ. (απλ.) αναταράσσω, κουνώ, ταλαντεύω, διακυμαίνω•

    ветер -ал море ο άνεμος ανατάραξε τη θάλασσα.

    αναταράσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > всколебать

  • 64 выход

    α.
    1. έξοδος•

    выход из дому έξοδος από το σπίτι,• выход кораблей на море απόπλους των πλοίων.

    2. έκδοση•

    выход книги в свет έκδοση του βιβλιου,

    3. εμφάνιση στη σκηνή.
    4. θύρα εξόδου•

    запасной выход έξοδος κινδύνου.

    || μτφ. απαλλαγή•

    выход из трудного положения έξοδος από δύσκολη κατάσταση.

    5. εξαγωγή•

    выход масла из подсолнечных семян εξαγωγή λαδιού από ηλιόσπορο.

    6. (για ορυκτά) έξοδος, εμφάνιση στην επιφάνεια.
    εκφρ.
    дать выход чувству, гневуκ.τ.τ. αφήνω να ξεσπάσει το αίσθημα, ο θυμός•
    знать все входы и -ы – ξέρω όλες τις τρύπες (τα αρμόδια γραφεία)•
    на -еκ. на -ах στα βουβά, στους βουβούς ρόλους•
    дать выход – δίνω τη δυνατότητα να εμφανιστεί.

    Большой русско-греческий словарь > выход

  • 65 господствовать

    -ствуго, ствуешь, ρ.δ.
    1. κυριαρχώ, άρχω, εξουσιάζω, δεσπόζω•

    господствовать на море κυριαρχώ στη θάλασσα.

    || υπερέχω, υπερτερώ, υπερισχύω, επικρατώ•

    здесь -ют юго-восточные ветры εδώ επικρατούν νοτιοανατολικοί άνεμοι..

    2. δεσπόζω, είμαι ψηλότερος•

    Большой русско-греческий словарь > господствовать

  • 66 ионический

    επ.
    ιόνιος•

    -ое море ιόνιο πέλαγος•

    -ие острова τα νησιά του Ιονίου πελάγους, τα Ετάνησα.

    Большой русско-греческий словарь > ионический

  • 67 капля

    -и, γεν. πλθ. -пель, δοτ. -плям θ.
    1. σταγόνα, σταλαματιά, στάλα• ρανίδα•

    -и дожди σταγόνες βροχής•

    -и росы δροσοσταγόνες•

    сердечные -и σταγόνες για την καρδιά.

    2. ως επίρ. каплю λίγο, ελάχιστα, μια σταλιά ή μια σταγόνα.
    εκφρ.
    капля в море – σταγόνα στον ωκεανό (μηδαμινή ποσότητα)•
    капля за -ей ή капля по -е – σταλαματιά-σταλαματιά, λίγο-λίγο, σκαλί-σκαλί, βαθμιαία•
    до последней -и крови – μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματος•
    ни -и – ούτε σταγόνα, καθόλου•
    - и в рот не брать – δε βάζω σταλιά στο στόμα, δεν πίνω καθόλου οινοπνευματώδη ποτά•
    как две -и воды (похож на кого) – πανόμοιος, πανομοιότατος, ίδιος κι απαράλλακτος.

    Большой русско-греческий словарь > капля

  • 68 крыть

    крою, кроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. крытый, βρ: крыт, -а, -о
    ρ.δ. μ.
    1. σκεπάζω, καλύπτω•

    крыть кладовую соломой σκεπάζω την αποθήκη με άχυρο.

    2. επενδύω, ντύνω.
    3. παλ. κρύβω, συγκαλύπτω.
    4. (χαρτπ.) τσακίζω, παίρνω, χτυπώ, νικώ•

    крыть короля тузом παίρνω τον παπά με τον άσσο.

    5. αμ. (απλ.) χρησιμοποιείται αντί άλλου ρ. που εννοείται από τα συμφραζόμενα και προσδίνει επίταση•

    крой через море полным ходом! πλέε στη θάλασσα με όλη την ταχύτητα!

    6. μαλώνω, επιπλήττω.
    εκφρ.
    крыть крышу – φτιάχνω τη στέγη με (υλικό)• крыть
    нечем δεν έχω να πώ τίποτε, δε φέρω αντίρρηση.
    κρύβομαι•

    в словах его кроется лесть στα λόγια του κρύβεται κολακεία•

    что-то тут кроется κάτι κρύβεται εδώ, κάτι λάκκο έχ η φάβα που χαμογελά το λάδι.

    || καλύπτομαι, σκεπάζομαι. || επενδύομαι, ντύνομαι.
    (χαρτπ.) απλ. χτυπιέμαι, νικιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > крыть

  • 69 отступить

    -уйлю, -упишь,
    επιρ. μτχ. отступив κ. отступя ρ.σ.
    1. υποχωρώ, οπισθοχωρώ, πισωδρομώ•

    отступить два шага κάνω πίσω δυό βήματα.

    2. μετακινούμαι, απομακρύνομαι, αποσύρομαι•

    море -ло η θάλασσα αποσύρθηκε μακρύτερα (από την ακτή).

    3. κάμπτομαι• λυγίζω•

    отступить перед превосходными силами противника υποχωρώ μπροστά στις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού•

    отступить перед опасностью υποχωρώ μπροστά στον κίνδυνο•

    отступить перед трудностями λυγίζω μπροστά στις δυσκολίες.

    || παραιτούμαι, απέχω αρνούμαι•

    отступить от своей веры αποστατώ, αλλαξοπιστώ•

    отступить от своих требований υποχωρώ από τις απαιτήσεις ή διεκδικήσεις•

    -от своих взглядов αναθεωρώ τις απόψεις μου.

    4. παραβαίνω, ξεφεύγω• αθετώ, εκτρέπομαι•

    от правила παραβαίνω τον κανόνα•

    отступить от темы ξεφεύγω από το θέμα.

    5. αρχίζω με νέα παράγραφο.
    1. υποχωρώ παραιτούμαι• απαρνούμαι. || αθετώ• αρνούμαι, δεν κρατώ το λύγο μου, την υπόσχεση μου.
    2. δεν ενδιαφέρο-ρομαι• λύνω τους δεσμούς, κόβω σχέσεις αφήνω εγκαταλείπω, παρατώ.

    Большой русско-греческий словарь > отступить

  • 70 перелететь

    -лечу, -летишь
    ρ.σ.
    1. πετώ πάνω από υπερίπταμαι• διίπταμαι•

    перелететь через аллы πετώ πάνω από τις Αλπεις•

    перелететь море περνώ τη θάλασσα πετώντας.

    || υπερπηδώ, πηδώ μέσα πάνω από το φράχτη•

    петух -л частокол ο κόκορας πέταξε πάνω. από το φράχτη.

    2. πηγαίνω αεροπορικώς•

    перелететь из Москвы в Ленинград πετώ από τη Μόσχα στο Λένινγκραντ.

    || αποδημώ•

    птицы -ли с севера на юг τα πουλιά αποδήμησαν από το βοριά στο νότο.

    3. εκτοξεύομαι πέρα από•

    снаряд -л η οβίδα έπεσε πέρα από το στόχο.

    Большой русско-греческий словарь > перелететь

  • 71 плыть

    плыву, плывшь, παρλθ. χρ. плыл
    -ла, плыло
    ρ.δ.
    1. κολυμπώ• πλέω•

    плыть кролем κολυμπώ πρηνηδόν, με την κοιλιά•

    плыть на спине κολυμπώ ανάσκελα.

    || επιπλέω. || ταξιδεύω με πλωτό μέσο•

    плыть по течению πλέω κατά το ρεύμα (τον ρουν)•

    плыть против течения πλέω αντίθετα προς το ρεύμα, αναπλέω, πλέω αναπόταμα.-под парусами πλέω με τα πανιά, αρμενίζω,ιστιοπλοώ•. плыть быстро ταχυπλοώ•

    плыть медленно βρα-δυπλοώ, βραδυπλέω•

    плыть на вслах πλέω με κουπιά•

    плыть в лодке πλέω με τη βάρκα, λεμβοδρο-μώ•

    плыть на всех парусах πλέω πλησίστιος•

    плыть в открытом море πλέω στα αμοιχτά.

    2. μτφ. πετώ αργά και ομαλά, λάμνω, αιωρούμαι, μετεωρίζομαι (για πτηνά). || κινούμαι, περνώ, διαβαίνω.
    3. λιώνω, τήκομαι•

    сургуч плывт το βουλοκέρι λιώνει.

    εκφρ.
    плыть в руки – κατορθώνω, τα καταφέρω, είμαι σε όλα καταφερτζής•
    плыть по течению – προσαρμόζομαι στις περιστάσεις, καιροσκοπώ•
    плыть против течения – πηγαίνω αντίθετα (προς την κρατούσα κατάσταση)•
    плыть сквозь пальцы – ξοδεύομαι, δαπανώμαι αφειδώς (για χρήματα κ.τ.τ.)• всё шшвт передо мной όλα μου φέρνουν γύρω (στα μάτια)• ζαλίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > плыть

  • 72 поглотить

    -ощу, -отишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поглощённый, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. παλ. καταπίνω καταβροχθίζω.
    2. καταχωνιάζω• ρουφώ•

    его -ло море τον κατάπιε η θάλασσα.

    || απορροφώ•

    поглотить влагу απορροφώ υγρασία•

    губка -ла воду το σφουγγάρι απορρόφησε το νερό.

    || μτφ. απασχολώ•

    эта идея -ла его всего αυτή η ιδέα τον απορρόφησε κυριολεκτικά.

    || μτφ. αφομοιώνω• καταβροχθίζω•

    -много книг καταβροχθίζω πολλά βιβλία.

    3. απομυζώ, τραβώ, παίρνω λίγο.
    καταπίνομαι• καταβροχθίζομαι. || απορροφούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > поглотить

  • 73 покойный

    επ., βρ: -коен, -коина, -койно.
    1. ήρεμος, ατάραχος, γαλήνιος, -νεμένος•

    -ое море γαληνεμένη θάλασσα.

    2. ήσυχος•

    покойный ребёнок ήσυχο παιδάκι•

    -ая жизнь ήσυχη ζωή.

    3. παλ. βολικός, άνετος, αναπαυτικός (για πράγματα).
    4. πεθαμένος, μακαρίτης•

    покойный отец ο μακαρίτης πατέρας•

    -ая мать η μακαρίτισσα μητέρα.

    ουσ. μακαρίτης•

    почтить память покойного τιμώ τη μνήμη του μακαρίτη.

    εκφρ.
    будьте -ы – μείνετε ήσυχοι, μην ανησυχείτε.

    Большой русско-греческий словарь > покойный

  • 74 присмиреть

    ρ.σ. καθησυχάζω, ηρεμώ, γαληνεύω, καταλαγιάζω, καλμάρω σιγώ, κάθομαι φρόνιμα•

    море -ло η θάλασσα γαλήνευσε•

    шалун -ел после наказания το άταχτο παιδί ηρέμησε μετά την τιμωρία.

    Большой русско-греческий словарь > присмиреть

  • 75 разливанный

    επ. -ое море αφθονία οινοπνευματωδών ποτών.

    Большой русско-греческий словарь > разливанный

  • 76 расколыхать

    -лышу, -лышешь κ. (σπάνια) -аю, -аешь
    ρ.σ.μ.
    1. βλ. колыхать.
    2. μτφ. ταράσσω, διεγείρω, κινώ.
    1. ταράσσομαι, κινούμαι• σαλεύω• φουρτουνιάζω•

    море -шется η θάλασσα αρχίζει να φουρτουνιάζει.

    2. αναταράσσομαι• ανακατεύομαι• κινούμαι κυματοειδώς•

    массы -лись οι μάζες αναταράχτηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > расколыхать

  • 77 раскрыть

    -крою, -кроешь ρ.σ.μ.
    1. ανοίγω•

    раскрыть ящик ανοίγω το κιβώτιο•

    раскрыть дверь ανοίγω την πόρτα•

    раскрыть зонтик ανοίγω την ομπρέλα•

    раскрыть нож ανοίγω το σουγιά•

    раскрыть книгу ανοίγω το βιβλίο•

    раскрыть глаза, рот ανοίγω τα μάτια, το στόμα.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.)• αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω• φανερώνω•

    халат распахнулся и -ыл нижнее бель η ρόμπα άνοιξε και φάνηκαν τα εσώρουχα•

    раскрыть тайну αποκαλύπτω μυστικό•

    раскрыть замыслы врагов ξεσκεπάζω τα σχέδια (προθέσεις) του εχθρού•

    раскрыть загоеор ξεσκεπάζω τη συνομωσία.

    || μτφ. εκμυστηρεύομαι•

    он -ыл мне своё сердце αυτός μου άνοιξε την καρδιά του, τα είπε όλα.

    εκφρ.
    раскрыть глаза – ανοίγω τα μάτια (διαφωτίζω)•
    раскрыть чью игру – ξεσκεπάζω τις προθέσεις (τα σχέδια) κάποιου.
    1. ανοίγω, -ομαι•

    окно -лось το παραθύρι άνοιξε•

    дверь -лась η πόρτα άνοιξε•

    все ящики -лись όλα τα κιβώτια ανοίχτηκαν.

    || ανθίζω•

    розы -лись τα τρ ι-αντάφυλλα άνοιξαν.

    2. φαίνομαι•

    перед ними -лось море μπροστά τους φάνηκε η θάλασσα.

    3. μτφ. αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, φανερώνομαι•

    преступление -лось το έγκλημα αποκαλύφτηκε.

    4. δημιουργούμαι (για συνθήκες, πρού-θέσεις, δυνατότητες)•

    -лись перспективы άνοιξαν προοπτικές.

    5. (γι.α μέλη του σώματος)• αποκαλύπτομαι, φαίνομαι.
    6. (χαρτπ.) καλύπτω όλα τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > раскрыть

  • 78 река

    -й, αιτ. реку, πλθ. реки, δοτ. рекам, οργν. реками, προθ. в реках θ.
    1. ποταμός, ποτάμι•

    берег -и η όχθη του ποταμού•

    реки текут в море τα ποτάμια χύνονται στη θάλασσα•

    река стала το ποτάμι, πάγωσε•

    река вскрылась το ποτάμι ξεπάγωσε•

    вниз по -е κατά τον ρουν του ποταμού•

    вверх по -θ αντίθετα προς τον ρουν του ποταμού•

    вскрытие -и παγετολυσία ή ξεπάγωμα του ποταμού•

    сплавная ή судоходная река πλωτός (πλευστός) ποταμός,

    μτφ. μεγάλη ποσότητα•

    реки крови ποτάμια αίμα•

    она проливала реки слз αυτή έχυνε ποτάμια δάκρυα,

    μτφ. κύλημα, διαρροή, πέρασμα•

    река жизни το κύλημα της ζωής.

    || μτφ. πλήθος, πληθώρα•

    -и народа μεγάλη κοσμοσυρροή.

    2. ως
    επίρ. -ой άφθονα•

    она льт слёзы -ой αυτή χύνει ποτάμια τα δάκρυα.

    εκφρ.
    река забвения – το ποτάμι Λήθη, τα νερά της λήθης (της λησμονιάς).

    Большой русско-греческий словарь > река

  • 79 спокойный

    επ. βρ: -коен, -койна, -койно.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) ήσυχος, ήρεμος, γαλήνιος• ατάραχος•

    -ое море γαληνεμένη θάλασσα•

    -ые движения ήρεμες κινήσεις•

    спокойный тон ήρεμος τόνος•

    -ая жизнь ήσυχη ζωή•

    спокойный сон ήσυχος ύπνος•

    -ая старость ήσυχα γηρατιά•

    спокойный характер ήσυχος χαρακτήρας.

    2. φρόνιμος•

    спокойный ребнок ήσυχο παιδάκι.

    || ήμερος, πράος•

    -ая лошадь ήμερο άλογο.

    3. ελεύθερος, ευρύχωρος• βολικός, άνετος•

    -ая обувь ευρύχωρα παπούτσια•

    -ое кресло άνετη πολυθρόνα.

    εκφρ.
    - ая совесть – ήσυχη (αναπαυμένη) συνείδηση.

    Большой русско-греческий словарь > спокойный

  • 80 суша

    θ.
    στεργιά, ξηρά, γη•

    на -е и на море σε στεργιά και θάλασσα.

    Большой русско-греческий словарь > суша

См. также в других словарях:

  • МОРЕ — ср. скопленье соленогорьких вод в обширных впадинах, раздолах земной поверхности. Морем зовут вообще все воды эти, в противоположность земле, суше, материку, и каждую часть, по произвольному разграниченью, и в этом ·знач. употр. мн. моря.… …   Толковый словарь Даля

  • Море Ясности — Море Ясности …   Википедия

  • море — (13) 1. Огромное водное пространство с горько соленой водой: Чръныя тучя съ моря идутъ, хотятъ прикрыти д̃ солнца. 12. Се вѣтри, Стрибожи внуци, вѣютъ съ моря стрѣлами на храбрыя плъкы Игоревы! 12. Половци идуть отъ Дона, и отъ моря, и отъ всѣхъ… …   Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"

  • Море Ненастья — …   Википедия

  • Море Дождей — Координаты: Координаты …   Википедия

  • Море Новое — Координаты …   Википедия

  • Море Восточное — Координаты: Координаты …   Википедия

  • Море Влажности — Координаты: Координаты …   Википедия

  • Море Волн — Координаты: Координаты …   Википедия

  • Море Гумбольдта — Координаты: Координаты …   Википедия

  • Море Малое — …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»