Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

в+гостях

  • 1 засиживаться

    засиживаться
    несов разг παρακάθο-μαι:
    \засиживаться в гостях παρακάθήσα στή βίζιτα.

    Русско-новогреческий словарь > засиживаться

  • 2 просидеть

    просидеть
    сов, просиживать несов I. (некоторое время) κάθομαι ὠρισμένη ὠρα:
    \просидеть весь вечер за книгами πέρασα ὅλη τή βραδυά διαβάζοντας· просидеть в гостях три часа μένω τρεις ὠρες σέ ἐπίσκεψη·
    2. (протереть) τρυπώ, λυώνω.

    Русско-новогреческий словарь > просидеть

  • 3 разъезжаться

    разъезжаться
    несов
    1. (о гостях и т. п.) ἀναχωρώ, φεύγω, ἀπέρχομαι·
    2. (о машинах, экипажах и т. п.) διασταυρώνομαι, διασταυροῦμαν
    3. (расставаться) χωρίζω (άμετ.), ἀποχωρίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > разъезжаться

  • 4 дома

    επίρ.
    στο σπίτι•

    никого нет дома κανένας δεν είναι στο σπίτι•

    когда вас можно застать дома πότε μπορώ να! σας βρω στο σπίτι.

    εκφρ.
    как дома – όπως στο σπίτι σας (ελεύθερα, άνετα)•
    его нет дома – αυτός δεν είναι στο σπίτι•
    в гостях хорошо, а дома лучшеπαρμ. σπίτι μου σπιτάκι μου και σπιτοκαλυβάκι μου ή ιδία: εστία πάντων άριστος ή οίκος φίλος, οίκος άριστος (αρχ.)• у него не всё дома αυτός δεν είναι στα καλά του (λογικά του).

    Большой русско-греческий словарь > дома

  • 5 досидеть

    -сижу, -сидишь
    ρ.σ.
    κάθομαι, παραμένω ως•

    -сижу до конца спектакля θα καθίσω ως το τέλος της παράστασης.

    1. βλ. досидеть.
    2. παρακάθομαι, κάθομαι πολύ ή τόσο που•

    в гостях -лся до того, что опоздал на автобус κάθισα φιλοξενούμενος τόσο πολύ, που δεν πρόκανα το λεωφορείο.

    Большой русско-греческий словарь > досидеть

  • 6 засидеться

    -сижусь, -сидишься
    ρ.σ.
    παραρακάθομαι, θρονιάζομαι, καλοκάθομαι, καλοστρώνομαι, στρογγυλοκάθομαι•

    засидеться в гостях παρακάθομαι μουσαφίρης.

    || μτφ. μένω επί πολύ σ’ ένα μέρος.
    εκφρ.
    засидеться в девках ή в девицах, в невестах – μένω πολύν καιρό ανύπαντρη, αργώ να παντρευτώ.

    Большой русско-греческий словарь > засидеться

  • 7 произнести

    -несу, -несёшь, παρλθ. χρ. произнёс
    -несла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. произнесённый, βρ: -сён, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. προφέρω•

    произнести гласный звук «А» προφέρω το φωνήεν «α».

    2. εκφέρω, λέγω•

    в гостях он не -с ни слова όταν ήμασταν καλεσμένοι, αυτός δε μίλησε καθόλου, δεν έβγαλε ούτε λέξη•

    произнести тост προσφωνώ κατά την πρόποση.

    3. ανακοινώνω, διαβάζω φωναχτά, με έμφαση•

    произнести выговор διαβάζω τη δικαστική απόφαση.

    Большой русско-греческий словарь > произнести

  • 8 сидеть

    сижу, сидишь.
    επιρ. μτχ. сидя ρ.δ.
    1. κάθομαι•

    сидеть на стул κάθομαι στο κάθισμα•

    сидеть за столом κάθομαι γύρω στο τραπέζι•

    сидеть в седле κάθομαι στη σέλα•

    сидеть снова ξανακάθομαι•

    сидеть боком κάθομαι στο πλευρό.

    || είμαι, υπάρχω•

    над правым глазом -ла родинка πάνω από το δεξιό μάτι ήταν ελιά.

    2. κάνω, εκτελώ, ασχολούμαι με κάτι•

    сидеть за работой εργάζομαι, στρώνομαι στη δουλειά•

    сидеть за абдом κάθομαι να γευματίσω•

    сидеть на вслах κάθομαι στο κουπί (κωπηλατώ)•

    сидеть за чертежами ασχολούμαι με τα σχέδια•

    я не могу сидеть без дела δε μπορώ να καθίσω χωρίς να κάνω κάτι.

    || βρίσκομαι, (παρά)μένω•

    я -ел месяц в дерв-не κάθισα ένα μήνα στο χωριό•

    я -л весь день дома όλη τη μέρα ήμουν στο σπίτι•

    сидеть в гостях, μένω φιλοξενούμενος,

    3. είμαι, διατελώ•

    сидеть в тюрьме κάθομαι φυλακή•

    сидеть под арестом κάθομαι κρατούμενος•

    сидеть на диете κάνω δίαιτα.

    || καταλήγω•

    сидеть без денег μένω χωρίς λεφτά•

    сидеть без хлеба μένω χωρίς ψωνί.

    4. τοποθετούμαι, είμαι, βρίσκομαι. || μτφ. ριζώνω, φωλιάζω (στην ψυχή, μυαλό κ.τ.τ.). || εμβαπτίζομαι• βυθίζομαι, παραμένω στο νερό (για σκάφη).
    5. (για ενδυμασία) ταιριάζω στο σώμα• έρχομαι, πέφτω, κάθομαι.
    εκφρ.
    сидеть на царстве ή на престоле – βασιλεύω, κάθομαι στο θρόνο•
    сидеть на яйцах – κλωσσώ (τ αυγά)•
    сидеть сиднемβλ. στη λ. сидень.
    θέλω ή μπορώ να κάθομαι•

    ему не -лось и вышел на улицу αυτός δε μπορούσε να κάθεται μέσα και βγήκε έξω.

    Большой русско-греческий словарь > сидеть

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»