Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

всю+ночь

  • 1 ночь

    ноч||ь
    ж ἡ νύκτα, ἡ νύχτα, ἡ νύξ:
    темная (летняя) \ночь ἡ σκοτεινή (ή καλοκαιριάτικη) νύχτα· звездная \ночь ἡ ἀστροφεγγιά· бессонная \ночь ἡ ἄγρυπνη νύχτα· \ночь на дворе ἐξω εἶναι σκοτάδι, ἐνύχτωσε· с наступлением \ночьи μόλις νυχτώσει, μόλις νύχτωσε, περί λύχνων ἀφάς· по \ночьам χ(ς νύχτες, νυχτιάτικα· за \ночь σέ μιά νύχτα· всю \ночь напролет ὅλη τήν νύχτα· спокойной \ночьи καληνύχτα.

    Русско-новогреческий словарь > ночь

  • 2 просидеть

    -сижу, -сидишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. просиженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. κάθομαι (για ένα χρον. διάστημα)•

    просидеть всю ночь за работой δουλεύω όλη τη νύχτα•

    просидеть всю ночь αγρυπνώ όλη τη νύχτα.

    2. μένω, παραμένω•

    он у нас -ел два часа αυτός κάθησε σε μας δυο ώρες.

    || μένω στάσιμος, δεν προβιβάζομαι•

    он -ел в третьем классе два года αυτός έμεινε στην ίδια τάξη δυο χρόνια.

    3. φθείρω, χαλνώ από το πολύ καθησιό•

    он просидетьел брюки αυτός χάλασε το παντελόνι από το πολύκαθησιό.

    Большой русско-греческий словарь > просидеть

  • 3 напролет

    напролет
    нареч разг:
    всю ночь \напролет ὀλη τήν νύκτα, ὁλόκληρη νύκτα, ὁλάκερη νύκτα· весь день \напролет ὀλη τή μέρα, ὁλόκληρη μέρα, ὁλάκερη μέρα.

    Русско-новогреческий словарь > напролет

  • 4 прогорать

    прогорать
    несов, прогореть сов
    1. (о дровах и т. п.) καίομαι, καταναλίσκομαι·
    2. (какое-л. время) καίω (ορισμένη ὠρα):
    лампа прогорела всю ночь ἡ λάμπα ἔκαιε ὅλην τήν νύκτα·
    3. перен разг ἀποτυχαίνω, ἀποτυγχάνω/χρεωκοπώ, πτωχεύω (разориться):
    де́ло прогорело ἡ δουλειά ἀπέτυχε.

    Русско-новогреческий словарь > прогорать

  • 5 прокричать

    прокрича||ть
    сов φωνάζω, τσιρίζω ὠρισμένη ὠρα:
    ребенок \прокричатьл всю ночь τό παιδί τσίριζε ὁλόκληρη τή νύχτα· ◊ \прокричать (все) у́ши разг ξεκουφαίνω κάποιον, ξε-κουφαίνω τ' αὐτιά.

    Русско-новогреческий словарь > прокричать

  • 6 простонать

    простона́||ть
    сов βογγώ, στενάζω:
    раненый \простонатьл всю ночь ὁ τραυματίας βογγοῦσε ὅλη τή νύχτα.

    Русско-новогреческий словарь > простонать

  • 7 бодрствовать

    -ствую, -ствуешь ρ.δ.
    αγρυπνώ•

    ожидая нападение мы -ли всю ночь περιμένοντας επίθεση, όλη τη νύχτα αγρυπνούσαμε.

    Большой русско-греческий словарь > бодрствовать

  • 8 ворочать

    ρ.δ.
    1. μ. μετακινώ, στρέφω, γυρνώ, κυλώ• μετακινώ κυλώντας•

    с трудом -ет камни με δυσκολία μετακινεί τις πέτρες.

    2. μτφ. διαχειρίζομαι, κουμαντάρω, διοικώ όπως θέλω.
    3. μτψ. γυρίζω, περιστρέφω.
    1. γυρίζω, γυρνώ από το ένα μέρος στο άλλο, στριφογυρίζω•

    он всю ночь -лся и не мог, спать αυτός όλη τη νύχτα στριφογύριζε και δε μπορούσε νά κοιμηθεί.

    2. κινούμαι, κουνιέμαι,’ δρω, ενεργώ δραστήρια•

    эй -айтесь, надо ведь работать ε, κουνηθείτε, πρέπει να βγει και δουλιά.

    Большой русско-греческий словарь > ворочать

  • 9 колобродить

    -рожу, -родишь ρ.δ. (απλ.)
    1. περιφέρομαι άσκοπα, τριγυρίζω, γυρίζω σαν την άδικη κατάρα•

    колобродить всю ночь νυχτοκοπώ.

    2. φέρνομαι αλλόκοτα, ιδιότροπα• καβγαδίζω, κάνω φασαρίες.
    3. μτφ. (για σκέψεις, αναμνήσεις) περιφέρομαι, πλανιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > колобродить

  • 10 лупить

    луплю, лупишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. лупленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.δ. (απλ.)
    1. ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω, απολεπίζω•

    лупить кору с липы βγάζω τη φλούδα από τη φλαμουριά•

    лупить лыко βγάζω τη φλούδα.

    2. μτφ. παίρνω ακριβά, γδέρνω•

    лупить втридорога παίρνω πανάκριβα.

    3. τρέχω γρήγορα, σπεύδω•

    -и за ним вдогонку τρέχα γρήγορα να τον φτάσεις.

    4. δέρνω, χτυπώ.
    5. χρησιμοποιείται αντί άλλου ρήματος και προσδίδει σημασίες: γερά, δυνατά, έντονα κλπ. дождь не идёт, а как говориться -ит во всю ночь δε βρέχει, αλλά όπως λένε, ρίχνει με το ασκί (τουλούμι, τσουβάλι) ή ρίχνει καρεκλοπόδαρα όλη τη νύχτα.
    εκφρ.
    глаза – γουρλώνω τα μάτια.
    ξεφλουδίζομαι, απολεπίζομαι. || πέφτω, τρίβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > лупить

  • 11 напролёт

    επίρ.
    αδιάκοπτα, ασταμάτητα, αδιαλείπτως, συνεχώς•

    всю ночь напролёт ολονύκτια, ολονυχτίς•

    весь день напролёт ολοήμερα, ολημερίς.

    Большой русско-греческий словарь > напролёт

  • 12 про...

    I.
    ρηματικό πρόθεμα• δια• με σημ.:
    1. ενέργεια δια μέσου: просеять, протечь.
    2. διάνοιξη (οπής, σχισμής κ.τ.τ.): прорубить, прорезать.
    3. κίνηση πλησίον από κάτι: проехать, пробежать,
    4. ολοκλήρωση της ενέργειας: пропеть.
    5. τέλος της ενέργειας σε ένα χρονικό διάστημα: проработал семь часов εργάστηκα ένα εφτάωρο•

    просидел у соседей всю ночь κάθησα στο γείτονα όλη τη νύχτα προ•

    -спал до вечера κοιμήθηκα ώσπου βράδιασε.

    6. πλήρη ενέργεια (εντελώς): проварить, прогреть.
    7. πλήρη ικανοποίηση ανάγκης ή εξάλειψη αιτιών: прокашляться, проспаться.
    8. ενέργεια που επέφερε βλάβη: прозевать, просчитаться.
    9. φανέρωση, αποκά.λυψη: проболтать.
    II.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσιαστικών με σημ. μερικής εμφάνισης ή ύπαρξης: прозелень.
    III.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσιαστικών με σημ.: οπαδός, υποστηριχτής• διαποτισμένος με, βαμμένος•

    профашист βαμμένος φασίστας.

    Большой русско-греческий словарь > про...

  • 13 проблеять

    -еет κ. проблеять
    -ет
    ρ.σ. βελάζω. || βελάζω για ένα χρον. διάστημα•

    баран -ял всю ночь το πρόβατο βέλαζε όλη τη νύχτα.

    Большой русско-греческий словарь > проблеять

  • 14 пробредить

    ρ.σ. παραμιλώ (για ένα χρον. διάστημα)•

    она -ла всю ночь αυτή παραμιλούσε όλη τη νύχτα.

    Большой русско-греческий словарь > пробредить

  • 15 прогореть

    ρ.σ.
    1. καίω, καίομαι•

    дрова в печке -ли τα ξύλα στη θερμάστρα κάηκαν.

    || καίομαι, τρυπιέμαι από το πολύ κάψιμο•

    сковорода -ла το τηγάνι τρύπησε από το πολύ κάψιμο.

    2. μετατρέπομαι σε κάρβουνο, διακαίομαι.
    3. μτφ. χρεοκοπώ, ξεπέφτω, σβήνω. || αποτυχαινω•

    моё путешествие -ло το ταξίδι μου ναυάγισε (δεν πραγματοποιήθηκε).

    4. καίω (για ένα χρον. διάστημα)•

    лампа -ла всю ночь η λάμπα έκαψε όλη τη νύχτα.

    Большой русско-греческий словарь > прогореть

  • 16 прогреметь

    ρ.σ.
    1. μπουμπούν ίζω.
    2. μπουμπουνίζω (ένα χρον. διάστημα)•

    гром -ел всю ночь μπουμπούνισε όλη τη νύχτα.

    Большой русско-греческий словарь > прогреметь

  • 17 прогромыхать

    ρ.σ.
    βλ. громыхать. || βροντώ• μπουμπουνίζω (ένα χρον. διάστημα)•

    орудия -ли всю ночь τα πυροβόλα βρόντησαν όλη την νύχτα.

    Большой русско-греческий словарь > прогромыхать

  • 18 прожечь

    -жгу, -жжшь, -жгут, παρλθ. χρ. прожг
    -жгла, -жгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прожженный, βρ: -жжн, -жжена, -жжено ρ.σ.μ.
    1. καίω, τρυπώ με την καύση•

    прожечь платье уг-лм, утюгом καίω το φόρεμα με το κάρβουνο, το σίδερο.

    2. μτφ. διαπερνώ, φλογίζω (για αισθήματα).
    3. καθαρίζω με καύση.
    4. ξοδεύω ασυλόγιστα, σπαταλώ. || καίω (για ένα χρονικό διάστημα)•

    прожечь лампу всю ночь καίω τη λάμπα όλη τη νύχτα.

    καίγομαι. || τρυπιέμαι από κάψιμο•

    на рукаве -глась дыра το μανίκι τρύπησε από το κάψιμο.

    Большой русско-греческий словарь > прожечь

  • 19 прокараулить

    ρ.σ.
    βλ. караулить καθώς και με σημ. ενός χρον. διαστήματος•

    прокараулить всю ночь φυλάγω καραούλι όλη τη νύχτα.

    Большой русско-греческий словарь > прокараулить

  • 20 промечтать

    ρ.σ. ονειροπολώ (για ένα χρον. διάστημα)•

    она -ла всю ночь αυτή όλη τη νύχτα ονειροπολούσε.

    Большой русско-греческий словарь > промечтать

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»