-
1 время
1. (мера длительности происходящего, существующего) о χρόν/οςо καιρός, η διάρκειαс течением - ени με τον καιρό, με την πάροδο του - ου- вычисления - εκτέλεσης υπολογισμών, υπολογιστικός -гражданское - πολιτικός -, η πολιτική ώραистинное - астр. αληθής --среднее Гринвичское - см. всемирное -стояночное - οι ώρες αναμονής, η σταλία/οι στα-λίεςходовое - мор. πλεύσιμος -эфирное ο ραδιοχρόνος, η διάρκεια ραδιοεκπομπήςэфемеридное астр. - των (αστρο)εφημερίδων2. грам. о χρόνος 3. (период, эпоха) η εποχ/ήвремена года - ες του χρόνου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > время
-
2 страхование
η ασφάλισ/ηгосударственное - κρατική/δημόσια -имущественное - ακινήτου για ζημιές απόδιάφορες αιτίες (πυρός, θύελλαςοχημάτωνκ λπ.)морское - η ναυτασφάλεια, ηναυτασφάλισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > страхование
-
3 благо
благ||о Iс τό καλό[ν], τό ἀγαθό[ν]:\благоа жизни τά ἀγαθά τῆς ζωῆς; на \благо народа γιά τό καλό τοῦ λαού; ◊ ни за какие \благоа в мире σέ καμμιά περίπτωση, ποτέ, οὐδέποτε; всех благ! καλή τύχη!, ὅλα τά καλά!бла́го IIсоюз ἀφοῦ, μια και:почитаем, бла́го есть время ἄς διαβάσουμε μιά καί ἐχουμε καιρό. -
4 при
припредлог с предл. п.1. (около, возле) δίπλα, κοντά, πλησίον, παρά:\при входе δίπλα στήν είσοδο· сад \при До́ме κήπος δίπλα στό σπίτι· битва \при Бородине ἡ μάχη τοῦ Μποροντινό·2. (в ведении, в подчинении) παρά, σέ:ресторан \при гостинице ἐστιατόριο στό ξενοδοχείο· ясли \при заводе ὁ βρεφικός σταθμός τοῦ ἐργοστασίου· находиться \при штабе εὐρίσκομαι στό ἐπιτελείο·3. (с собой) ἐπάνω μου, μαζί μου:иметь \при себе ору́жие ἔχω ἐπάνω μου ὅπλο· у меня нет \при себе денег δέν ἔχω μαζί μου χρήματα·4. (при обозначении условий, обстановки, сопутствующего обстоятельства) μέ / κατά (во время чего-л.) / σέ περίπτωση πού... (в случае чего-л.):\при выходе κατά τήν ἔξοδον \при переходе через у́лицу κατά τήν διάβασαν τοῦ δρόμου, διασχίζοντας τόν δρόμο· \при пожаре σέ περίπτωση πυρ-καιᾶς· \при таки́х обстоятельствах σέ τέ· τοιες συνθήκες, ὑπό τοιαύτας συνθήκας· \при таком здоровье μέ τέτοια ὑγεία[ν]· \при электричестве μέ ἡλεκτρικό φως· \при дневном свете στό φῶς τής ἡμέρας· \при помощи μέ τήν βοήθεια· \при условии ὑπό τόν ὅρον5. (в присутствии) μπροστά σέ, ἐνώπιον, ἐπί παρουσία:\при детях μπροστά στά παιδιά· \при свидетелях μπροστά σέ μάρτυρες, ἐνώπιον μαρτύρων6. (при наличии, несмотря на) παρά, παρ· ὅλο πού:\при всех его́ способностях παρ· ὅλες τίς Ικανότητες πού ἔχει· \при всем его́ уме μ'ὅλη τήν ἐξυπνάδα του· \при всем желании παρ' ὅλην τήν ἐπιθυμία μου· \при всем том παρ· ὅλο πού·7. (в эпоху, во времена) ἐπί, στήν ἐποχή, στά χρόνια:\при Иване Грозном ἐπί (или στήν ἐποχή) τοῦ Ίβάν τοῦ Τρομεροὔ· \при его́ жизни ὅταν ζοῦσε· ◊ быть при́ смерти εἶμαι ἐτοιμοθάνατος, πνέω τά λοίσθια· жнть \при родителях ζῶ μέ τους γονείς μου· я не \при деньгах δεν ἔχω τώρα χρήματα, εἶμαι ἀπένταρος· прилагая́ \при сем... συνημμένως... -
5 жалеть
ρ.δ.1. ευσπλαχνιζομαι, συμπονώ, λυπάμαι, ψυχοπονώ•жалеть широт λυπάμαι τα ορφανά.
2. θλίβομαι•я -ею о потере друга λυπάμαι για το χαμό του φίλου•
-ею о своей ощибке λυπάμαι για το λάθος μου.
3. μτφ. φειδωλεύομαι, φείδομαι, αψυχώ•жалеть время φείδομαι του χρό• νου•
не -ей хлеб μην αψυχάς το ψωμί•
не себя, своей жизни δε λυπάμαι τον εαυτό μου, τη ζωή μου.
|| φυλάγω, διαφυλάσσω•жалеть здоровье προσέχω την υγεία.
4. (διαλκ.) αγαπώ.εκφρ.не -ея сил – χωρίς να λυπούμαι δυνάμεις. -
6 идти
иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучиρ.δ.1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•
идти медленно βαδίζω αργά.
|| έρχομαι•я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.
|| τρέχω•иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.
|| κινούμαι, κατευθύνομαι•в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.
2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.
3. επιτίθεμαι•на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.
|| εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.
4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.
|| (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•
древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•
растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.
5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•
из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•
у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.
7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.
8. πλησιάζω•весна идёт η άνοιξη έρχεται•
сон идёт ο ύπνος έρχεται.
9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•
идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.
|| αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.
11. χορηγούμαι, δίνομαι•ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.
|| χρειάζομαι, απαιτούμαι•на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.
|| διαδίδομαι•слух (ή молва) идёт φημολογείται•
сплетни идут κουτσομπολεύεται.
|| εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•
мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.
13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•дождь идёт βρέχει•
снег идёт χιονίζει.
14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•годы шли τα χρόνια περνούσαν•
вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•
как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•
идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•
идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.
15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•идут экзамены γίνονται εξετάσεις•
идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•
бой идёт γίνεται μάχη•
идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.
|| (για θέαμα) παίζομαι•идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.
16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.
|| ξοδεύομαι, δαπανώμαι•на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.
17. ταιριάζω, αρμόζω•ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.
18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.
|| μπήγομαι•гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•
нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.
19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•иди за мени παντρέψου εμένα•
она идёт замуж αυτή παντρεύεται.
20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.
|| (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.
21. εισάγομαι•чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.
22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.
23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•
переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.
24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•
дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.
|| διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•идти в продажу πουλιέμαι•
идти в обработку επεξεργάζομαι•
идти в сравнение συγκρίνομαι•
идти в починку διορθώνομαι•
идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•
идти в пляс αρχίζω να χορεύω.
26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•
дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•
идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.
27. επιβεβαιωτική λέξη•идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•
едем? – идёт πάμε; – ναι•
ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;
28. έχω σαν περιεχόμενο•у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•
дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•
о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,
εκφρ.идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές; -
7 уйти
уйду, уйдшь, παρλθ. χρ. ушл, ушла, ушло, μτχ. παρλθ. χρ. ушедший,επιρ. μτχ. уйдя κ. (απλ.) ушедши ρ.σ.1. φεύγω, αναχωρώ• απέρχομαι•гости ушли οι φιλοξενούμενοι έφυγαν•
брат ушл вчера ο αδερφός έφυγε χτες•
завтра уйдёт сестра αύριο θα φύγει η αδερφή.
|| πηγαίνω•все ушли на работу όλοι έφυγαν για τη δουλειά•
отец ушл на охоту ο πατέρας πήγε στο κυνήγι•
уйти на вслах πηγαίνω με τα κουπιά (κωπηλατώντας).
2. δραπετεύω, το σκάζω• αποδιδράσκω•уйти из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.
|| εγκαταλείπω, αφήνω•она ушла от него αυτή τον παράτησε•
он ушл с института αυτός παράτησε το ινστιτούτο•
уйти со сцены εγκαταλείπω τη σκηνή.
|| μτφ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω, σώζομαι• ξεφεύγω•он хитрый уйти не уйдшь от его капкана αυτός είναι πονηρός, δε θα ξεφύγεις από την παγίδα του.
3. περιέρχομαι, πηγαίνω, περνώ•отец ушл на пенсию ο πατέρας πέρασε στη σύνταξη•
-в отпуск πηγαίνω σε άδεια (παίρνω άδεια)•
уйти в запас περνώ στην εφεδρεία.
4. διαβαίνω, περνώ, παρέρχομαι•годы ушли τα χρόνια πέρασαν•
время прошло ο καιρός πέρασε.
5. χάνομαι, εξαφανίζομαι•богач пропал, вместе с ним ушло и-его счастье ο πλούσιος πέθανε, μαζί του πάει και η ευτυχία του.
|| πεθαίνω•ушедшего никогда не забудем τον πεθαμένο (απελθόντα) ποτέ δε θα τον ξεχάσομε.
6. ξοδεύομαι, δαπανώμαι•за этот месяц ушло много денег αυτόν το μήνα έφυγαν πολλά χρήματα.
|| χρειάζομαι, απαιτούμαι•целый день уйдёт за это дело ολόκληρη μέρα θα φύγει (θα πάει) γι αυτήν την υπόθεση.
7. (για υγρά) χύνομαι ξεχειλίζω•молоко ушло το γάλαχύθηκε (βράζοντας).
8. προπορεύομαι, προτρέχω• προηγούμαι. || (για ωρολόγια)• πηγαίνωμπροστά.9. βλ. вместиться.10. βυθίζομαι, χώνομαι, μπαίνω, μπήγομαι• εισδύω•свая ушла глубоко в землю ο πάσσαλος μπήκε βαθιά στη γη.
11. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι•ученик ушёл в книги ο μαθητής τό ρίξε στα βιβλία (στημελέτη).
12. μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι, γίνομαι.εκφρ.уйти вперд – ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβάλλω• υπερέχω•уйти из жизни (в могилу, к проотцам) – φεύγω από τη ζωή, αποβιώνω, κατεβαίνω στον τάφο, πάω στον άλλο κόσμο•уйти на дно – βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο (πνίγομαι)•далеко уйти – προπορεύομαι πολύ, πηγαίνω πολύ μπροστά•недалеко уйти – δεν ξεπερνώ πολύ κάποιον•почва или земля ушла из-под ног – το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια•уйти в себя – α) αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου), β) κλείνομαι στο καβούκι.
См. также в других словарях:
время жизни — на уровне; время жизни Время, в течение которого вероятность нахождения системы на данном уровне уменьшается в е раз … Политехнический терминологический толковый словарь
ВРЕМЯ ЖИЗНИ — 1) средняя продолжительность t существования возбуждённых состояний молекул, атомов, ядер атомных, заканчивающаяся спонтанным (самопроизвольным) их переходом в менее возбуждённое или в осн. состояние; т важная хар ка состояний или уровней энергии … Физическая энциклопедия
время жизни — Интервал выполнения программы, в течение которого программный объект сохраняет свое значение. [Е.С.Алексеев, А.А.Мячев. Англо русский толковый словарь по системотехнике ЭВМ. Москва 1993] Тематики информационные технологии в целом EN lifetime … Справочник технического переводчика
Время жизни — квантовомеханической системы (частицы, ядра, атома, энергетического уровня и т. д.) промежуток времени τ, в течение которого система распадается с вероятностью где e = 2,71828… основание натуральных логарифмов. Если рассматривается ансамбль… … Википедия
время жизни — gyvavimo trukmė statusas T sritis fizika atitikmenys: angl. lifetime vok. Lebensdauer, f rus. время жизни, n; время существования, n; продолжительность жизни, f pranc. durée de vie, f; vie, f … Fizikos terminų žodynas
Время жизни — в физике, средняя продолжительность τ существования: 1) возбуждённых состояний Атомов и молекул (См. Молекула), заканчивающегося спонтанным (самопроизвольным) переходом частиц в менее возбуждённое или в основное (невозбуждённое)… … Большая советская энциклопедия
время жизни на уровне — время жизни Время, в течение которого вероятность нахождения системы на данном уровне уменьшается в е раз. [Сборник рекомендуемых терминов. Выпуск 75. Квантовая электроника. Академия наук СССР. Комитет научно технической терминологии. 1984 г.]… … Справочник технического переводчика
Время жизни пакета — в сетях TCP/IP период времени, задающий срок хранения или использования пакета. Время жизни пакета кодируется в специальном поле IP заголовка и определяется количеством транзитных участков на маршруте от отправителя к получателю. По английски:… … Финансовый словарь
время жизни на уровне — время жизни на уровне; время жизни Время, в течение которого вероятность нахождения системы на данном уровне уменьшается в е раз … Политехнический терминологический толковый словарь
Время жизни (значения) — Время жизни: англ. Time to live (TTL) в компьютерных сетях предельное число переходов или период времени, в течение которого пакет может существовать до своего исчезновения. Время жизни квантовомеханической системы промежуток… … Википедия
время жизни уровня энергии — Время, в течение которого населенность данного уровня энергии убывает в e раз. [ГОСТ 15093 90] Тематики лазерное оборудование … Справочник технического переводчика