-
81 испрясть
-яду, -ядешь, παρλθ. χρ. испрял-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. испрядший,επιρ. μτχ. испрядяρ.σ. γνέθω όλο ή ως το τέλος•испрясть весь лен γνέθω όλο το λινάρι.
καταναλώνομαι για γνέσιμο. -
82 истаять
-аю, -аешь ρ.σ.λιώνω, τήκομαι•воск весь -ял το κηρί όλο έλιωσε.
|| μτφ. εξασθενίζω•она совсем -ла от тоски αυτή έλιωσε από τη θλίψη.
-
83 истопить
истопить 1-оплю, -опишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истопленный, -лен, -а, -оρ.σ.μ.ανάβω• θερμαίνω. || καταναλώνω για θέρμανση.ανάβω, θερμαίνομαι.истопить 2ρ.σ.μ.(γραμμ. στοιχεία βλ. истопить 1) λιώνω θερμαίνοντας•истопить всё сало λιώνω όλο το λίπος.
λιώνω•воск весь истопился όλο το κηρί έλιωσε.
-
84 исчерпать
ρ.σ.μ. εξαντλώ• καταναλώνω, ξοδεύω, τελειώνω•исчерпать весь запас εξαντλώ όλο το απόθεμα•
силы исчерпаны οι δυνάμεις εξαντλήθηκαν•
исчерпать средства εξαντλώ τα μέσα•
исчерпать вопрос εξαντλώ το θέμα•
исчерпать повестку дня εξαντλώ την ημερήσια διάταξη.
εξαντλούμαι• καταναλώνω, ξοδεύομαι, τελειώνω. -
85 исчиркать
ρ.σ.μ. (για σπίρτα) καταναλώνω, ξοδεύω ανάβοντας•исчиркать весь коробок ξόδεψα όλο το σπιρτοκούτι.
-
86 капитал
-а α.1. (οικον.) κεφάλαιο•стри-ны -а οι καπιταλιστικές χώρες•
торговый капитал το εμπορευματικό κεφάλαιο•
банковский капитал τραπεζιτικό κεφάλαιο•
постоянный капитал σταθερό κεφάλαιο•
переменный капитал μεταβλητό κεφάλαιο•
оборотный κυκλοφοριακό κεφάλαιο•
денежный капитал χρηματικό κεφάλαιο•
производительный капитал παραγωγικό κεφάλαιο•
ссудный капитал δανειστικό κεφάλαιο•
мёртвый капитал νεκρό κεφάλαιο•
капитал в акциях μετοχικό κεφάλαιο•
накопление -а αποκόμιση κεφαλαίων.
2. μτφ. πλούτος, θησαυρός, αξία•весь мой капитал – знания όλος μου ο πλούτος είναι οι γνώσεις.
-
87 клясть
кляну, клянёшь, παρλθ. χρ. клял, кляли, клялоρ.δ. μ. καταριέμαι., αναθεματίζω•-нёт его весь народ τον καταριέται όλος ο κόσμος.
ορκίζομαι, κάνω όρκο, ορκοδοτώ, αμόνω. -
88 мах
мах 1-а α.1. κίνηση γρήγορη στον αέρα. || περιστροφή τροχού.2. βήμα ζώων (ιδίως αλόγων).εκφρ.одним ή единым -ом, с одного ή единого -у; с -у – μονομιάς, με μιας στο άψε-σβήσε•во весь мах – ολοταχώς•с -у, со всего -у – ξαφνικά, απότομα, με ξαφνική απότομη κίνηση•дать -у – λαθεύω, αστοχώ.мах 2επιφ. με σημ. κατηγ. φρατ (στη στιγμή, ακαριαία). -
89 мир
мир 1-а, πλθ. -ы α.1. ο κόσμος, το σύμπαν•происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•
весь мир όλος ο κόσμος•
миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.
2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.4. κοινωνία•античный мир ο αρχαίος κόσμος•
капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•
социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.
|| τάξη, κοινωνικό σύστημα•старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.
5. σφαίρα ζωής•животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•
растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•
духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.
|| κύκλος (ανθρώπων)•мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.
6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•
жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).
εκφρ.всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•пойти (ходить, идти – κ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).мир 2-а α.1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•жить в -е ζω ειρηνικά•
нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•
мир души ψυχική γαλήνη•
борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•
мир народам! ειρήνη στους λαούς!•
прочный мир σταθερή ειρήνη•
оплот -а προπύργιο της ειρήνης•
мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).
2. συνθήκη, συμφωνία•заключить мир κλείνω ειρήνη•
подписать мир υπογράφω ειρήνη•
переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.
3. ησυχία•я хочу мир θέλω ησυχία.
εκφρ.мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•мир дому сему – παλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον). -
90 навозить
наво/ зить 1-ожу, -озишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навоженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ. λιπαίνω με κόπρο, φουσκίζω•навозить поле φουσκίζω το χωράφι.
λιπαίνομαι, φουσκίζομαι.навози/ть 2-ожу, -озишьρ.δ.βλ. навезти.1. μεταφέρομαι.2. μεταφέρω•-лся весь день дров όλη τη μέρα μετέφερα καυσόξυλα.
навози/ть 3-ожу, -озишь ρ.σ.μ.μεταφέρω, κουβαλώ (με μεταφ. μέσο)•навозить дрова на зиму μεταφέρω καυσόξυλα για το χειμώνα.
περιφέρομαι, περιέρχομαι, περιτρέχω κουράζομαι από τα τρεξίματα. -
91 напролёт
επίρ.αδιάκοπτα, ασταμάτητα, αδιαλείπτως, συνεχώς•всю ночь напролёт ολονύκτια, ολονυχτίς•
весь день напролёт ολοήμερα, ολημερίς.
-
92 народ
-а α.1. λαός•советский народ σοβιετικός λαός•
греческий народ ελληνικός λαός•
все -ы мира όλοι οι λαοί της γης•
трудовой народ ο λαός της δουλειάς (οι εργαζόμενοι).
2. άνθρωποι•там был разный народ εκεί ήταν διάφοροι άνθρωποι.
|| κόσμος•собралось много -у μαζεύτηκε πολύς κόσμος.
εκφρ.простой народ – ο απλός λαός, λαοτζίκος, κοσμάκης, πόπολο•чрный (подлый) народ – (στην ταζική κοινωνία) οι απόκληροι της γης, η φτωχολογιά•на -е – στην κοινωνία, στον κόσμο, με τον κόσμο•на весь народ – μεγαλώφωνα, στην διαπασών, με τυρρηνική σάλπιγγα. -
93 наружу
επίρ.1. προς τα έξω•дверь открывается наружу η πόρτα ανοίγει προς τα έξω•
крот вишел наружу ο τυφλοπόντικας βγήκε έξω.
2. μτφ. στα φόρα, στο φως•правда вышла наружу η αλήθεια έλαμψε•
все его плутни вышли (выведены) όλες οι κατεργαριές του βγήκαν στα φόρα.
εκφρ.весь (в(ся) наружу – ειλικρινέστατος, -η, που δεν κρύβει τίποτε•всё наружу – τίποτε το κρυφό. -
94 облетать
-
95 обносить
обносить 1-ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обношенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.)1. φορώ (για να στρώσει)•обносить новый костюм φορώ το καινούριο κοστούμι για να στρώσει.
2. φθείρω, τρίβω, σώνω, λιώνω (με τη χρήση)κουρελιάζω.1. κουρελιάζω•я весь -лся όλα μου τα ρούχα κουρέλιασαν•
пальто -лось το πανωφόρι τρίφτηκε (κουρέλιασε).
2. στρώνω, έρχομαι, κάθομαι καλά στο σώμα (με τη συνεχή χρήση).обносить 2-ошу, -осишьρ.δ.βλ. обнести.περιφράζομαι, περιτοιχίζομαι. -
96 обойти
обойду, обойдёшь, παρλθ. χρ. обошёл, -шла, -шло, προστκ. обойди, μτχ. παρλθ. χρ. обошедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обойдённый, βρ: -дён, -дена, -дено, επιρ. μτχ. обошедши κ. обойдяρ.σ.μ.1. γυρίζω, κάνω γύρο, φέρνω γύρω. || (περι)κυκλώνω, πολιορκώ•обойти зверя περικυκλώνω το θηρίο.
|| (στρατ.) υπερφαλαγγίζω.2. παρακάμπτω, περνώ δίπλα. || μτφ. αποφεύγω, δε θίγω. || μτφ. αφήνω στάσιμο, δεν προβιβάζω.3. περιέρχομαι, γυρίζω παντού, τα φέρω όλα γύρω. || περιέρχομαι έναν-έναν, περνώ με τη. σειρά όλους. || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, κυκλοφορώ•новость обошла весь город η είδηση διαδόθηκε σ όλη την πόλη.
4. (κυρλξ. κ. μτφ.) ξεπερνώ, προσπερνώ, προηγούμαι•он обошл эту трудность αυτός την ξεπέρασε αυτή τη δυσκολία.
5. (εξ)απατώ•его обошли τον αξαπάτησαν.
1. φέρνομαι, συμπεριφέρνομαι•обойти грубо συμπεριφέρνομαι απότομα.
2. κοστίζω, στοιχίζω•обед мне обошлся дорого το γεύμα μου κόστισε ακριβά.
3. τα βολεύω, τα βγάζω πέρα•трудно, но как-нибудь обойдусь είναι δύσκολα, όμως κάπως θα τα βγάλω πέρα.
|| τα καταφέρνω•без него обойдёмся χωρίς αυτόν θα τα καταφέρομε.
|| αρκούμαι, περνώ, πορεύω.4. (με την πρόθεση «без») δεν περνώ, δεν κάνω, δε γίνομαι•без пищи нельзя обойти χωρίς τροφή δεν κάνεις.
5. περνώ καλά, αίσια, τελειώνω με το καλό•всё обошлось благополучно όλα πήγαν καλά.
6. συνηθίζω, εξο ικειώνομαι.7. διαλκ. (για αγελάδες, φοράδες) γκαστρώνομαι. -
97 обходить(ся)
ρ.δ.βλ. обойти(съ).обходить 2-ожу, -одишь ρ.σ.μ.γυρίζω, περιέρχομαι•обходить(ся) весь город γυρίζω όλη την πόλη.
-
98 опор
-а α: во весь опор με όλη την ταχύτητα. -
99 отстоять
отстоять 1-тою, -тоишьρ.σ.μ.υπερασπίζω, -ομαι, προασπίζω, -ομαι•отстоять родину υπερασπίζω την πατρίδα.
|| υποστηρίζω•отстоять свою точку зрения υποστηρίζω την άποψη μου.
отстоять 2-тою, -тоишьρ.σ.1. μένω, παραμένω ορθός ως το τέλος•отстоять на ногах весь концерт στέκομαι ορθός ως το τέλος της συναυλίας.
2. κουράζομαι από την ορθοστασία.отстоять 3-тою, -тоишьρ.δ.βρίσκομαι σε κάποια απόσταση, είμαι μακριά από•дом -ит от деревни на полкилометра το σπίτι είναι μακριά από το χωριό μισό χιλιόμετρο.
-
100 охватить
-ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. охваченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. αγκαλιάζω, κλείνω στην αγκαλιά•охватить руками ствол дерева αγκαλιάζω τον κορμό του δέντρου•
мать -ла руками е дочь и долго плакала η μάνα αγκάλιασε την κόρη της και πολλή ώρα έκλαιγε.
2. περιζώνω, περιβάλλω, πε-ρικλώνω. || υπερφαλαγγίζω.3. τυλίγω•плнмя -ло дом η φλόγα τύλιξε το σπίτι.
|| (για αισθήματα, σκέψεις) κυριεύω, καταλαβαίνω, πιάνω.4. διαδίδομαι, ξαπλώνομαι•зариза -ла весь город η μόλυνση αγκάλιασε όλη την πόλη•
забастовка -ла всю страну η απεργία αγκάλιασε όλη τη χώρα.
5. τραβώ, προσελκύω.εκφρ.охватить взглядом (взором) – φέρνω το βλέμμα γύρω, περιβλέπω.
См. также в других словарях:
весь — 1. ВЕСЬ, всего, м.; ВСЯ, всей, ж.; ВСЁ, всего, ср.; ВСЕ, всех, вин. неодуш.: все; вин. одуш.: всех. мн.; местоим. прил. 1. Такой, который рассматривается в полном объёме; целый, полный. Отдыхать всё лето. Во всём мире. Молчать всю дорогу.… … Энциклопедический словарь
ВЕСЬ — 1. ВЕСЬ1, вся, всё, род. всего, всей, всего, мн. все, всех, мест. 1. Целый, полный, без изъятия. Весь день. Весь мир. Вся Москва. Все люди смертны. Запачкал всё пальто. Все руки исцарапаны. Отсюда до города километров 35, а то и все 40. || Входя… … Толковый словарь Ушакова
ВЕСЬ — 1. ВЕСЬ1, вся, всё, род. всего, всей, всего, мн. все, всех, мест. 1. Целый, полный, без изъятия. Весь день. Весь мир. Вся Москва. Все люди смертны. Запачкал всё пальто. Все руки исцарапаны. Отсюда до города километров 35, а то и все 40. || Входя… … Толковый словарь Ушакова
ВЕСЬ — жен., новг. сельцо, селение, деревня; ·умалит. весца, сиб. веслина. Весняк муж. веснянка жен., ·стар. крестьяне, поселяне, селянин, уроженец или житель веси. II. ВЕСЬ вся, все, мн. все, мест. или прил., целиком, целый, сполна, совсем, сплошь, с… … Толковый словарь Даля
ВЕСЬ — жен., новг. сельцо, селение, деревня; ·умалит. весца, сиб. веслина. Весняк муж. веснянка жен., ·стар. крестьяне, поселяне, селянин, уроженец или житель веси. II. ВЕСЬ вся, все, мн. все, мест. или прил., целиком, целый, сполна, совсем, сплошь, с… … Толковый словарь Даля
Весь — Весь: Весь русское определительное местоимение. Весь древнерусское слово для обозначения деревни. Весь прибалтийско финское племя, участвовавшее в этногенезе вепсов и карелов людиков. Топоним Весь село в Суздальском районе Владимирской области.… … Википедия
весь — (вся, всё, все), полный, целый, круглый; огулом, огульно, сполна, поголовно, вполне, гуртом, оптом, полностью, вдосталь, в полном составе (in toto et corpore), во всем объеме, всецело, кругом, дочиста, дотла, в лоск, вконец, совсем, всё (до… … Словарь синонимов
весь — ВЕСЬ, всего, муж.; жен. вся, всей; ср. всё, всего; мн. все, всех, определит. 1. Полный, без изъятия, целиком. Всю ночь читал. Со всей энергией. Я всё сказал. У меня всё (я кончил говорить). Патриарх всея Руси (всея старая форма род. ед.). 2. всё … Толковый словарь Ожегова
Весь я — All Of Me Жанр комедия Режиссёр Карл Райнер В главных ролях Стив Мартин Виктория Теннант Лили Томлин Длительность 93 мин … Википедия
Весь — (иноск.) вышелъ, кончился, умеръ (Тверск.). Ср. «Сахаръ весь» (вышелъ). Ср. «Она вся» (скончалась) … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ВЕСЬ 1 — ВЕСЬ 1, всего, м.; ж. вся, всей; ср. всё, всего; мн. все, всех, мест. определит. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 … Толковый словарь Ожегова