Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

вела

  • 1 вести

    веду, ведешь, παρλθ. χρ. вел, вела, -ло, μτχ. ενστ. ведущий, μτχ. παρλθ. χρ. ведший, παθ. μτχ. ενστ. ведомый, επίρ. μτχ. ведя; ρ.δ.
    1. μ. οδηγώ, προσάγω•

    вести слепого за руку οδηγώ τον τυφλό από το χέρι.

    || βαδίζω επικεφαλής•

    вести войско в бой βαδίζω επικεφαλής του στρατεύματος στη μάχη.

    || οδηγώ (όχημα, πλοίο κ.τ.τ.)
    2. μτφ. διευθύνω, καθοδηγώ•

    вести практические занятия καθοδηγώ τις πρακτικές ασκήσεις.

    3. κατευθύνω•

    все дороги ведут в рим όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη.

    4. διεξάγω εργασία, φτιάχνω, κάνω•

    он смотрел, как ведут железные дороги αυτός κοίταζε, πως φτιάχνουν τις σιδηροδρομικές γραμμές•

    они вели телефонные провода αυτοί περνούσαν τηλεφωνικά καλώδια.

    5. φέρω, άγω• καταλήγω•

    куда -ет эта дорога? που οδηγεί αυτός ο δρόμος;

    μτφ. συνεπάγομαι, συνεπιφέρω, έχω σαν αποτέλεσμα•

    алкоголизм -етквы-ровдению ο αλκολισμός οδηγεί στον εκφυλισμό.

    6. απρόσ. σκεβρώνω•

    доску -ет от сырости η οανίδα σκεβρώνει από την υγρασία.

    7. μ. κρατώ• διεξάγω, τηρώ, διατηρώ, εκτελώ•

    вести протокол κρατώ πρακτικό•

    вести дневник κρατώ ημερολόγιο•

    вести записи κρατώ σημειώσεις•

    вести огонь ανάβω φωτιά•

    вести знакомство πιάνω γνωριμία•

    вести войну διεξάγω (κάνω) πόλεμο•

    вести борьбу κάνω αγώνα (αγωνίζομαι)•

    вести разговор κάνω κουβέντα, κουβεντιάζω, συνομιλώ•

    вести переписку έχω αλληλογοαφία (αλληλογραφώ).

    εκφρ.
    вести свой род от кого – έλκω το γένος απο....- начало от... έχω την αρχή απο... вести себя как φέρνομαι σαν
    1. διεξάγομαι, γίνομαι. || επιτελούμαι, πραγματοποιούμαι•

    -утся переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις.

    2. οδηγούμαι, διευθύνομαι, διοικούμαι•

    корабль -ется опытным капитаном το καράβι οδηγείται από έμπειρο καπετάνιο.

    3. απρόσ. υνηθίζεται•

    так -ется исстари έτσι συνηθίζεται από παλιά.

    4. πολλαπλασιάζομαι, πληθαίνω, -θύνομαι, αβγαταίνω•

    хорошо -утся куры καλά προκόβουν οι κότες.

    Большой русско-греческий словарь > вести

  • 2 доцвести

    -етёт, παρλθ. χρ. -вёл, -вела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. доцветший
    ρ.σ.
    ανθίζω εντελώς, ανθοβολώ• ανθίζω ως ένα σημείο.

    Большой русско-греческий словарь > доцвести

  • 3 извести

    -веду, -ведёшь, παρλθ. χρ. извёл, -вела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. изведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изведённый, βρ: -дён, -дена, -дено ρ.σ.μ.
    1. ξοδεύω, δαπανώ• καταναλώνω•

    извести много денег ξοδεύω πολλά χρήματα•

    извести много бумаги καταναλώνω πολύ χαρτί.

    2. εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, αφανίζω, ξεκάνω•

    извести мышей εξολοθρεύω τα ποντίκια•

    этот злодей хотел меня извести αυτός ο κακούργος ήθελε να με εξοντώσει•

    извести леса καταστρέφω τα δάση.

    Большой русско-греческий словарь > извести

  • 4 навести

    -веду, -ведёшь, παρλθ. χρ. навёл
    -вела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. наведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наведённый, βρ: -дён, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. наведя ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρω, άγω. || κατευθύνω. || υποδείχνω (για κλοπή).
    2. σπρώχνω, ωθώ παρακινώ, προτρέπω. || γυρίζω, στρέφω, κατευθύνω (για συνομιλία, λόγο κ.τ.τ.).
    3. μτφ. εμπνέω, εμβάλλω προξενώ, προκαλώ (φόβο, θλίψη κ.τ.τ.).
    4. κατευθύνω, στρέφω, γυρίζω•

    навести телескоп на луну κατευθύνω το τηλεσκόπιο κατά το φεγγάρι.

    || (στρατ.) σκοπεύω.
    5. κατασκευάζω, κάνω, φτιάχνω•

    навести переправу φτιάχνω πορθμείο•

    мост φτιάνω γεφύρι.

    6. περνώ, καλύπτω (με χρώματα, βερνίκι κ.τ.τ.).
    7. προσδίνω•

    красоту προσδίνω ομορφιά•

    навести блеск προσδίνω λάμψη (γυαλάδα).

    || βάζω, επιβάλλω•

    навести порядок βάζω τάξη.

    8. φέρω•

    -вл ко мне много гостей μου έφερε πολλούς μουσαφιρέους.

    9. γεννώ (πολλά).
    εκφρ.
    навести критику – κριτικάρω•
    справку (справки) – πληροφορούμαι, μαθαίνω•
    на ум – φέρω στα μυαλά, λογικεύω, σωφρονίζω, βάζω μυαλό.

    Большой русско-греческий словарь > навести

  • 5 низвести

    -веду, -ведшь, παρλθ. χρ. низвл
    -вела, -до, μτχ. παρλθ. χρ. низведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. низведенный, βρ: -ден, -дена, -дено ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω•

    низвести на пол κατεβάζω στο πάτωμα.

    2. μτφ. μειώνω, υποβιβάζω• υποτιμώ ταπεινώνω.
    εκφρ.
    низвести с нба на землюπαλ. κατεβάζω από τα νέφη στην γή (στην πραγματικότητα), προσγειώνω στην πραγματικότητα.

    Большой русско-греческий словарь > низвести

  • 6 отвести

    -еду, -едешь, παρλθ. χρ. отвёл, -вела, -ло μτχ. παρλθ. χρ. отведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отведенный, βρ: -ден, -дена, -дено επιρ. μτχ. отведя
    ρ.σ.μ.
    1. φέρω, πηγαίνω•

    отвести ребёнка в детский сад πηγαίνω το παιδάκι στον παιδικό σταθμό.

    2. απάγω, αποσύρω, απομακρύνω παίρνω•

    отвести стадо от дороги παίρνω το κοπάδι από το δρόμο.

    || μεταφέρω, μετακομίζω. || μτφ. απομακρύνω, αποξενώνω.
    3. διοχετεύω, παροχετεύω αποχετεύω παίρνω•

    -воду от города διοχετεύω τα νερά έξω από την πόλη•

    отвести глаза παίρνω τα μάτια (κοιτάζω αλλού).

    || αποκρούω•

    отвести удар αποκρούωτο χτύπημα.

    || προλαβαίνω, αποτρέπω, αποσοβώ•

    беду προλαβαίνω το κακό.

    4. μτφ. απορρίπτω, δε δέχομαι• — заявление δεν κάνω δεκτή την αίτηση.
    5. παραχωρώ, παρέχω• χορηγώ•

    отвести участок под школьный сад παραχωρώ τόπο για σχολικό κήπο.

    6. πολλαπλασιάζω με καταβολάδες.
    εκφρ.
    отвести глаза кому – αποτραβώ την προσοχή κάποιου, εξαπατώ, ξεγελώ.

    Большой русско-греческий словарь > отвести

  • 7 перевести

    -веду, -ведшь, παρλθ. χρ. перевл
    -вела, -вело, μτχ. παρλθ. χρ. пере-вдший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. переведши κ. переведя,
    ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω• μεταφέρω•

    перевести стрелку часов μετακινώ το δείχτη του ρολογιού•

    перевести больного в другую палату μεταφέρω τον ασθενή σε άλλο θάλαμο.

    || οδηγώ, περνώ•

    перевести слепого через улицу περνώ τον τυφλό από το δρόμο.

    2. (για υπάλληλους)• μεταθέτω. || προβιβάζω, προάγω.
    3. (για βλέμμα, μάτια)• περιφέρω, στρέφω, γυρίζω. || κατευθύνω γυρίζω•

    перевести разговор на другое γυρίζω την κουβέντα αλλού.

    4. μεταβιβάζω•

    перевести имение на имя своей жены μεταβιβάζω, το κτήμα στο όνομα της συζύγου μου.

    5. στέλλω, αποστέλλω•

    перевести деньги родителям αποστέλλω χρήματα στους γονείς• перевести 100 рублей по телеграфу στέλλω 100 ρούβλια τηλεγραφικώς.

    6. μεταφράζω•

    перевести книгу с русского языка на греческий μεταφράζω βιβλίο από τα ρωσικά στα ελληνικά.

    || (για χρημ. αξία)• μετατρέπω μεταφέρω• перевести 1000 рублей на греческие драхмы μετατρέπω 1000 ρούβλια σε ελληνικές δραχμές.
    7. αποτυπώνω, ξεσηκώνω, βγάζω•

    перевести рисунок αποτυπώνω σχέδιο.

    8. καταστρέφω, εξοντώνω, εξολοθρεύω, ξεκάνω, αφανίζω•

    перевести крыс εξολοθρεύω τους αρουραίους.

    || σπαταλώ σκορπίζω.
    εκφρ.
    перевести дух (дыхание); – α)ανασαίνω βαθιά; β) ανασαίνω πρόσκαιρα (μτφ.).
    1. μεταθέτομαι, μετατίθεμαι•

    перевести в провинцию μεταθέτομαι στην επαρχία.

    2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι. || σπαταλώμαι.
    3. αποτυπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > перевести

  • 8 повести

    -веду, -ведшь, παρλθ. χρ. повёл
    -вела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. поведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поведённый, βρ: -дён, -дена, -дено
    ρ.σ.
    1. βλ. вести.
    2. σκεβρώνω.
    3. κουνώ, κινώ•

    повести бровями κουνώ τα φρύδια•

    повести плечом κουνώ τον ώμο.

    εκφρ.
    (и) глазом (бровью) не повести – αδιαφορώ τελείως, καθόλου δε δίνω σημασία.
    1. βλ. вестись.
    2. αναπτύσσω σχέσεις, δεσμούς, συνδέομαι, συναναστρέφομαι, κάνω παρέα•

    с кем -ведшься сто-го и набершья παρμ. πες μου ποια είναι η συντροφιά σου να σου πω ποια είναι η ανθρωπιά σου ή πες μου ποιόν κάνεις παρέα να σου πω ποιος είσαι.

    Большой русско-греческий словарь > повести

  • 9 подвести

    -веду, -ведёшь, παρλθ. подвёл, -вела, -ло, παρλθ. χρ. подведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подведенный, βρ: -ден, -дена, -о
    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρνω κοντά, πλησιάζω, σιμώνω, προσεγγίζω. || φτάνω, φέρω ως ενώνω.
    2. βάζω, θέτω, τοποθετώ κάτω απο. || χτίζω, φτιάχνω. || μτφ. ερευνώ, ψάχνω να βρω (επιχειρήματα κ.τ.τ.).
    μτφ. βάζω, υποτάσσω.
    3. φέρω σε δύσκολη θέση. || μτφ. περιάγω, φέρω, οδηγώ.
    4. κάνω, εκτελώ•

    подвести счёт κάνω λογαριασμό.

    5. βάφω, χρωματίζω ελαφρά• φτιασιδώνω, μακιγιάρω,
    6. (απράσ.) ξεπέφτω, αδυνατίζω,εξαντλούμαι.
    εκφρ.
    подвести часы – βάζω το ωρολόγι (φέρω τους δείχτες στην ακριβή ώρα)•
    живот (желудок) -ло – η κοιλιά ή το στομάχι διαμαρτύρεται (θέλω να φάω).
    -йсь βάφομαι, χρωματίζομαι ελαφρά φτιασιδώνομαι, μακιγιάρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подвести

  • 10 произвести

    -веду, -ведшь, παρλθ. χρ. произвл
    -вела, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. произведенный, βρ: -ден, -дена, -дено μτχ. παρλθ. χρ. произведший ρ.σ.μ.
    1. κάνω, εκτελώ, φτιάχνω• εκπληρώ, διεξάγω•

    произвести ремонт κάνω επισκευή•

    произвести опыт κάνω πείραμα•

    произвести выстрел πυροβολώ•

    произвести вычисление κάνω λογαριασμό (λογαριάζω)•

    произвести следствие κάνω ανάκριση (ανακρίνω)•

    произвести атомное подземное испытание κάνω ατομική υπόγεια δοκιμή•

    произвести раскопки διεξάγω ανασκαφές•

    произвести обыск κάνω έρευνα•

    -аресты κάνω συλλήψεις.

    2. παράγω, βγάζω•

    товары массого употребления παράγω εμπορεύματα πλατιάς κατανάλωσης.

    3. προκαλώ, προξενώ•

    произвести впечатление, сенсацию κάνω εντύπωση, αίσθηση•

    произвести шум κάνω θόρυβο κ., μτφ. κρότο.

    || γεννώ, τίκτω•

    произвести на свет ребнка φέρω στον κόσμο παιδάκι.

    4. προβιβάζω, προάγω•

    произвести в генералы προάγω σε στρατηγό.

    Большой русско-греческий словарь > произвести

См. также в других словарях:

  • Вела — Вела: Фамилия Вела, Карлос Часть фамилии Нуньес Вела, Бласко Нери Вела, Родольфо Вела Чирибога, Рауль Эдуардо Бартоломе Арсанс де Орсуа и Вела Топоним Вела (Гуарда) Часть топонима Вела Лука Кастиль де Вела Паресе Вела См. также Wella Wella AG… …   Википедия

  • Вела — Велимир, Виолетта, Новелла, Савелла, Эвелина Словарь русских личных имен. Н. А. Петровский. 2011 …   Словарь личных имен

  • Вела — Винченцо (Vela, Vincenzo) 1820, Милан 1891, Турин. Итальянский скульптор. Один из крупных мастеров итальянского веризма. Учился у Б. Каччьятори в Милане. Увлечение античной скульптурой, знание традиций пластики Возрождения и барокко проявилось в… …   Европейское искусство: Живопись. Скульптура. Графика: Энциклопедия

  • Вела Хименес — исп. Vela Jiménez граф Алавы около 870   883 …   Википедия

  • Вела Лука — Город Вела Лука Vela Luka Страна ХорватияХорватия …   Википедия

  • Вела, Карлос — Карлос Вела …   Википедия

  • Вела-Лука — Город Вела Лука Vela Luka Страна ХорватияХорватия …   Википедия

  • Вела (Гуарда) — У этого термина существуют и другие значения, см. Вела. Район Вела (Гуарда) Vela (Guarda) Страна Португалия …   Википедия

  • Вела Чирибога, Рауль Эдуардо — Его Высокопреосвященство кардинал Рауль Эдуардо Вела Чирибога (исп. Raúl Eduardo Vela Chiriboga), (род. 1 января 1934, Риобамба, Эквадор). Эквадорский кардинал. Вспомогательный епископ Гуаякиля и титулярный епископ Аусафы с 20 апреля 1972 по …   Википедия

  • Вела — (Виченцо Vela) один из лучших итальянских скульпторов новейшего времени, родом швейцарец (1822 1891). Сначала он работал в качестве каменотеса при реставрации Миланского собора, а потом учился ваянию у Каччьятори, отправился в 1847 г. в Рим,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Вела, Виченцо — (Vela) один из лучших итальянских скульпторов новейшего времени, родом швейцарец (1822 1891). Сначала он работал в качестве каменотеса при реставрации Миланского собора, а потом учился ваянию у Каччьятори, отправился в 1847 г. в Рим, участвовал в …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»