Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ваш+ru

  • 1 ваш

    ваш (ваша, ваше, ваши ) (δικός) σας это \ваша книга? δικό σας είναι αυτό το βιβλίο; \ваша мать η μητέρα σας \ваш отец о πατέρας σας \ваши до машние οι δικοί σας где \ваши чемоданы? πού είναι οι βα λίτσες σας;
    * * *
    (ваша, ваше, ваши)

    э́то ваша кни́га? — κό σας είναι αυτό το βιβλίο

    ваш оте́ц — ο πατέρας σας

    ваши дома́шние — οι δικοί σας

    где ваши чемода́ны? — που είναι οι βαλίτσες σας

    Русско-греческий словарь > ваш

  • 2 ваш

    ваш
    (ваша, ваше, ваши)
    1. мест, при-тяж. σας/(1)δικός σας, (Ι)δική σας, (ί)δι-κό[ν] σας (в качестве сказуемого):
    эта книга моя, а эта \ваша αὐτό τό βιβλίο εἶναι (ί)δικό ιϊου, καί αὐτό εἶναι τό ©δικό σας;.\ваш дом τό σπίτι σας; к \вашим услу́гам εἶμαι στή διάθεσή σας; по \вашему мнению κατά τή γνώμη σας; по \вашему желанию ὅπως ἐπιθυμείτε, ὀπως σᾶς ἀρέσει; это \ваше дело αὐτό εἰνε δική σας δουλειά, αὐτό ἀφορα ἐσᾶς;
    2. сущ. \ваши мн. (домашние) οἱ δικοί σας, οἱ συγγενείς σας.

    Русско-новогреческий словарь > ваш

  • 3 ваш

    -его α., ваша, -ей θ., ваше, -его ουδ. πλθ. ваши, -их.
    κτητ. αντων. δικός σας, δική σας, δικό σας•

    ваш дом το σπίτι σας•

    ваша книга το βιβλίο σας•

    ваше поле το χωράφι σας.

    || ως κατηγ. это дело ваше αυτό είναι δική σας υπόθεση•

    ваше мнение? η γνώμη μη σας;•

    по -ему мнению κατά τη γνώμη σας.

    εκφρ.
    ваш – (στο τέλος επιστολής) δικός σας•
    - е благородие – η ευγένεια σας•
    - е превосходительство – η εξοχότητά σας•
    - е сиятельство – η εκλαμπρότητά σας.

    Большой русско-греческий словарь > ваш

  • 4 ваш

    [βάς] αντ. σας, δικός σας, δική σας, δικό σας

    Русско-греческий новый словарь > ваш

  • 5 ваш

    [βάς] αντ σας, δικός σας, δική σας, δικό σας

    Русско-эллинский словарь > ваш

  • 6 нимало

    нимало
    нареч διόλου, καθόλου:
    ваш вопрос меня \нимало не смущает ἡ ἐρώτησή σας δέν μέ πειράζει καθόλου.

    Русско-новогреческий словарь > нимало

  • 7 покорный

    поко́рн||ый
    прил ὑπάκουος, πειθήνιος· ◊ ваш \покорныйый слуга δοῦλος σας!· \покорныйая просьба ἡ ταπεινή παράκληση.

    Русско-новогреческий словарь > покорный

  • 8 ход

    ход
    м
    1. (движение) ἡ κίνηση [-ις], ἡ πορεία, τό βάδισμα/ ἡ λειτουργία (механизма)/ ἡ ταχύτητα [-ης] (скорость):
    \ход поезда ἡ κίνηση τοῦ τραίνου· \ход поршня ἡ κίνηση τοῦ ἐμβόλου, ἡ λειτουργία μηχανής· задний \ход κίνηση προς τά ὁπίσω, ὅπισθεν тихий \ход ἡ μικρή ταχύτητα· полный \ход μεγάλη ταχύτητα, ὁλοταχώς· холостой \ход тех. ἡ κίνηση στά ἄδεια· на гу́сеничном \ходу́ ἀλυσσοφόρος· пять часов \ходу πέντε ὠρες δρόμος, πέντε ὠρες πορείας· дать задний \ход κάνω ὅπισθεν убавить (замедлить) \ход ἐλαττώνω τήν ταχύτητα· прыгать на \ходу πηδώ ἐν κινήσει·
    2. (развитие, течение) ἡ ἐξέλιξη [-ις], ἡ πορεία:
    \ход мыслей ἡ πορεία τών συλλογισμών \ход болезни ἡ πορεία τής ἀσθένειας· \ход вещей ἡ ἐξέλιξη (или ἡ πορεία) τών πραγμάτων в \ходе бо́я στήν πορεία τής μάχης· в \ходе переговоров στήν πορεία τῶν διαπραγματεύσεων
    3. (вход, проход) ἡ είσοδος:
    парадный \ход ἡ κυρία είσοδος· черный \ход ἡ είσοδος τής ὑπηρεσίας, ἡ πίσω πόρτα· потайной \ход ἡ μυστική πόρτα·
    4. (в игре) ἡ κίνηση (в шахматах и т. ἡ.)/ ἡ σειρά (в картах):
    ваш \ход ἡ σειρά σας νά παίξετε· ◊ на \ходу́ (попутно, мимоходом) στό πόδι, στά ὅρθια· с ходу разг στά πεταχτά, στά γρήγορα, διά μιας· быть в \ходу κυκλοφορώ, εἶμαι σέ χρήση· эти товары в большом \ходу́ αὐτά τά ἐμπορεύματα ἔχουν μεγάλη πέραση· пойти́ в \ход καταναλώνομαι, ἔχω ζήτηση· пустить в \ход а) (машину и т. ἡ.) βάζω μπρος, βάζω σέ κίνηση, θέτω είς κίνησιν, б) перен βάζω σέ ἐνέργεια· пустить в \ход все средства βάζω σέ ἐνέργεια ὅλα τά μέσα· дать \ход делу βάζω μπρος τήν ὑπόθεση· не давать \ходу кому́-л. δέν ἀφήνω ήσυχο κάποιον дела иду́т полным \ходом οἱ δουλειές εἶναι στή φούρια τους· знать все \ходы и выходы ξέρω ὅλες τίς πόρτες καί τά παραπόρτια

    Русско-новогреческий словарь > ход

  • 9 брат

    -а, πλθ. братья, -ьев α.
    αδερφός, αδελφός•

    у меня два -а έχω δυο αδέρφια•

    -ья по классу ταξικά αδέρφια.

    || μέλος μονής•

    афанасий ο αδελφός Αθανάσιος.

    || (προσηγορία).αδερφέ•

    послушай брат άκουσε αδερφέ.

    || ο όμοιος•

    ваш брат ο αδερφός σας (ο όμοιος σας)’ свой ο αδερφός κάποιου (ο όμοιος του).

    εκφρ.
    на -а – στον καθένα, στο κάθε άτομο•
    черт не-(кому) – δεν λογαριάζει κανέναν, τίποτε.

    Большой русско-греческий словарь > брат

  • 10 дорогой

    επίρ.
    καθ' οδόν, στο δρόμο, ταξιδεύοντας•

    дорогой у нас украли чемодан στο δρόμο μας έκλεψαν τη βαλίτσα.

    επ., βρ: дорог, -га, дорого; дороже.
    1. ακριβός, πολύτιμος•

    дорогой мех ακριβή γούνα•

    ваш совет мне -дорог η συμβουλή σας μου είναι πολύτιμη•

    каждая минута -га κάθε λεπτό είναι πολύτιμο.

    2. προσφιλής, αγαπητός•

    мой дорогой друг αγαπητέ μου φίλε.

    εκφρ.
    - гой ценой – ακριβά•
    заплатить -гой ценой – πληρώνω ακριβά.

    Большой русско-греческий словарь > дорогой

  • 11 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 12 какой

    αντων.
    1. (ερωτηματική) ποιος; τι;
    какой ваш любимый цвет? ποιο χρώμα σας αρέσει περισαότερο;•

    -го вы мнения о нём τι γνώμη έχετε γι αυτόν;•

    -ая нужда мне знать τι ανάγκη έχω να ξέρω•

    к -ому выводу пришли? Σε τι συμπέρασμα κατα/.ήζατε;•

    -ая польза мне от этого? τι ωφέλεια έχω εγώ απ αυτό;

    2. (περιφρονητικά) τι, τι είδους•

    какой он учёный τι επιστήμονας είναι αυτός.

    3. (αναφορ.) ποιος, τι•

    не знаю -ую книгу вам дать δεν γνωρίζω ποιο βιβλίο να σας δώσω.

    || που, οποίος•

    таких гвоздей -их вам нужно, у меня нет τέτοια καρφιά, που εσείς θέλετε, δεν έχω.

    4. ένας, κάποιος• οποιοσδήποτε. || (σε συνδυασμό με αρνητ. εκφράσεις: неизвестно: неведомо, не знаю κ.τ.τ.) για ποιόν, για τι•

    он поехал в афины неизвестно по -им делам αυτός πήγε στην Αθήνα, χωρίς να ξέρουμε για υποθέσεις (άγνωστο για τι).

    5. επιφ. τι•

    какой умный человек! τι έξυπνος άνθρωπος!•

    какой добрый! τι καλός!•

    -ое несчастие! τι δυστυχία!

    εκφρ.
    какой бы то ни был (было) – οποιοσδήποτε, καθένας, όποιος και να είναι•
    какой ни (на)есть – οποιοσδήποτε, όποιος να είναι, όποιος σας αρέσει•
    хоть какой ή какой хотите – οποιοδήποτε, όποιο θέλετε•
    из -ихπαλ. από ποιο κοινωνικό στρώμα•
    ни в -ую – με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση•
    где какой – ο καθένας εκεί που πρέπει•
    когда какой – το κάθε τι στον καιρό του•
    кому «• – ανάλογα με τον άνθρωπο•
    какой тут – άστ αυτά, έλα (σώπα) τώρα•
    какой там – τι είν αυτά (εκεί) που λες•
    какой там наши? – τι ζητάν οι δικοί μας εκεί;•
    -им образом? – πως; με τι τρόπο;

    Большой русско-греческий словарь > какой

  • 13 нате

    μόριο• να, ορίστε, πάρτε, λάβετε•

    нате вам ваш карандаш ορίστε το μολύβι σας•

    десять лет он не курил, а тут нате вам δέκα χρόνια αυτός δεν κάπνιζε, και τώρα,ορίστε μας (κοιτάξτε τον ή νάτος).

    Большой русско-греческий словарь > нате

  • 14 никак

    επίρ.
    με κανένα τρόπο καθόλου, εντελώς (όχι)•

    это он никак не понимает αυτό δεν το καταλαβαίνει αυτός με κανένα τρόπο•

    никак нельзя είναι εντελώς αδύνατο•

    я этого никак не ожидал αυτό καθόλου δεν το περίμενα.

    εκφρ.
    никак нет – τελείως όχι• καθόλου, ουδόλως, ουδαμώς, μηδαμώς.
    μόριο (απλ.) φαίνεται (ότι), όπως φαίνεται•

    никак это ваш брат едет σαν να είναι ο αδερφός σας αυτός που έρχεται•

    никак вы позабыли φαίνεται ότι ξεχάσατε.

    Большой русско-греческий словарь > никак

  • 15 одолжить

    -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. одолженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. δανείζω•

    -жите мне сто рублей δανείστε με εκατό ρούβλια.

    || δίνω τι για προσωρινή χρήση•

    -жите мне ваш ножик δόστε μου λίγο το σουγιαδάκι σας.

    2. παλ. υποχρεώνω•

    исполнением просьбы, вы меня очень -йте ικανοποιώντας την παράκληση μου, θα με υποχρεώσετε πάρα πολύ.

    δανείζομαι. || παίρνω για προσωρινή χρήση.

    Большой русско-греческий словарь > одолжить

  • 16 пожалуйста

    μόριο (ευγενικής έκφρασης)• σας παρακαλώ, αν ευαρεστήστε, αν έχετε την καλοσύνη•

    дайте, пожалуйста, воды δόστε μου, σας παρακαλώ, νερό•

    возьмите, пожалуйста, ещё кусочек πάρτε, σας παρακαλώ, ακόμα ένα κομματάκι•

    садитесь, пожалуйста καθήστε, σας παρακαλώ.

    || (για ευγενικό τρόπο συγκατάθεσης, συμφωνίας)• ωρίστε, με ευαρέστηση, παρακαλώ•

    может, дадите мне ваш карандаш? – пожалуйста! μήπως, θα μου δόσετε το μολύβι σας; – ωρίστε!

    εκφρ.
    скажите пожалуйста – (παρνθ. λ.) πέστε σας παρακαλώ (γΐ,α θαυμασμό, αγανάκτηση).

    Большой русско-греческий словарь > пожалуйста

  • 17 пропуск

    α.
    1. άδεια/εισόδου, διέλευσης, διόδου. || παράλειψη•

    пропуск слова в тексте παράλειψη λέξης στο κείμενο.

    2. άδεια έγγραφη•

    покажите ваш пропуск δείξτε την άδεια σας.

    3. βλ. пароль.
    4. απουσία•

    посещать занятия без -а παρακολουθώ τα μαθήματα χωρίς απουσίες.

    Большой русско-греческий словарь > пропуск

  • 18 честь

    θ.
    1. τιμή•

    дело честьи ζήτημα τιμής•

    клясться -ью ορκίζομαι στην τιμή μου•

    долг -и καθήκο τιμής•

    задеть чью-н. честь θίγω την τιμή κάποιου.

    || υπερηφάνεια, καύχημα, καμάρι•

    этот студент честь честь нашего института αυτός ο φοιτητής είναι η τιμή του Ινστιτούτου μας.

    || (για γυναίκες) αγνότητα• παρθενικότητα.
    2. σεβασμός•

    это для меня большая честь αυτό για μένα είναι μεγάλη τιμή.

    εκφρ.
    в честь – προς τιμή, σε ένδειξη τιμής ή σεβασμού•
    быть в -и – τιμούμαι•
    не сыть в -и – δεν τιμούμαι•
    из -и – ένεκα τιμής•
    к –и – προς τιμή•
    по -и – α) τίμια• έντιμα, β) ειλικρινά, με συνείδηση (καλά)•
    с -ью сделать что – κάνω κάτι με συνείδηση (εξαιρετικά καλό)•
    честь -ью ή честь почестьи – όπως πρέπει, όπως αρμόζει, όπως χρειάζεται•
    - ью (сделать что) – από καλή θέληση, προαιρετικά (κάνω κάτι)•
    иметь честь быть ваш... – έχω την τιμή να είμαι δικός σας...•
    отдать честь – α) στρατ. χαιρετώ, β) παρουσιάσω όπλα. γ) προτιμώ•
    считать ή поставить за честь что – θεωρώ τιμή μου•
    выйти с -ью из чего – βγαίνω έντιμα (από δύσκολη κατάσταση)•
    полечестьи – το πεδίο της τιμής (της μάχης)- судчестьи δικαστήριο τιμής•
    была бы -предложена – αδιαφορώ, μου είναι αδιάφορο (να δεχτώ πρόταση, να συμφωνήσω κλπ.)•
    ваша (его, твоя, их) честь – η εντιμότητα σας (του, σου, τους)•
    принадлежишь честь кому – ανήκει η τιμή σε κάποιον (για εφεύρεση, δημιουργία κ.τ.τ.)•
    честь к место кому παλ. – τιμή και θέση (παράκληση κατάληψης τιμητικής θέσης).
    чту, чтёшь
    ρ.δ. μ.
    παλ. θεωρώ, εκλαμβάνω, παίρνω, λογαριάζω.
    чту, чтёшь
    ρ.δ. μ.
    (παλ. κ. διαλκ.) διαβάζω.

    Большой русско-греческий словарь > честь

См. также в других словарях:

  • ваш — вашего, вашему, вашим, о вашем; м.; ВАША вашей, о вашей; ж.; ВАШЕ ваших, вашими, о ваших; ср.; мн.: ваши, ваших. местоим. прил. 1. Принадлежащий, свойственный вам; характерный для вас. Ваш дом. Ваша книга. Ваши вещи. Ваш талант, характер. В ваши… …   Энциклопедический словарь

  • ВАШ — ВАШ, мест., притяж., 2 е лицо, мн. мой, наш; твой, ваш; его, их или ихний; вам свойственный, принадлежащий. Ваш дом не нашему чета. Ваша воля наша доля. Ваши пьют, а наших бьют. Живем вашими молитвами. Ваши у нас были, ·т.е. домашние ваши, родные …   Толковый словарь Даля

  • ВАШ — ВАШ, мест., притяж., 2 е лицо, мн. мой, наш; твой, ваш; его, их или ихний; вам свойственный, принадлежащий. Ваш дом не нашему чета. Ваша воля наша доля. Ваши пьют, а наших бьют. Живем вашими молитвами. Ваши у нас были, ·т.е. домашние ваши, родные …   Толковый словарь Даля

  • ВАШ — ВАШ, мест., притяж., 2 е лицо, мн. мой, наш; твой, ваш; его, их или ихний; вам свойственный, принадлежащий. Ваш дом не нашему чета. Ваша воля наша доля. Ваши пьют, а наших бьют. Живем вашими молитвами. Ваши у нас были, ·т.е. домашние ваши, родные …   Толковый словарь Даля

  • Ваш — может относиться к следующим топонимам: Ваш медье (округ) Венгрии Ваш комитат Венгерского королевства Ваш остров в Карибском море к югу от острова Гаити …   Википедия

  • ВАШ — визуально аналоговая шкала [оценки боли] мед. ВАШ военная авиационная школа авиа, воен., образование и наука Словарь: Словарь сокращений и аббревиатур армии и спецслужб. Сост. А. А. Щелоков. М.: ООО «Издательство АСТ», ЗАО «Издательский дом… …   Словарь сокращений и аббревиатур

  • ВАШ — ВАШ, вашего, жен. ваша, вашей, срн. ваше, вашего, мн. ваши, ваших. 1. мест. притяж. к вы. || Угодный вам, близкий вам (разг.). «Я думаю, он просто якобинец, ваш Чацкий.» Грибоедов. 2. в знач. сущ. ваше, вашего, мн. нет, ср. То, что принадлежит… …   Толковый словарь Ушакова

  • ВАШ — ВАШ, его, муж.; жен. ваша, ей; ср. ваше, его; мн. ваши, их, мест. притяж. Принадлежащий вам, имеющий отношение к вам. В. дом. Как поживают ваши? (сущ.; ваши родные, близкие). Знаю не хуже вашего (не хуже, чем вы). • По вашему 1) нареч., по вашей… …   Толковый словарь Ожегова

  • ваш — ваш, в аше, в ашего, в аша,в ашей, мн. ч. в аши,в аших и (как выражение уважения к адресату речи одному лицу) Ваш, В аше,В ашего, В аша,В ашей, мн. ч. В аши,В аших …   Русский орфографический словарь

  • Ваш — I м. разг. 1. Муж, жених, возлюбленный. 2. Хозяин, господин. II мест. 1. Принадлежащий вам. 2. Свойственный вам, характерный для вас. 3. Осуществляемый, совершаемый вами. отт. Переживаемый, испытываемый вами. 4. Связанный с вами какими либо… …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • Ваш — I м. разг. 1. Муж, жених, возлюбленный. 2. Хозяин, господин. II мест. 1. Принадлежащий вам. 2. Свойственный вам, характерный для вас. 3. Осуществляемый, совершаемый вами. отт. Переживаемый, испытываемый вами. 4. Связанный с вами какими либо… …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»