Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

будущее

  • 1 будущее

    будущее с το μέλλον в \будущеем στο μέλλον
    * * *
    с
    το μέλλον

    в бу́дущем — στο μέλλον

    Русско-греческий словарь > будущее

  • 2 будущее

    бу́дущ||ее
    с τό μέλλον:
    в \будущееем στό μέλλον.

    Русско-новогреческий словарь > будущее

  • 3 будущее

    [μπούντουστσιιε] ουσ: ο. μέλλον

    Русско-греческий новый словарь > будущее

  • 4 будущее

    [μπούντουστσιιε] ουσ: ο. μέλλον

    Русско-эллинский словарь > будущее

  • 5 время

    1. (мера длительности происходящего, существующего) о χρόν/ος
    о καιρός, η διάρκεια
    с течением - ени με τον καιρό, με την πάροδο του - ου
    - вычисления - εκτέλεσης υπολογισμών, υπολογιστικός -
    гражданское - πολιτικός -, η πολιτική ώρα
    - записи - καταγρα-φής/εγγραφής
    истинное - астр. αληθής -
    -
    - перехода (из одного состояния в другое) - μετάβασης (από μια κατάσταση σε άλλη)
    - простоя - υπερα-ναμονής/καθυστέρησης
    среднее Гринвичское - см. всемирное -
    стояночное - οι ώρες αναμονής, η σταλία/οι στα-λίες
    ходовое - мор. πλεύσιμος -
    эфирное ο ραδιοχρόνος, η διάρκεια ραδιοεκπομπής
    эфемеридное астр. - των (αστρο)εφημερίδων
    2. грам. о χρόνος 3. (период, эпоха) η εποχ/ή
    времена года - ες του χρόνου.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > время

  • 6 перспектива

    1. (представление объектов на чертеже) η προοπτική (όψης) 2. (отдел начертательной геометрии) η προοπτική 3. (вид вдаль) η θέα 4. (виды, планы, расчёты на будущее) η προοπτική, η προσδοκία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перспектива

  • 7 вера

    вер||а
    ж
    1. (уверенность) ἡ πίστη [-ις], ἡ πεποίθηση [-ις]:
    \вера в будущее πίστη στό μέλλον
    2. (доверие) ἡ πίστη [-ις],ή ἐμπιστοσύνη:
    слепая \вера ἡ τυφλή ἐμπιστοσύνη· принять на \верау πιστεύω, δίνω πίστη·
    3. (религиозная) ἡ θρησκεία, τό θρήσκευμα, ἡ πίστη [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > вера

  • 8 вид

    вид I
    м
    1. (внешность) ἡ δψη [-ις], ἡ ἐμφάνιση, τό ἐξωτερικό[ν]/ τό ὕφος, ἡ ἐκφραση (выражение лица):
    общий \вид ἡ γενική ἄποψη, ἡ γενική θέα· здоровый \вид ὑγιής στήν δψη, πού φαίνεται ὑγιής· независимый (серьезный) \вид τό ἀνεξάρτητο (σοβαρό) ὑφος· иметь хороший \вид (о человеке) δείχνω (или φαίνομαι) καλά· у него́ веселый \вид ἐχει χαιρούμενη δψη· иметь жалкий \вид ἔχω ἀξιολύπητο ὕφος· на \вид, по \виду, с \виду φαίνεται, ἐξ ὀψεως· ему на \вид двадцать лет φαίνεται σάν είκοσι χρονών
    2. (состояние) ἡ κατάσταση; в нетрезвом \виде μεθυσμένος, πιωμένος, σέ κατάσταση μέθης·
    3. (зрелище, картина) ἡ ἄποψη, ἡ θέα, τό τοπεῖο[ν]:
    из окна открывался чудесный \вид» ἀπό τό παράθυρο φαίνονταν ὑπέροχη θέα· \виды Кавказа τά τοπία του Καυκάσου·
    4. \виды мн. (предположения, намерения) οἱ βλέψεις, οἱ προβλεψεις, οἱ προθέσεις:
    \виды на урожай οἱ προβλέψεις γιά τή σοδειά· \виды на будущее οἱ βλεψεις γιά τό μέλλον иметь \виды на кого-л., на что-л. ἔχω βλέψεις πάνω σέ κάποιον, ἐποφθαλμιώ κάτι· ◊ делать \вид καμώνομαι δτι..., προσποιοῦμαι, κάνω πώς...· не показать \виду δέν δείχνω δτι, δέν ἐκδηλώνομαι· иметь в \виду ἔχω ὑπ'δψη· для \вида γιά τά μάτια (τοῦ κόσμου), γιά τόν τύπο· под \видом μέ τήν πρόφαση, ὑπό τό πρόσχημα· ни под каким \видом ἐπ'ούδενί λόγω, μέ κανένα τρόπο, σέ καμμιά περίπτωση· поставить кому-л. на \вид κάνω παρατήρηση, κατακρίνω· он видал \виды είδε πολλά στή ζωή του· исчезнуть из \виду ἐξαφανίζομαι· терять из \виду χάνω ἀπ° τά μάτια μου, χάνω τά ίχνη· быть на \виду́ εἶμαι ἐκτεθειμένος, φαίνομαι· при \виде кого-л., чего-л. μόλις είδα (κάποιον, κάτι)· в \виде чего-л. μέ τή μορφή· в \виде эксперимента γιά πειραματισμό· в \виде доказательства σάν (или γιά) ἀπόδειξη.
    вид II
    м
    1. филос, биол. τό είδος·
    2. грам. ἡ μορφή:
    \виды глаголов οἱ μορφές των ρημάτων совершенный \вид ἡ τετελεσμένη μορφή· несовершенный \вид ἡ μή τετελεσμένη μορφή.

    Русско-новогреческий словарь > вид

  • 9 далекий

    далек||ий
    прил
    1. μακρινός, μακρυνός/ παλιός, παλαιός, ἀπώτερος (о времени):
    \далекийое прошлое τό μακρινό παρελθόν \далекийое будущее τό ἀπώτερο μέλλον \далекийая старина τά πανάρχαια χρόνια·
    2. перен (чуждый) ξένος, ἄσχετος:
    они́ далеки́ от наших интересов εἶναι ξένοι πρός τά συμφέροντα μας· мы \далекийие друг дру́гу люди ἐμεΐς είμαστε διαφορετικοί ἀνθρωποι, ἄσχετοι ὁ ἕνας προς τόν ἀλλον вы далеки́ от истины είσθε μακρυά ἀπό τήν ἀλήθεια· ◊ он не очень \далекий человек ἄνθρωπος περιορισμένης ἀντίληψης.

    Русско-новогреческий словарь > далекий

  • 10 завтрашний

    завтрашн||ий
    при л. ὁ αὐριανός:
    \завтрашний день а) ἡ αὐριανή (ή)μέρα, б) (будущее) τό μέλλον' с \завтрашнийего дня ἀπό ἀΰριο.

    Русско-новогреческий словарь > завтрашний

  • 11 близкий

    επ., βρ: -зок, -зка, -зко; ближе, ближайший.
    1. κοντινός, ο πλησίον, ο εγγύς, ο παρακείμενος, ο προσκείμενος -οκ•

    локоть, да не укусишь (παροιμία) κοντά είναι ο αγκώνας σου, όμως δε φτάνεις να τον δαγκάσεις (εύκολο, όμως ακατόρθωτο)•

    близкое расстояние κοντινή απόσταση.

    2. (για χρόνο) επικείμενος, προσεχήο, επερχόμενος•

    -ое будущее το προσεχές μέλλον•

    -ая смерть ο επικείμενος (οσονούπω) θάνατος.

    3. στενός, οικείος•

    близкий друг στενός (επιστήθιος) φίλος.

    4. πλθ. -ие οι στενοί συγγενείς, οι δικοί.
    εκφρ.
    - ие отношения – στενές σχέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > близкий

  • 12 вид

    -а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.
    1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•

    жалкий вид άθλια μορφή•

    наружный вид εξωτερική εμφάνιση•

    гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•

    жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.

    || (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•

    больной вид ασθενική όψη•

    строгий вид αυστηρό ύφος•

    важный вид σοβαρό ύφος•

    радостный вид χαρούμενη όψη.

    || κατάσταση•

    в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•

    в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.

    2. προοπτική, άποψη, θέα•

    комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•

    вид на город η άποψη της πόλης.

    || τοπίο•

    альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.

    3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•

    в -у, на -у εν όψει•

    в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•

    на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•

    испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•

    у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•

    ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•

    при -е опасности εν όψει του κινδύνου•

    потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).

    4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•

    -ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•

    -ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.

    5. παλ. η ταυτότητα.
    εκφρ.
    вид на жительство – είδος ταυτότητας•
    в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•
    для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•
    на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•
    под -ом – με την πρόφαση•
    видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•
    иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•
    не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•
    быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•
    иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•
    ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•
    вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•
    в -у – λόγω, ένεκα•
    он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•
    в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.
    α.
    είδος• τύπος•

    разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.

    || (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•

    ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•

    отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.

    (γλωσ.)•μορφή•

    глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•

    глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).

    Большой русско-греческий словарь > вид

  • 13 время

    -мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.
    1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•

    московское время ώρα Μόσχας•

    время обеда ώρα φαγητού•

    сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•

    время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•

    в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•

    время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•

    долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•

    в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•

    потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•

    мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•

    не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•

    выиграть время κερδίζω χρόνο•

    провести время περνώ τον καιρό•

    время покажет ο χρόνος θα δείξει•

    время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•

    в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•

    новые -на νέοι καιροί•

    во время войны τον καιρό του πολέμου•

    на некоторое время για λίγο καιρό•

    свободное время ο ελεύθερος χρόνος.

    2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•

    ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•

    довдливое время βροχερός καιρός•

    зимнее время χειμώνας-καιρός.

    3. εποχή•

    с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•

    -на года οι εποχές του έτους.

    4. (φιλοσ.) ο χρόνος•

    пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.

    5. (γραμμ.) χρόνος•

    настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•

    будущее время μέλλοντας χρόνος•

    прошедшее время παρελθονταςχρόνος.

    εκφρ.
    во время оноπαλ. κάποτε•
    во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•
    в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•
    в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•
    в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•
    до -ни ή до поры до –ниπαλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•
    до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•
    ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•
    на время – προσωρινά•
    со -ем – με τον καιρό•
    все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•
    одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•
    раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•
    самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•
    тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•
    от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•
    в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•
    с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου.

    Большой русско-греческий словарь > время

  • 14 далёкий

    επ., βρ: -лек, -лека, -леко και -лёко, πλθ. далеки, κ. далеки; дальше.
    1. μακρινός, αλαργινός, απώτερος•

    далёкий путь μακρινός δρόμος•

    -ие страны μακρινές χώρες•

    -ое будущее απώτερο μέλλον•

    -ое прошлое μακρινό παρελθόν•

    далёкий мой друг! μακρινέ μου φίλε! (πού ζει μακριά).

    2. ξένος, άσχετος, αδιάφορος•

    он далек от наших интересов είναι ξένος προς τα συμφέροντα μας•

    ваши слова -и от истины τα λόγια σας απέχουν πολύ από την αλήθεια•

    они -ие друг гругу люди αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτε το κοινό μεταξύ τους ή είναι ξένοι ο ένας προς τον άλλον•

    я -лек от подозрения δεν υποψιάζομαι καθόλου•

    я -лек от мысли... δε σκέφτομαι καθόλου....

    3. (με άρνηση)• έξυπνος, ευφυής, νοητικός•

    он не очень далёкий человек δεν είναι και τόσο έξυπνος άνθρωπος, δεν του κόβει και τόσο πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > далёкий

  • 15 лучезарный

    επ.
    1. αντινοβόλος.
    2. μτφ. λαμπρός, φωτεινός•

    -ое будущее το φωτεινό μέλλο•

    -ые надежды φωτεινές ελπίδες.

    3. μτφ. αστραποβόλος•

    -ые глаза αστραποβόλα μάτια.

    Большой русско-греческий словарь > лучезарный

  • 16 недалёкий

    επ., βρ: -лк, -лека, -леко κ. -лко, πλθ. -леки κ. -лки; недальше.
    1. μη μακρινός κοντινός, σιμοτινός•

    -ая деревня κοντινό χωριό.

    || (για απόσταση) σύντομος, μικρός, βραχύς•

    -ое путешествие μικρό ταξίδι•

    недалёкий путь μικρός δρόμος.

    2. πρόσφατος, ο εγγύς•

    -ое прошлое πρόσφατο παρελθόν•

    -ое будущее το εγγύς μέλλον.

    3. (με σημ. κατηγ.) κοντεύω, πλησιάζω είμαι έτοιμος.
    4. (για συγγένεια) κοντινός•

    -ие родственники οι κοντινοί συγγενείς.

    5. περιορισμένος (κατά την αντίληψη), ευήθης, μωρός.
    εκφρ.
    - го ума – περιορισμένης αντίληψης, κοντόφθαλμος.

    Большой русско-греческий словарь > недалёкий

  • 17 отдалённый

    επ. από μτχ.
    μακρινός, αλαργινός απόμακρος απομακρυσμένος•

    отдалённый край απομακρυσμένη.περιοχή•

    -ые времена παλαιά χρόνια, παρωχημένοι χρόνοι•

    -ая древность η πολύ παλαιά (απώτατη) αρχαιότητα•

    -ое будущее το απώτατο μέλλον•

    -ое прошлое το μακρινό παρελθόν•

    -ое родство μακρινή συγγένεια•

    отдалённый родственник μακρινός συγγενής.

    || απόκεντρος. || ελάχιστος, ασήμαντος•

    -ое сходство ελάχιστη ομοιότητα.

    || αποξενωμένος αδιάφορος.

    Большой русско-греческий словарь > отдалённый

  • 18 поколение

    ουδ.
    γενεά, γενιά•

    новое -νέα γενιά•

    нынешнее поколение η παρούσα γενιά•

    будущее поколение η μελλοντική γενιά•

    подрастающее -η επερχόμενη γενιά•

    третье поколение τρίτη γενιά•

    целые -я ολόκληρες γενιές.

    εκφρ.
    из -я в поколение – α) από γενιά σε γενιά, β) από παράδοση, α-πο τους παλαιούς στους νέους.

    Большой русско-греческий словарь > поколение

  • 19 предвидеть

    ρ.δ.μ. προβλέπω, προγιγνώσκω, προνοώ, προορώ•

    предвидеть неудачу προβλέπω την αποτυχία• -.будущее προβλέπω το μέλλον.

    προβλέπομαι αναμένομαι•

    -ится жаркий день προβλέπεται ζεστή μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > предвидеть

  • 20 предсказать

    ρ.σ. προλέγω, προεικάζω, προγιγνώσκω•

    предсказать будущее προλέγω το μέλλον•

    судьбу προλέγω την τύχη: -погоду προλέγω τον καιρό•

    Большой русско-греческий словарь > предсказать

См. также в других словарях:

  • БУДУЩЕЕ — нельзя предвидеть, но можно изобрести. Денис Габор Я интересуюсь будущим потому, что собираюсь провести там всю свою остальную жизнь. Чарлз Кеттеринг Я никогда не думаю о будущем. Оно наступает достаточно быстро. Альберт Эйнштейн Знать прошлое… …   Сводная энциклопедия афоризмов

  • будущее — зависит • субъект, зависимость, причина следствие будущее показало • субъект, демонстрация будущее принадлежит • обладание, субъект видеть будущее • модальность, прогнозирование ждёт большое будущее • субъект, модальность, ожидание ждёт великое… …   Глагольной сочетаемости непредметных имён

  • Будущее —  Будущее  ♦ Avenir    Этимология слова настолько прозрачна, что практически может служить определением: будущее – это то, что будет. На самом деле тавтология в данном случае обманчива. Действительно, если будущее будет, значит, оно существует, но …   Философский словарь Спонвиля

  • будущее — в близком будущем, в будущем... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. будущее будущие времена, завтрашний день, предстоящее, грядущее, перспектива, завтра, судьба, будущность… …   Словарь синонимов

  • Будущее — см. Грядущее, будущее …   Библейская энциклопедия Брокгауза

  • будущее — При положительной оценке. Безбедное, беззаботное, безмятежное, безоблачное, беспечальное, благополучное, блаженное, блестящее, блистательное, богатое, большое, великое, дивное, живое, кипучее, красивое, многогранное, многокрасочное,… …   Словарь эпитетов

  • будущее — будущее. Неправильно произношение [будующее] …   Словарь трудностей произношения и ударения в современном русском языке

  • будущее — будущность — [А.С.Гольдберг. Англо русский энергетический словарь. 2006 г.] Тематики энергетика в целом Синонимы будущность EN future …   Справочник технического переводчика

  • Будущее — У этого термина существуют и другие значения, см. Будущее (значения). Антонио Сант’Элиа  Урбанистический рисунок в футуристическом стиле Будущее  часть лин …   Википедия

  • будущее —   , его, ср.   ** Светлое будущее. патет.   1. Коммунизм.   ◘ Наша страна, выполняя грандиозный семилетний план, идет к светлому будущему. ДГ, 7. Вместе со старшим поколением юноши и девушки нашей страны строят светлое будущее коммунизм.… …   Толковый словарь языка Совдепии

  • будущее — сущ., с., употр. очень часто Морфология: (нет) чего? будущего, чему? будущему, (вижу) что? будущее, чем? будущим, о чём? о будущем 1. Будущим является период времени, который наступит после настоящего. Планы, прогнозы на будущее. | Предсказывать… …   Толковый словарь Дмитриева

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»