Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

больному

  • 1 жаловаться

    жаловаться
    несов παραπονιέμαι, παραπονούμαι, μεμψιμοιρώ:
    на что вы жалуетесь? (при обращении к больному) τί ἐχετε;, τί σᾶς πονάει;· \жаловаться на нездоровье παραπονιέμαι γιά τήν ὑγεία μου.

    Русско-новогреческий словарь > жаловаться

  • 2 невнимательностьый

    невнимательность||ый
    прил
    1. ἀφηρημένος (рассеянный)/ ἀπρόσεκτος (небрежный):
    \невнимательностьыйый слушатель ὁ ἀφηρημένος ἀκροατής·
    2. (пренебрежительный) ἀδιάφορος, ἀπρόσεκτος/ ἀγενής (невежливый):
    \невнимательностьыйое отношение к больному ἡ ἀδιαφορία γιά τόν ἀρρωστο· быть \невнимательностьыйым к кому-л. δέν δείχνω λεπτότητα προς κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > невнимательностьый

  • 3 передача

    переда́ч||а
    ж I. (действие) ἡ μετα-βίβαση [-ις]:
    \передача имущества юр. ἡ ἐκχώρη-σις· без права \передачаи χωρίς τό δικαίωμα μεταβιβάσεως·
    2. (больному и т. п.) τό πακέτο, τό δέμα·
    3. (по радио) ἡ ἐκπομπή / ἡ μετάδοσις (трансляция):
    телевизионная \передача ἡ ἐκπομπή τηλεόρασης·
    4. тех. ἡ τρανσμισιόν.

    Русско-новогреческий словарь > передача

  • 4 хуже

    хуже
    (сравнит, ст. от прил плохой и худо́й II 1 и от нареч плохо и худо II) χειρότερα:
    тем \хуже τόσο τό χειρότερο· больному \хуже ὁ ἀσθενής (или ὁ ἄρρω-στος) χειροτέρευσε· все \хуже и \хуже ὅλο καί χειρότερα· \хуже всего́ то, что... τό χειρότερο ἀπ' ὅλα εἶναι ὅτι...· бывает \хуже συμβαίνουν καί χειρότερα.

    Русско-новогреческий словарь > хуже

  • 5 вылежать

    вы/ лежать 1
    -жу, -жишь, ρ.σ.
    ξαπλώνω, πλαγιάζω, κατακλίνομαι(για ορισμένο χρονικό διάστημα).
    ξαπλώνω, πλαγιάζω, κατακλίνομαι•

    больному необходимо вылежать ο άρρωστος απαραίτητα πρέπει να ξαπλώσει.

    || αφήνω να ωριμάσει•

    подозрелые груши должны вылежать τα μισογινομένα (κομμένα) αχλάδια πρέπει να αφεθούν να ωριμάσουν.

    вылежа/ть 2
    ρ.δ.
    βλ. вылезти.

    Большой русско-греческий словарь > вылежать

  • 6 гораздо

    επίρ.
    (μόνο για σύγκριση)• πιο πολύ, πολύ πιο, ασύγκριτα•

    гораздо лучше πολύ (πιο) καλύτερα•

    гораздо хуже πολύ (πιό) χειρότερα•

    больному гораздо лучше ο άρρωστος είναι πολύ καλύτερα.

    Большой русско-греческий словарь > гораздо

  • 7 легче

    συγκρ. β. του επίρ. легко και του επ. лёгкий.
    ως κατηγ. καλυτερεύω•

    больному легче ο άρρωστος είναι καλύτερα•

    час от часу не легче όσο πας (προχωρείς) τόσο πιο πολλές δυσκολίες συναντάς.

    Большой русско-греческий словарь > легче

  • 8 покой

    α.
    1. ησυχία, ηρεμία, γαλήνη• κάλμα•

    вся природа в -е όλη η φύση ησυχάζει•

    душевный покой ψυχική ηρεμία•

    жить в -е ζω ήσυχα•

    жить на -е ζω στην ησυχία μου (χωρίς φροντίδες)•

    нарушать покой διαταράσσω την ησυχία•

    оставьте меня в -е αφήστε με ήσυχο•

    от мух -я нет δε βρίσκω ησυχία από τις μύγες•

    больному необходим полный покой ο άρρωστος έχει ανάγκη από απόλυτη ησυχία.

    2. παλ. θάλαμος, δωμάτιο.
    εκφρ.
    вечный покой – αιώνια ησυχία (για θάνατο)•
    жить (быть) на -еπαλ. δεν υπηρετώ,παρατήθηκα από την υπηρεσία•
    удалиться (уйти) на покой – αποσύρομαι αποτην εργασία ή την υπηρεσία (λόγω. γήρατος).
    α.
    1. παλαιά ονομασία του γράμμτος «П».
    2. ως επίρ. -ем παλ. σχήματος (για οικοδομή κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > покой

  • 9 полегчать

    ρ.σ. (απρόσ.) ξαλαφρώνω, γίνομαι καλύτερα•

    больному с утра -ло ο άρρωστος από το πρωί είναι καλύτερα.

    Большой русско-греческий словарь > полегчать

  • 10 пригласить

    -глашу, -гласишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приглашенный, βρ: -шен, -шена, -шено ρ.σ.μ.
    1. προσκαλώ•

    пригласить гостей προσκαλώ φιλοξενούμενους (επισκέπτες).

    || καλώ, φωνάζω•

    пригласить к больному врача.φωνάζω το γιατρό για τον άρρωστο.

    2. προτείνω, καλώ•

    пригласить на вальс προτείνω για (να χορέψομε) βαλς.

    || παίρνω, προσλαμβάνω•

    пригласить учителя προσλαμβάνω δάσκαλο.

    Большой русско-греческий словарь > пригласить

  • 11 сознание

    ουδ.
    1. συνείδηση• συναίσθηση•

    быть без -я είμαι αναίσθητος•

    сознание долга συναίσθηση του καθήκοντος•

    классовое сознание ταξική συνείδηση•

    рост политического -я άνοδος της πολιτικής συνείδησης.

    2. (φιλοσ. κ. ψυχολ.) συνείδηση, το συνειδός•

    сознание есть функция мозга η συνείδηση είναι λειτουργία του μυαλού•

    первичность материи и вторичность -я το πρωταρχικό είναι η ύλη και δευτερεύον η συνείδηση•

    бытие определяет сознание η ζωή (οι κοινωνικές συνθήκες) καθορίζουν τη συνείδηση•

    общественное сознание κοινωνική συνείδηση•

    пережитки капитализма в -и людей καπιταλιστικά υπολείμματα στη συνείδηση των ανθρώπων.

    3. παλ. παραδοχή, αναγνώριση. || το λογικό.
    4. οι αισθήσεις•

    потерять сознание χάνω τις αισθήσεις•

    к больному возвратилось сознание ο ασθενής ανέκτησε τις αισθήσεις.

    εκφρ.
    до потери. -я – μέχρι απώλειας των αισθήσεων•
    жить в -и – διατηρούμαι στη μνήμη, δεν ξεχνιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > сознание

  • 12 существовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ.
    1. υπάρχω•

    этот закон ещё -ствует αυτός ο νόμος ακόμα υπάρχει (ισχύει).

    2. ζω•

    больному не долго осталось существовать ο άρρωστος δε θα ζήσει πολύ.

    3. συντηρούμαι•

    существовать на средства родителей συντηρούμαι (αποζώ) από τους γονείς•

    существовать уроками ζω από τα μαθήματα (παραδίδοντας).

    Большой русско-греческий словарь > существовать

  • 13 худо

    ουδ.
    παλ. το κακό•

    нет -а без добра δεν υπάρχει κακό χωρίς καλό.

    επίρ.
    κακά, άσχημα. || ως κατηγ. είναι κακά, άσχημα•

    больному худо ο άρρωστος ειναι άσχημα•

    ему худо του είναι άσχημα.

    εκφρ.
    худо бедноπαλ. ελάχιστα, λιγάκι.

    Большой русско-греческий словарь > худо

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»