-
1 бесшовный
επ.χωρίς ραφή, άραφος. -
2 бесшовный
χωρίς/δίχως ραφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бесшовный
-
3 баллон
1. (ёмкость) το δοχείο, η φιάλη- κινδύνουпротивопожарный ав. - της πυρόσβεσηςпусковой ав. - εκκίνησης2. (часть электровакуумного прибора) о βολβ/ός, το περίβλημα 3. (шина автомобиля) о αεροθάλαμος 4. (аэростата) η αερόσφαιρα (του αερόστατου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > баллон
-
4 барабан
1. маш. το τύμπαν/ο, ο κύλινδροςгрузовой - см. грузоподъёмный -зубчатый - кфт. οδοντωτό -сепарационный (тепл.) - διαχωρισμούтормозной - πέδης/φρένουцепной - αλύσεως, το έλικτρο της αλύσεωςчешуеочисти-тельный - с.-х. ο απολεπιστής, ο καθαριστήραςшвартовный мор. - πρόσδεσης- шпиля мор. - του εργάτη το έλικτρο του εργάτη2. арх. το τύμπανο, το στήριγμα τρούλου (κυκλικής, ελλειπτικής ή πολυγωνικής κάτοψης), πάνω στο οποίο στηρίζεται ο θόλος 3. муз. το τύμπανο, το ταμπούρλο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > барабан