Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

беру

  • 1 беру(сь)

    беру́(сь), берешь(ся)
    и т. д. наст, вр. от брать(ся).

    Русско-новогреческий словарь > беру(сь)

  • 2 брать

    беру, берешь, παρλθ. χρ. брал, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. παίρνω, λαμβάνω• πιάνω•

    брать руками παίρνω με τα χέρια•

    брать свой шляпу παίρνω το καπέλλο μου.

    || μτφ. εκλέγω, εκλάμβανα)•

    беру в качестве примера παίρνω σαν παράδειγμα•

    брать тему на диссертации παίρνω θέμα διατριβής.

    2. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας)" мы берем продовольствия на два дня παίρνομε μαζί μας τρόφιμα για δυο μέρες•

    я -у с собой дочку παίρνω μαζί μου την κόρη.

    3. δέχομαι, προσδέχομαι•

    брать поручение παίρνω εντολή•

    брать грех на душу παίρνω αμαρτία στην ψυχή, αμαρταίνω.

    4. παίρνω στην κατοχή μου ή για χρησιμοποίηση•

    брать долг παίρνω δάνειο•

    брать приданое παίρνω προίκα.

    || ενοικιάζω•

    брать такси παίρνω ταξί.

    || αγοράζω•

    брать билеты в театр παίρνω εισιτήρια για το θέατρο•

    почем -ли ситвц? πόσο το πήρατε το τσιτάκι;

    5. εισπράττω•

    брать налога παίρνω φόρο.

    || υποχρεώνω κάποιον•

    брать слово παίρνω λόγο•

    брать обещание παίρνω υπόσχεση.

    6. βγάζω, εξάγω, εξορύσσω•

    -камень βγάζω πέτρα.

    || μτφ. δανείζομαι•

    брать цитату из писателя βγάζω (παίρνω) τσιτάτο από τον συγγραφέα.

    7. κυριεύω, καταλαβαίνω•

    -город παίρνω την πόλη.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    брать в пленных πιάνω αιχμαλώτου, αιχμαλωτίζω.

    || μτφ. κυριεύω, πιάνω•

    дрожь его берет τον πιάνει τρεμούλα.

    8. (αθλτ.) υπερπηδώ, ξεπερνώ•

    брать барьер υπερπηδώ το εμπόδιο.

    9. κατορθώνω, πετυχαίνω•

    он берет хитростью το κατορθώνει (καταφέρνει) με την πονηριά.

    10. αφαιρώ, απορροφώ, αποσπώ•

    чтение газет берет у него ежедневно час το διάβασμα των εφημερίδων του τρώει κάθε μέρα μια ώρα.

    11. βάλλω, κόβω, φτάνω•

    винтовка берет на 600 метров το ντουφέκι κόβει στα 600 μέτρα.

    12. κατευθύνομαι, στρίβω, κόβω•

    прохожий берет налево ο διαβάτης κόβει αριστερά.

    13. (με μερίκά ουσ. σχηματίζει στα ρωσικά συνδυασμούς)•

    брать во внимание προσέχω•

    брать в расчет υπολογίζω, λογαριάζω•

    брать под защиту παίρνω υπο την προστασία•

    брать в учет παίρνω υπ’ όψη (μου)•

    брать курс, направление παίρνω κατεύθυνση (κατευθύνομαι)•

    брать начало αρχίζω, παίρνω ως αφετηρία.

    εκφρ.
    брать ή взять аккорд – πιάνω συγχορδία• брать ή взять ноту πιάνω το μουσικό τόνο• брать ή взять быка за рога πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα•
    брать всем – έχω όλα τα προσόντα• брать ή взять за сердце за душу ή за живое κυριεύω τις καρδιές, τις ψυχές, επιδρώ ζωηρά, συγκινώ• брать ή взять на себя παίρνω επάνω μου, υπ’ ευθύνη μου•
    наша берет – νικούμε•
    ваша берет – νικάτε.
    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι κλπ. ρ.μ.

    взятки -утся без свидетелей τα δωροδοκήματα παίρνονται χωρίς μάρτυρες (κρυφά).

    2. πιάνομαι, νιρατιέμαι•

    дети в игре -утся за руки τα παιδιά στο παιγνίδι πιάνονται από τα χέρια.

    || μτφ. ασχολούμαι•

    брать за перо πιάνομαι με το γράψιμο.

    3. καταπιάνομαι, καταγίνομαι•

    у меня ни опыта, ни знаний....как же брать за такую работу? εγώ δεν έχω ούτε πείρα, ούτε γνώσεις....Πως να καταπιαστώ με τέτοια εργασία;

    4. αναλαμβάνω•

    он не берется за это αυτός δεν αναλαβαίνει τέτοια δουλιά.

    5. (απρόσ.) αντλούμαι, βγαίνω, πηγάζω•

    откуда такие силы -утся? από που αντλούνται τέτοιες δυνάμεις

    εκφρ.
    брать ή взяться за ум – μυαλώνω, βάζω μυαλό, σωφρωνίζομαι•
    брать за оружие – παίρνω τα όπλα (εξεγείρομαι).

    Большой русско-греческий словарь > брать

  • 3 берешь(ся)

    беру́(сь), берешь(ся)
    и т. д. наст, вр. от брать(ся).

    Русско-новогреческий словарь > берешь(ся)

  • 4 выбрать

    -беру, -берешь ρ.σ.μ.
    1. εκλέγω, επιλέγω, διαλέγω• ξεδιαλέγω, καθαρίζω•

    выбрать сор из семян καθαρίζω το σπόρο•

    выбрать цитаты из классиков βγάζω περικοπές από τους κλασσικούς•

    выбрать профессию εκλέγω επάγγελμα. выбрать себе модное платье διαλέγω για τον εαυτό μου φόρεμα μόδας.

    2. εκλέγω με ψηφοφορία•

    выбрать президиум εκλέγω προεδρείο.

    3. βγάζω, εξάγω• τραβώ, σύρω προς τα ε’ζω•

    выбрать все из сундука βγάζω όλα τα πράγματα από το σεντούκι" выбрать сеть τραβώ το δίχτυ.

    || εξαντλώ, καταναλώνω•

    выбрать все запасы εξαντλώ όλα τα αποθέματα.

    4. βρίσκω, εξοικονομώ (για χρόνο)•

    не могу выбрать свободного часа δε μπορώ να βρω μια ώρα ελεύθερη.

    5. λαβαίνω, παίρνω•

    выбрать патент παίρνω πατέντα,

    απλ. βγάζω (ύστερα από συνδυασμούς, υπολογισμούς)" выбрать из остатков материала платье βγάζω (κόβω), από περισσεύματα (κομμάτια) υφασμάτων, ένδυμα.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι με δυσκολία, ανάμεσα απο•

    выбрать из болота βγαίνω μέ δυσκολία από το βάλτο.

    || απαλλάσσομαι•

    выбрать из долгов βγαίνω από τα χρέη.

    2. μετοικώ, μετακομίζομαι, αλλάζω κατοικία.
    3. βλ. выбрать (4 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > выбрать

  • 5 добрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. добрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. добранный, βρ: -ран, -а к. -а, -о ρ.σ.μ.
    1. απομα-ζεύω, αποτελειώνω την περισυλλογή, τη συγκομιδή, τη συγκέντρωση•

    добрать ягоды αποκαρπολογώ, απομαζεύω τους καρπούς.

    2. παίρνω, προσλαμβάνω ώσπου, αποσυμπληρώνω.
    3. (τυπγρ.) τελειώνω τη στοιχειοθέτηση.

    Большой русско-греческий словарь > добрать

  • 6 доизбрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. доизбрал, -ла, -ло
    ρ.σ.
    εκλέγω συμπληρωματικά.

    Большой русско-греческий словарь > доизбрать

  • 7 избрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. избрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. избранный, βρ: -бран, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ•

    он -ал своей специальностью химию αυτός διάλεξε για ειδικότητα του τη χημεία.

    2. ψηφίζω•

    его -ли депутатом (ή в депутаты) τον έβγαλαν βουλευτή (ή αντιπρόσωπο).

    Большой русско-греческий словарь > избрать

  • 8 набрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. набрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. набранный, βρ: -ран, -а, κ. -набратьа
    ρ.σ.μ.
    1. (ποσοτικά κ. βαθμιαία) συνάζω, συναθροίζω, συγκεντρώνω, μαζεύω περισυλλέγω•

    набрать корзину грибов μαζεύω ένα καλάθι μανιτάρια.

    2. παίρνω, γεμίζω εφοδιάζομαι•

    набрать воды παίρνω νερό.

    || δέχομαι•

    набрать заказов παίρνω παραγγελίες.

    3. προσλαμβάνω•

    набрать рабочих προσλαμβάνω εργάτες.

    || στρατολογώ επιστρατεύω συγκροτώ μισθώνω•

    набрать армию συγκροτώ στρατό•

    труппу συγκροτώ (μισθώνω) θίασο•

    набрать отряд συγκροτώ τμήμα.

    4. συνθέτω, συναρμολογώ, κατασκευάζω. || παίρνω, επιλέγω•

    набрать номер телефона παίρνω τον αριθμό του τηλεφώνου.

    || επαυξαίνω•

    набрать скорость αυξαίνω (παίρνω) ταχύτητα, επιταχύνω.

    (τυπγρ.) στοιχειοθετώ.
    1. συνάζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. μτφ. παίρνω, αντλώ, βρίσκω κάνω•

    набрать сил παίρνω δύναμη•

    набрать смелость παίρνω θάρρος•

    набрать терпение κάνω υπομονή.

    3. αποκτώ, λαβαίνω, δέχομαι•

    набрать тифу παίρνω τύφο (αρρωσταίνω από τύφο).

    || δοκιμάζω, υποφέρω.
    4. εξευρίσκω•
    5. μεθώ, κουτσοπίνω.
    εκφρ.
    набрать духу – εμψυχώνομαι, εμψυχώνω τον εαυτό μου•
    набрать ума (разума) – λογικεύομαι, ορθοφρονώ βάζω γνώση, μυαλό.

    Большой русско-греческий словарь > набрать

  • 9 недобрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. недобрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. недобранный, βρ: -бран, -а, -о
    ρ.σ.
    ελλειπώς συγκεντρώνω, μαζεύω, προσλαμβάνω•

    недобрать урожай δε μαζεύω όλη τη σοδειά.

    Большой русско-греческий словарь > недобрать

  • 10 отобрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. отобрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отобранный, βρ: -бран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αφαιρώ, παίρνω• κατάσχω•

    полиция -ла у него запрещнные книги η αστυνομία του κατάσχεσε απαγορευμένα βιβλία•

    отобрать у пленных оружие αφοπλίζω τους αιχμάλωτους•

    отобрать в казну κατάσχω• δημεύω.

    2. εκλέγω, διαλέγω, επιλέγω•

    -берите кнйеи, какие для вас нужны διαλέξτε όποια βιβλία σας χρειάζονται.

    3. παλ. συγκεντρώνω, συλλέγω παίρνω•

    отобрать мнения у всех παίρνω τις γνώμες όλων.

    Большой русско-греческий словарь > отобрать

  • 11 перебрать

    -беру, -берёшь, παρλθ. χρ. перебрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перебранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τακτοποιώ, διευθετώ, βάζω τάξη• ξεχωρίζω•

    перебрать бумаги и письма τακτοποιώ τα χαρτιά και τα γράμματα•

    перебрать вещи τακτοποιώ τα πράγματα.

    || διαλέγω, ξεδιαλέγω•

    перебрать картофель ξεδιαλέγω τις πατάτες.

    2. μτφ. (εν)θυμούμαι όλα ή πολλά με τη σειρά•

    перебрать в памяти события последних лет επαναφέρω στη μνήμη τα γεγονότα στα τελευταία χρόνια.

    || καλοεξετάζω, εξονυχίζω, κοσκινίζω.
    3. φτιάχνω από την αρχή• επιδιορθώνω, επισκευάζω.
    4. (τυπγρ.) ξαναστοιχειοθετώ•

    перебрать строчку ξαναστοιχειοθετώ τη σειρά (του κειμένου).

    5. συγκεντρώνω, (συμ)μαζεύω, συναθροίζω.
    6. παίρνω παραπάνω (από το κανονικό). || (χαρτπ.) παίρνω πόντους παραπάνω απ ό,τι χρειάζεται.
    εκφρ.
    перебрать по косточкам – εξετάζω λεπτομερώς, εξονυχιστικά, εξονυχίζω.
    1. διέρχομαι, περνώ, διαβαίνω.
    2. μετατοπίζομαι, μετακινούμαι, αλλάζω θέση, πηγαίνω αλλού. || αλλάζω διαμονή, μετοικώ.

    Большой русско-греческий словарь > перебрать

  • 12 перевыбрать

    -беру, -берешь ρ.σ.μ.
    επανεκλέγω.

    Большой русско-греческий словарь > перевыбрать

  • 13 переизбрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. переизбрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переизбранный, βρ: -бран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    επανεκλέγω, ξαναεκλέγω•

    переизбрать председателя επανεκλέγω τον πρόεδρο•

    переизбрать партбюро επανεκλέγω το κομματικό γραφείο.

    Большой русско-греческий словарь > переизбрать

  • 14 собрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. собрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. собранный, βρ: -ран, -а κ. -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. συγκεντρώνω, συναθροίζω, μαζεύω, συνάζω•

    собрать людей συγκεντρώνω τους ανθρώπους•

    собрать стадо у колодца μαζεύω το κοπάδι στο πηγάδι•

    собрать в кучу συσσωρεύω•

    собрать грибы μαζεύω μανιτάρια•

    собрать сведения συγκεντρώνω πληροφορίες.

    2. τακτοποιώ• ετοιμάζω•

    собрать чемодан ετοιμάζω τη βαλίτσα-- в дорогу ετοιμάζω τα απαραίτηταγια το δρόμο. собрать обед ετοιμάζω το γεύμα•

    собрать стол στρώνω το τραπέζι (για φαγητό).

    4. διπλώνω, πτυχώνω• ρυτιδώνω.
    5. συναρμολογώ, μοντάρω.
    6. συλλέγω•

    собрать коллекцию марок συλλέγωγραμματόσημα.

    7. συγκομίζω•

    собрать огурцы μαζεύωαγγουράκια•

    собрать виноград μαζεύω σταφύλια (τρυγώ)•

    собрать урожай μαζεύω τη σοδειά.

    8. εντείνω•

    собрать все свой силы συγκεντρώνω όλες μουτις δυνάμεις.

    1. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, συνάζομαι, μαζεύομαι,• συνέρχομαι. || συρρέω, προσέρχομαι, προστρέχω.
    2. συλλέγομαι.
    3. διπλώνομαι• ρυτιδώνομαι.
    4. ετοιμάζομαι (για δρόμο, ταξίδι, κυνήγι κλπ.). || σκοπεύω, προτίθεμαι•

    мой брат -лся жениться ο αδερφός μου σκοπεύει να παντρευτεί.

    5. εξασφαλίζομαι•

    собрать с деньгами εξασφαλίζομαι από χρήματα•

    собрать со средствами εξασφαλίζομαι από μέσα.

    6. εντείνω (τις δυνάμεις κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    собрать с духом – α) παίρνωανάσα, ξεκουράζομαι από το τρέξιμο, β) αναθαρρώ, ανακτώ το θάρρος• συνέρχομαι•
    собрать с мыслями – συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω τη σκέψη μου.

    Большой русско-греческий словарь > собрать

  • 15 забрать

    -беру, -берешь, παρλθ. χρ. забрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, πιάνω, λαβαίνω με τα χέρια. || παλ. παίρνω δανεικά, δανείζομαι (κυρίως για χρήματα).
    2. παίρνω•

    взять с собой παίρνω μαζί μου.

    3. αφαιρώ, αρπάζω•

    за долг -ал его поле για το χρέος του πήρε το χωράφι-του.

    || συλλαμβάνω•

    его -ал патруль τονι πήρε (έπιασε) η περίπολος.

    4. μτφ. κυριεύω, κατέχω, καταλαβαίνω•

    его -ла охота τον κυρίευσε η επιθυμία•

    его -ал страх τον κυρίευσε ο φόβος•

    ее -ла мысль την κυρίευσε η σκέψη.

    5. (ραπτ.) μαζεύω, κοντεύω, παίρνω•

    забрать шов μαζεύω λίγο τη ραφή•

    забрать рукар κοντεύω λίγο το μανίκι.

    6. αποκλίνω, κόβω•

    -вправо κόβω δεξιά.

    7. αγκιστρώνομαι, σκαλώνω•

    якорь -ал η άγκυρα έπιασε.

    εκφρ.
    забрать силу – παίρνω (αντλώ) δύναμη• αποκτώ επίδραση• забрать(себе) в голову μου κολλά (τυπώνεται) στο μυαλό η ιδέα.
    (γραμμ. στοιχ. βλ. забрать1) ρ.σ.μ. κλείνω, φράζω.

    Большой русско-греческий словарь > забрать

См. также в других словарях:

  • Беру — англ. Beru Координаты: Координаты …   Википедия

  • беру — брать, итер. собирать, укр. беру, брати, ст. слав. берѫ, бьрати, болг. бера, сербохорв. бе̏ре̑м, бра̏ти, словен. berem, brati, чеш. beru, brati, польск. biorę, brac, в. луж. bjeru, brac, н. луж. bjeru, bras. Древнее знач. сохранилось в слове… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • беру — БЕРУ, берусь, берёшь, берешься. наст. вр. от брать, браться. Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 …   Толковый словарь Ушакова

  • Беру (вулканическое поле) — Беру Координаты: Координаты …   Википедия

  • Беру ягодку, черную смородинку... — Беру ягодку, черную смородинку, батюшке в стаканчик, матушке в рукавчик, серому медведю меду на лопатку; усь, медведь, побегай за мною (то же). См. КОНАНЬЕ ЖЕРЕБИЙ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Я беру свое добро там, где его нахожу — С французского: Jeprends топ bien ouje le trouve. Как сообщает в своей книге «Жизнь Мольера» (1705) французский писатель Ж. Гримарэ, эти слова произнес французский драматург Жан Батист Мольер (псевдоним Ж. Б. Поклена, 1622 1673) в ответ на… …   Словарь крылатых слов и выражений

  • Я беру свое добро, где нахожу его — В комедии Мольера Плутни Скапена (1671) Скапен пытается выманить у скупого Жеронта деньги для спасения его сына, якобы похищенного и увезенного на турецкой галере. Жеронт, сокрушаясь о сыне, тем не менее жалеет деньги и многократно повторяет: За… …   Словарь крылатых слов и выражений

  • есеп беру картасы — (Отчетная карта) белгіленген уақыт кезеңіндегі өз әскерлерінің (күшінің) және қарсыластың ұрыс қимылының барысы графикалық түрде хронологиялық жүйелілікпен көрсетілген ұрыстық ақпараттық есеп беру құжаты. Көптеген мемлекеттердің қарулы күштерінің …   Казахский толковый терминологический словарь по военному делу

  • жарықпен белгі беру — (Светосигнализация) жарықты белгілер арқылы ақпарат беру. Ол пәрмендер, мәліметтер беру үшін, өз әскерлерін, кемелерін және ұшу аппараттарын өзара тану, нысананы көрсету үшін және т.б. мақсаттарда қолданылады …   Казахский толковый терминологический словарь по военному делу

  • бұйда беру — Қ орда., Қарм.) еркін, ықтиярын біреуге беру, не де болса көну; бір істің жайынан хабар ретінде ым беру, сездіру. …Бөжей өз ішінен: «Шариғат та жөнге, шынға қарайтын шығар, ақай жоқ, ноқай жоқ, көрінгенге б ұ й д а б е р м е с…» (М. Әу., Абай… …   Қазақ тілінің аймақтық сөздігі

  • бытқыта беру — (ҚХР) былықтыра беру, мөлшерін білмей асырып жіберу, тәртіпке салмау …   Қазақ тілінің аймақтық сөздігі

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»