Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ая+дорога

  • 41 шоссейный

    шосс||ейный
    прил ὁδικός:
    \шоссейныйейная дорога ὁ ἀσφαλ-τόδρομος.

    Русско-новогреческий словарь > шоссейный

  • 42 автомобильный

    επ.
    αυτοκινητιστικός, του αυτοκίνητου•

    -ая шина το λάστιχο του αυτοκίνητου•

    -ое сообщение αυτοκινητιστική, συγκοινωνία•

    автомобильный транспорт αυτοκινητιστικές εταφορές•

    автомобильный завод εργοστάσιο αυτοκινήτων•

    -ая катастрофа αυτοκινητιστικό δυστύχημα•

    -ая дорога αυτοκινητόδρομος, αμαξιτή οδός•

    -ая промышленность βιομηχανία αυτοκινήτων•

    -ое движение αυτοκινητιστική κίνηση•

    автомобильный гудок το κλάζο αυτοκινήτου.

    Большой русско-греческий словарь > автомобильный

  • 43 безрельсовый

    επ.
    μη σιδηροδρομικός, αμαξιτός•

    -ая дорога αμαξιτή οδός•

    безрельсовый транспорт οι αμαξιτές μεταφορές.

    Большой русско-греческий словарь > безрельсовый

  • 44 береговой

    επ.
    άκτιος, ακταίος, επάκτιος, παράκτιος•

    -ая дорога παράκτια οδός•

    береговой песок ο άμμος της ακτής•

    -ые деревни παράκτια (παραθαλάσσια) χωριά•

    -ая артиллерия παράκτιο (επάκτιο) πυροβολικό•

    -ое судоходство η ακτοπλοΐα•

    -ая оборона η παράκτια άμυνα•

    береговой житель παρόχθιος (παραθαλάσσιος) κάτοικος.

    Большой русско-греческий словарь > береговой

  • 45 бесконечный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно
    1. άπειρος, ατέλειωτος, απέραντος, ατέρμων, αχανής•

    время и пространство -ы ο χρόνος και ο χώρος είναι άπειροι.

    2. μακρός, -ρύς, ατέλειωτος, ατελεύτητος•

    -ая дорога ατέλειωτος δρόμος•

    бесконечный рассказ ατέλειωτο διήγημα•

    - ая дробь (μαθ.) το απειροστόν.

    || ασταμάτητος, ακατάπαυστος, συνεχής, διαρκής•

    -ые жалобы συνεχή παράπονα.

    Большой русско-греческий словарь > бесконечный

  • 46 вести

    веду, ведешь, παρλθ. χρ. вел, вела, -ло, μτχ. ενστ. ведущий, μτχ. παρλθ. χρ. ведший, παθ. μτχ. ενστ. ведомый, επίρ. μτχ. ведя; ρ.δ.
    1. μ. οδηγώ, προσάγω•

    вести слепого за руку οδηγώ τον τυφλό από το χέρι.

    || βαδίζω επικεφαλής•

    вести войско в бой βαδίζω επικεφαλής του στρατεύματος στη μάχη.

    || οδηγώ (όχημα, πλοίο κ.τ.τ.)
    2. μτφ. διευθύνω, καθοδηγώ•

    вести практические занятия καθοδηγώ τις πρακτικές ασκήσεις.

    3. κατευθύνω•

    все дороги ведут в рим όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη.

    4. διεξάγω εργασία, φτιάχνω, κάνω•

    он смотрел, как ведут железные дороги αυτός κοίταζε, πως φτιάχνουν τις σιδηροδρομικές γραμμές•

    они вели телефонные провода αυτοί περνούσαν τηλεφωνικά καλώδια.

    5. φέρω, άγω• καταλήγω•

    куда -ет эта дорога? που οδηγεί αυτός ο δρόμος;

    μτφ. συνεπάγομαι, συνεπιφέρω, έχω σαν αποτέλεσμα•

    алкоголизм -етквы-ровдению ο αλκολισμός οδηγεί στον εκφυλισμό.

    6. απρόσ. σκεβρώνω•

    доску -ет от сырости η οανίδα σκεβρώνει από την υγρασία.

    7. μ. κρατώ• διεξάγω, τηρώ, διατηρώ, εκτελώ•

    вести протокол κρατώ πρακτικό•

    вести дневник κρατώ ημερολόγιο•

    вести записи κρατώ σημειώσεις•

    вести огонь ανάβω φωτιά•

    вести знакомство πιάνω γνωριμία•

    вести войну διεξάγω (κάνω) πόλεμο•

    вести борьбу κάνω αγώνα (αγωνίζομαι)•

    вести разговор κάνω κουβέντα, κουβεντιάζω, συνομιλώ•

    вести переписку έχω αλληλογοαφία (αλληλογραφώ).

    εκφρ.
    вести свой род от кого – έλκω το γένος απο....- начало от... έχω την αρχή απο... вести себя как φέρνομαι σαν
    1. διεξάγομαι, γίνομαι. || επιτελούμαι, πραγματοποιούμαι•

    -утся переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις.

    2. οδηγούμαι, διευθύνομαι, διοικούμαι•

    корабль -ется опытным капитаном το καράβι οδηγείται από έμπειρο καπετάνιο.

    3. απρόσ. υνηθίζεται•

    так -ется исстари έτσι συνηθίζεται από παλιά.

    4. πολλαπλασιάζομαι, πληθαίνω, -θύνομαι, αβγαταίνω•

    хорошо -утся куры καλά προκόβουν οι κότες.

    Большой русско-греческий словарь > вести

  • 47 грейдерный

    επ.
    αποξεστικός. || αποξεσημένος•

    -ая дорога άποξεσημένη οδός.

    Большой русско-греческий словарь > грейдерный

  • 48 грунтовой

    επ.
    1. χωμάτινος•

    -ая дорога επιχωματισμένος δρόμος (ασκυρόστρωτος)•

    -ые воды υπόγεια ύδατα.

    2. ασταρικός•

    -ые краски ασταρικά χρώματα.

    Большой русско-греческий словарь > грунтовой

  • 49 двоить

    двою, двоишь, ρ.δ.μ.
    1. χωρίζω στα δυό,
    2. διπλώνω στα δυό.
    3. βλ. вздвоить (2 σημ.).
    εκφρ.
    в глазах -ит – βλέπω διπλά τα αντικείμενα.
    διχάζομαι•

    дорога здесь -лась ο δρόμος εδώ διχάζονταν.

    || φαίνομαι διπλός•

    двоить в глазах βλέπω διπλά τα αντικείμενα.

    Большой русско-греческий словарь > двоить

  • 50 ездовой

    επ.
    αμαξιτός•

    -ая дорога αμαξιτός δρόμος.

    || ζεύξιμος•

    -ые собаки ζεύξιμα σκυλιά.

    || στρατιώτης μεταγωγικός.

    Большой русско-греческий словарь > ездовой

  • 51 езженый

    επ., βρ: -жен, -а, -о.
    1. της καβάλας•

    езженый конь άλογο της καβάλας.

    2. πεπατημένος•

    -ая дорога πεπατημένη οδός.

    Большой русско-греческий словарь > езженый

  • 52 железный

    επ.
    1. σιδερένιος•

    -ая кровать σιδερένιο κρεβάτι.

    || σιδηρούχος•

    -ая руда σιδηρομετάλλευμα•

    -ые рудники σιδηρωρυχεία. -лом παλιοσίδερα.

    2. μτφ. δυνατός, ισχυρός, άκαμπτος•

    -ая воля ισχυρή θέληση•

    железный закон σιδερένιος νόμος•

    железный кулак σιδερένια γροθιά•

    -ая дисциплина σιδερένια πειθαρχία.

    εκφρ.
    железный блеск – οξείδιο του σιδήρου•
    железный век – εποχή του σιδήρου•
    - ое дерево – το σιδηρόξυλο•
    - ая дорога – σιδηροδρομική οδός ή γραμμή• τα ιδρύματα των σιδηροδρομικών•
    железный шпат – ο σιδερίτης.

    Большой русско-греческий словарь > железный

  • 53 занести

    -есу, -есешь, παρλθ. χρ. занес
    -ела, -ело, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. занесенный, βρ: -сен, -сена, -сено ρ.σ.μ.
    1. φέρω, προσκομίζω•

    друг -нес мне новую книгу ο φίλος μου έφερε καινούργιο βιβλίο•

    судьба меня -ела сюда η τύχη με έφερε εδώ•

    как вас это -сло сюда τι σας έφερε εδώ• πως κι έτσι εδώ.

    2. βάζω, μεταφέρω μέσα•

    занести вещи в комнату βάζω τα πράγματα στο δωμάτιο.

    3. εγγράφω•

    занести в список εγγράφω στον κατάλογο.

    4. βάζω• σηκώνω, υψώνω•

    занести ногу на стремя βάζω το πόδι στον αναβολέα (της σέλας)•

    занести руку для удара οηκώνω το χέρι για να χτυπήσω.

    || εκτρέπω, ρίχνω, πετώ στην άκρη.
    5. σκεπάζω, καλύπτω (με λεπτά σώματα)•

    занести песком σκεπάζω με άμμο.

    || απρόσ. вся дорога -ело песком όλος ο δρόμος σκεπάστηκε με άμμο•

    каким ветром вас сюда -ело? ποιο καράβι σας έβγαλε εδώ.

    Большой русско-греческий словарь > занести

  • 54 засыпать

    засы/ пать 1
    -плю, -плешь, προστκ. засыпь
    ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω•

    засыпать яму, ров, могилу γεμίζω το λάκκο, την τάφρο, τον τάφο.

    2. σκεπάζω, καλύπτω•

    дорога засыпана листьями ο δρόμος σκεπάστηκε από φύλλα.

    || απρόσ. землю -ло пушистым снегом η γη σκεπάστηκε με αφράτο χιόνι•

    глаза -ло песком τα μάτια γέμισαν άμμο.

    3. μτφ. παρέχω άφθονα•

    засыпать подарками γεμίζω με δώρα.

    || βάζω, στέλλω απανωτά•

    его -ли вопросами του έβαλαν βροχή ερωτήματα•

    его -ли жалобами του έφαγαν τ’ αυτιά με τα παράπονα.

    4. ρίχνω•

    засыпать уголь в топку βάζω κάρβουνα στη θερμάστρα•

    засыпать чаю ρίχνω στεγνό τσάι.

    5. αρχίζω να ρίχνω κλπ. ρ. βλ. сыпать.
    1. πέφτω, εισδύω•

    песок -лся за воротник ο άμμος μου πήγε στο λαιμό.

    2. γεμίζω, σκεπάζομαι με•

    дорожка -лась сухими листьями ο δρομάκος σκεπάστηκε με ξηρά φύλλα.

    3. αρχίζω να ρίχνομαι κλπ. ρ. βλ. сыпаться 1
    засыпа/ть 2
    ρ.δ.
    βλ. заснуть.
    засыпа/ть 3
    ρ.δ.
    βλ. заспать.
    засыпа/ть 4
    ρ.δ.
    βλ. засыпать.

    Большой русско-греческий словарь > засыпать

  • 55 змееобразный

    επ., βρ: -зен, -зна, -зно
    βλ. змеевидный• -ая дорога οφιοειδής δρόμος.

    Большой русско-греческий словарь > змееобразный

  • 56 зубчатый

    επ.
    οδοντωτός•

    -ое колесо οδοντωτός τροχός•

    -ая железная дорога οδοντωτός σιδηρόδρομος.

    Большой русско-греческий словарь > зубчатый

  • 57 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 58 избитый

    επ. από μτχ.
    1. δαρμένος, χτυπημένος.
    2. κοινός, ποινοτοπικός, πεζός, τετριμμένος, καθημαζευμένος, πεπατημένος, ρουτινιέρικος•

    -ое выражение κοινή, (τετριμμένη) έκφραση•

    избитый путь πεπατημένη οδός•

    -ая дорога καθημαξευμένη οδός.

    3. πασίγνωστος•

    -ая истина πασίγνωστη αλήθεια•

    -ые слова χιλιοειπωμένα λόγια.

    Большой русско-греческий словарь > избитый

  • 59 изломанный

    επ. από μτχ.
    1. σπασμένος, θραυσμένος, τσακισμένος.
    2. τεθλασμένος, σπαστός•

    -ая линия τεθλασμένη γραμμή•

    -ая дорога πο-λυκαμπής δρόμος.

    3. μτφ. διαστρεμμένος, χαλασμένος αφύσικος•

    изломанный характер διαστρεμμένος χαρακτήρας.

    Большой русско-греческий словарь > изломанный

  • 60 изуродованный

    επ. από μτχ.
    τερατόμορφος, τερατοειδής παραμορφωμένος•

    -ое лицо παραμορφωμένο πρόσωπο.

    || χαλασμένος, φθαρμένος βλαμμένος•

    -ая дорога χαλασμένος δρόμος.

    Большой русско-греческий словарь > изуродованный

См. также в других словарях:

  • Дорога к рабству — The Road to Serfdom Обложка первого издания книги …   Википедия

  • ДОРОГА — жен. ездовая полоса; накатанное или нарочно подготовленное различным образом протяженье, для езды, для проезда или прохода; путь, стезя; направленье и расстоянье от места до места: | самая езда или ходьба, путина, путешествие. Дороги бывают:… …   Толковый словарь Даля

  • Дорога Водана — Жанры фолк рок, фолк метал, фолк Годы 2003 настоящее время …   Википедия

  • Дорога шамана — Shaman s Crossing …   Википедия

  • ДОРОГА — ДОРОГА, дороги, жен. 1. Путь сообщения; полоса земли, предназнанная для передвижения. Шоссейная дорога. Проселочная дорога. Дорога шла лесом. Свернули с дороги и поехали полем. 2. Место, по которому надо пройти или проехать (разг.). Стул стоял на …   Толковый словарь Ушакова

  • дорога — Путь, мостовая, стезя, тропа, тропинка, шоссе; улица, тротуар, просека, аллея, полотно (железнодорожное). (Дорогая большая, военная, горная, железная, окольная, проселочная, санная, столбовая, торная, уезженная, шоссейная). Перекресток, перепутье …   Словарь синонимов

  • Дорога славы — Glory Road …   Википедия

  • Дорога (фильм — Дорога (фильм, 1954) У этого термина существуют и другие значения, см. Дорога (значения). Другие фильмы с таким же или схожим названием: см. Дорога (фильм). Дорога La Strada …   Википедия

  • Дорога в Гонконг — The Road to Hong Kong Жанр комедия приключенческий роуд муви Режиссёр Норман Панама …   Википедия

  • Дорога ветров — Дорога ветров …   Википедия

  • Дорога домой — «Дорога домой»: Дорога домой цикл романов писателя Виталия Зыкова. Дорога домой альбом группы «Эпидемия» 2010 года. В кинематографе Дорога домой  советский фильм 1969 года. Дорога домой  второе название фильма режиссёра Хью Хадсона… …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»