-
1 θώρακα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θώρακα
-
2 θωραξ
1) доспех (преимущ. нагрудный), панцирь, броня(χάλκεος Hom.; ὁπλιτικός Plat.)
2) защита, прикрытие, оплот(τοῦτο τὸ τεῖχος θ. ἐστί Her.)
3) (часть тела, покрываемая панцирем, т.е.) грудь или туловище(ἐν τοῖς στήθεσι καὴ τῷ καλουμένῳ θώρακι Plat.; τὸ ἀπ΄ αὐχένος μέχρι αἰδοίων κύτος καλεῖται θ. Arst.)
ἔχων θώρακα ἄριστον. - Πῶς δ΄ ἂν μαχέσαιτο παγκράτιον θώρακα ἔχων ; Arph. ( игра на двух значениях слова θ.) — (у Эфудиона несмотря на старость), могучая грудь. - Но разве в панкратии ( всеборье) он будет бороться в нагруднике?4) ( у ракообразных) головогрудь Arst. -
3 διακοπτω
1) разрубать, рассекать, разбивать, разламывать(μοχλόν Thuc., Polyb.; τὰ κλεῖθρα Xen.; τὸν κρύσταλλον Arst.; τόν θώρακα τῷ δόρατι Plut.)
2) отрубать, отсекать(ξίφει τέν χεῖρα Plut.)
3) наносить раны, ранить4) разрывать, прорывать(τέν κοιλίαν Arst.; воен. τάξιν Xen., Polyb.; φάλαγγα Plut.)
5) прерывать, прекращать(τὰς πρός τινα διαλύσεις Polyb.; τέν κοινολογίαν Plut.)
6) разрывать, расторгать(συνθήκας, τέν πρός τινα συμμαχίαν Polyb.)
7) разлучать, разделять(τινάς Plut.)
8) обрывать(τέν περίοδον Arst.)
9) пробиваться, прорыватьсяτὸ βέλος διακόψαν ἄχρι τοῦ διελθεῖν Luc. — стрела, впившаяся глубоко -
4 διαστελλω
1) разделять, рассекать(τὸν ἀέρα ταῖς πτέρυξιν Arst.)
2) раскрывать, расстегивать(τὸν θώρακα Plut.)
3) разрывать, разгребать(τόπον τοῖς ὄνυξι Plut.)
4) раздвигать(τῇ βακτηρίᾳ τέν σκηνήν Plut.)
5) расширять, растягивать(μήτε διαστέλλεσθαι, μήτε πιέζεσθαι Arst.)
6) тж. med. лог. расчленять, различать(τῷ εἴδει Arst.)
7) med. логически обсуждать, беседовать(τὰ λεγόμενα Plat.; περί τινος Arst.; ὑπέρ τινος Polyb.)
8) быть в разладе, не соглашаться(πρὸς τὸ συνέδριον Polyb.)
9) отдавать приказание, приказывать(τινὴ περί τινος Diod.; med. τινι NT.)
τὸ διαστελλόμενον NT. — указание, заповедь -
5 ενδυω
(fut. ἐνδύσω, aor. 1 ἐνέδυσα; для неперех. aor. 2 ἐνέδυν, pf. ἐνδέδυχα)1) одевать(ἄγαλμα τοῦ Διός Her.)
med. — одеваться (в), надевать на себя (χιτῶνα Hom.; πέπλον Soph.; ὅπλα Her.; στολήν Eur.; κροκωτόν Arph.; λεοντῆν Plat.; θώρακα Arst.):ἐνδεδυμένος ἔνδυμα γάμου NT. — одетый в брачную одежду2) тж. med. проникать, входить(εἴς τι и εἴς τινα Her., Thuc., Arph., Xen., Plat., Arst., Plut., τι и τινά Plat. и τινί Xen., Plat., Plut.)
ἐνδύεσθαι τῇ ψυχῇ Plut. — заглянуть себе в душу, т.е. прислушаться к голосу своей совести3) тж. med. брать на себя, предприниматьἐνδύεσθαι τοῖς πράγμασι Plut. — захватить власть в свои руки;
ἐνδυόμενος τόλμημα τηλικοῦτον Arph. — отважившийся на подобное действие;ἐνέδυ εἰς ταύτην τέν ἐπιμέλειαν Xen. — он ревностно занялся этим вопросом -
6 εξαιρω
эп.-ион. ἐξαείρω (fut. ἐξαρῶ, aor. ἐξῆρα, pf. ἐξῆρκα)1) поднимать(τινὰ ἐκ τῶν βάθρων Soph.; γλῶτταν Arst.; τὰς χεῖρας Polyb.)
ἐξάρας παίει ἐς τέν γῆν Her. — он поднял (его) и бросил на землю;κοῦφον ἐξάρας πόδα Soph. — легко перебирая ногами, т.е. бегом;ὅ κονιορτὸς ἐξαιρόμενος Polyb. — поднявшаяся пыль;ἥ ἐξαιρομένη φλόξ Polyb. — вспыхнувший пожар;μετέωρος ἐξαρθείς Plut. — высоко поднятый2) вынимать(θώρακα Arph.)
3) поднимать, увеличивать, повышатьτὸ τεῖχος ἐξῄρετο διπλήσιον τοῦ ἀρχαίου Her. — стена была доведена до двойной высоты против прежнего;
ἄνω ἐ. τι Aeschin. — преувеличивать что-л.;νόσημα ἐξαίρεσθαι Soph. — усиливать недуг4) побуждать, заставлять(τινὰ θανεῖν Eur.)
τίς σ΄ ἐξῆρεν οἴκοθεν στόλος ; Soph. — кто побудил тебя покинуть дом и отправиться в путь?5) возвышать, возвеличивать(τέν οἰκίαν τινός Her.)
ἡδοναῖς ἄμοχθον ἐ. βίον Soph. — вести жизнь полную наслаждений6) превозносить, прославлять, восхвалять(τινά Luc. и τινὰ ὑψοῦ Her.)
ὑψηλὸν ἐ. αὑτὸν ἐπί τινι Plat. — кичиться чем-л.7) возбуждатьμηδὲν δεινὸς ἐξάρῃς μένος Soph. — не предавайся (столь) страшному гневу;ἐλπίσιν κεναῖς ἐξαίρεσθαι Soph. — обольщаться ложными надеждами;ἐ. διπλῆν χάριν χορείας Arph. — заводить двойной хоровод8) подниматься(ἐξᾶραι καὴ πέτεσθαι Diod.)
ἐξᾶραι παντὴ τῷ στρατεύματι Polyb. — двинуться со всем войском9) med. уносить с собой, приобретать, добывать, получать(πολλὰ Τροίης Hom.: κάλλιστον ἕδνον Pind.; ἆθλα Theocr.)
10) уводить с собой(τινά Plat.)
-
7 θω
-
8 οπλιζω
(fut. ὁπλιῶ, aor. ὥπλῐσα - эп. ὅπλισα и ὥπλισσα; pass.: aor. ὡπλίσθην - 3 л. pl. ὡπλίσθησαν - эп. ὅπλισθεν, pf. ὥπλισμαι)1) готовить, приготовлять(κυκειῶ = τὸν κυκεῶνα, med. δόρπον Hom.; δαῖτα Eur.)
ὅπλισθεν δὲ γυναῖκες Hom. — женщины приготовились (к пляске)2) снаряжать, запрягать(ἅμαξαν Hom.; ἵππους Xen.)
3) оснащать(νῆες ὁπλίζονται Hom.)
4) вооружать(τινά Her., Thuc. etc.)
; med. вооружаться(φασγάνῳ χέρας Eur.; перен.: θράσος Soph.; τέν αὐτέν ἔννοιαν NT.)
ὁ. τοὺς πεζούς Xen. — вооружать свою пехоту;ὁ. τοῖς ὅπλοις Xen. — надеть на себя оружие5) снабжать тяжелым вооружением, делать тяжело вооруженным6) снабжать, украшатьθύρσοις διὰ χερῶν ὡπλισμέναι Eur. — (вакханки) с тирсами в руках -
9 παραλυω
тж. med.1) отвязывать, снимать(τὰ πηδάλια τῶν νεῶν Her.; τὸν θώρακα Plut.)
2) (тайком) развязывать, распечатывать, в смысле обкрадывать(τὰ σακκία τῶν χρημάτων Diod.)
3) спускать (с привязи)(κύνα Xen.)
4) отделять, разлучать(τινὰ δάμαρτος Eur.)
5) отнимать, отбиратьΣμύρνη σφέων παρελύθη ὑπ΄ Ἰώνων Her. — Смирна была у них (эолян) отнята ионийцами
6) освобождать(τινὰ τῆς στρατεΐης Her.)
7) лишать(τινὰ τῆς στρατηγίης Her.)
τινὰ τῆς ὀργῆς π. Thuc. — унять чей-л. гнев;ἑαυτὸν τοῦ ζῆν π. Plut. — лишить себя жизни8) спасать(ψυχάν τινος Eur.)
9) отстранять, отвращать(Ἑλλάδος πόνους Eur.)
10) ослаблять, расслаблять(τὸ σῶμα τροφῆς ἀποχῇ Plut.)
ἥ δύναμις τῆς πόλεως παρελύθη Lys. — сила города (Афин) была надломлена;παραλελυμένος NT. = παραλυτικός -
10 υπενδυω
-
11 διαπερνώ
(α) (αόρ. διαπέρασα) μετ.1) пробивать; пронзать;διαπερνώ τον θώρακα — пробивать броню;
2) проникать (сквозь что-л.), пронизывать насквозь;3) переходить, пересекать (улицу и т. п.); переправляться, форсировать (реку);§ διαπερνώ τίνα εν στόματι ρομφαίας — зарубить кого-л., отсечь голову
См. также в других словарях:
Θώρακα — Θώραξ corslet masc acc sg Θῶραξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θώρακα — θώρᾱκα , θώραξ corslet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θώρακ' — Θώρακα , Θώραξ corslet masc acc sg Θώρακι , Θώραξ corslet masc dat sg Θώρακε , Θώραξ corslet masc nom/voc/acc dual Θώρακα , Θῶραξ masc acc sg Θώρακι , Θῶραξ masc dat sg Θώρακε , Θῶραξ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θώραχ' — Θώρακα , Θώραξ corslet masc acc sg Θώρακι , Θώραξ corslet masc dat sg Θώρακε , Θώραξ corslet masc nom/voc/acc dual Θώρακα , Θῶραξ masc acc sg Θώρακι , Θῶραξ masc dat sg Θώρακε , Θῶραξ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοπλία — Το σύνολο των κομματιών καθένα με διαφορετικό σχήμα, ανάλογα με το μέρος του σώματος για το οποίο προοριζόταν που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν για να προστατεύουν τον άνθρωπο ή το άλογο από τα χτυπήματα των όπλων του εχθρού. Η π. ή «αρματωσιά»… … Dictionary of Greek
αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας … Dictionary of Greek
θωρακίζω — (ΑΜ θωρακίζω) [θώραξ] οπλίζω κάποιον με θώρακα, ενισχύω κάποιον με θώρακα νεοελλ. 1. επενδύω κάτι με σιδερένιες πλάκες ή ελάσματα για να γίνει απρόσβλητο από τα βλήματα («θωρακισμένο αυτοκίνητο») 2. προστατεύω ένα ηλεκτρικό κύκλωμα ή μια… … Dictionary of Greek
θωρακικός — ή, ό (Α θωρακικός, ή, όν) [θώραξ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θώρακα («θωρακικοί σπόνδυλοι») νεοελλ. ζωολ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θωρακικά τάξη θυσανόποδων καρκινοειδών αρχ. 1. αυτός που πάσχει από νόσο τού θώρακα, αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν … Dictionary of Greek
μυρμηγκιά — Γενική ονομασία των εντόμων της μεγάλης οικογένειας των μυρμηκιδών, της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι γνωστά πάνω από 6.000 είδη μ., που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και σε διάφορες λεπτομερείς: όλα όμως έχουν μερικά κοινά μορφολογικά… … Dictionary of Greek
στέρνο — το / στέρνον, ΝΜΑ 1. το πρόσθιο μέρος τού θώρακα, το στήθος («παίει κατὰ τὸ στέρνον καὶ τιτρώσκει διὰ τοῡ θώρακος», Ξεν.) 2. πλατύ επίμηκες και μονοφυές οστό που καταλαμβάνει τη μεσότητα τής εμπρόσθιας μοίρας τού θώρακα και με το οποίο… … Dictionary of Greek