-
1 θερισμός
θερ-ισμός, ὁ,A mowing, reaping, X.Oec.18.3, PHib.1.90.5 (iii B.C.), PFlor.101.4 (i A.D.).II reaping-time, harvest, Eup.202, Plb.5.95.5, Ev.Matt.13.30, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερισμός
-
2 θεριστήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεριστήρ
-
3 θεριστήριον
θερ-ιστήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεριστήριον
-
4 θεριστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεριστής
-
5 θεριστικός
A of or for reaping,δρέπανον PMagd.8.6
(iii B.C.);ὕμνος Suid.
s.v. Λιτυέρσης: as Subst. θ., τό, crop, Str.17.3.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεριστικός
-
6 θεριστός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεριστός
-
7 θεραπεία
θεραπεία, ἡ, 1) das Dienen, die Bedienung, die Hochachtung gegen Eltern u. höher Gestellte; ϑεραπεία τοῦ τε κοινοῦ αὐτῶν καὶ τῶν ἀεὶ προεστώτων Thuc. 3, 11; γονέων ϑεραπεῖαι καὶ τιμαί Plat. Legg. X, 886 c, wie Rep. IV, 425 b; ϑεῶν, Gottesdienst, Euthyphr. 13 d; vgl. Eur. El. 744; ἀγυιατίδες, des Apollo Agyieus, Ion 187; Isocr. 2, 20; ἡ περὶ τοὺς ϑεοὺς ϑερ. neben εὐσέβεια 11, 24; ἄλλαι ϑεῶν τε καὶ δαιμόνων καὶ ἡρώων ϑεραπεῖαι Plat. Rep. IV, 427 b; πᾶσαν ϑεραπείαν ὡς ἰσόϑεος ϑεραπευόμενος Phaedr. 255 a, wie auch Antiph. 4 β 4 ϑεραπείαν ϑεραπεύεσϑαι vrbdt; Xen. αὐτὸν ἐϑεράπευον πάσῃ ϑεραπείᾳ, Hell. 2, 3, 14; ἐν ϑεραπείᾳ ἔχειν, Jem. seine Hochachtung beweisen, ihm gefällig sein, Thuc. 1, 55; ϑεραπείαις προςαγαγέσϑαι Isocr. 3, 22. – Uebh. Dienstleistung, Eur. I. T. 314 u. A.; Pflege der Kranken, τῶν καμνόντων Plat. Prot. 345 a; τὰς ὑπὸ τῶν ἰατρῶν ϑεραπείας, die Kur, τὰς διὰ καύσεων γιγνομένας, 354 a; τῶν περὶ τὸ σῶμα νοσημάτων πολλαὶ ϑεραπεῖαι τοῖς ἰατροῖς εὕρηνται, viele Heilungsarten, Isocr. 8, 39; Sp.; ϑεραπείαν προςάγειν Pol. 15, 25, 6; σώματος, Pflege u. Wartung des Körpers, Plat. Gorg. 464 b; ὅση περὶ τὸ ϑνητὸν πᾶν σῶμα ϑερ. Soph. 219 a; von Thieren, ἡ ἱππικὴ ἵππων ϑερ. Euthyphr. 13 a; von Pflanzen, τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Theaet. 149 e; τῶν ποπάνων καὶ ἑψημάτων Rep. V, 455 c; τῆς ψυχῆς Lach. 185 e; Xen. vrbdt ἐν ἐσϑῆτι καὶ ϑεραπείᾳ οὐ τῇ τυχούσῃ, Mem. 3, 11, 4, vom Putz. – 21 collectiv, Dienerschaft, Gefolge, ϑεραπηΐη δέ σφι ὄπισϑε ἕπεται πολλή Her. 1, 199, vgl. 7, 184; σὺν ἱππικῇ ϑεραπείᾳ Xen. Cyr. 4, 6, 1; Sp.; ὁ ἐπὶ τῆς ϑεραπείας, der Befehlshaber der Leibwache, Pol. 4, 87, 5 Hdn. 7, 1, 10; N. T.
-
8 теплота
теплот||аж1. ἡ θερμότητα [-ης]:согревать своей \теплотао́й ζεσταίνω μέ τήν θερμότητα μου· скрытая \теплота ἡ λανθάνουσα θερ-μότης· единица \теплотаы физ. ἡ μονάς θερ-μότητος·2. перен (сердечность) ἡ ἐγκαρδιότητα, ἡ θερμότητα, ἡ θέρμη:душевная \теплота ἡ ψυχική θέρμη· говорить ὁ ко́м-л. с \теплотао́й μιλῶ θερμά γιά κάποιον. -
9 formus
formus, a, um (vgl. for-nax, for-nus); verwandt mit fer-veo, θερ-μός, warm, Paul. ex Fest. 83, 11; 84, 3; 91, 13. Plac. gloss. V, 22, 3. Non. 531, 28 (wo zu lesen a formo).
-
10 θεραπεύω
θεραπεύω, ein Diener, dienstbar, dienstwillig sein; Hom. einmal, Od. 13, 265 οὕνεκ' ἄρ' οὐχ ᾡ πατρὶ χαριζόμενος ϑεράπευον, vgl. ϑεράπων; so im tut. med. H. h. Apoll. 390. – Bes. als Untergebener einem Mächtigeren dienen, ihn verehren, ihm seine Verehrung durch Dienstleistungen beweisen; die Götter verehren, ἀϑανάτους Hes. O. 137; Διόνυσον Eur. Bacch. 82, vgl. I. T. 1105; ϑεούς, τὸ ϑεῖον, Plat. Legg. VI, 776 b Tim. 90 c; ϑεραπεύοντες καὶ ἁγνεύοντες ϑύομεν Lys. 6, 51; τοὺς ναούς Eur. Ion 111; Plat. ὡς δαιμόνων οὕτω ϑεραπεύσομέν τε καὶ προςκυνήσομεν αὐτῶν τὰς ϑήκας Rep. V, 469 a; die Aeltern, τοὺς γονέας, πατέρας τε καὶ μητέρας ibd. 467 a; Men. 91 a; ϑεραπεύεσϑαι ὑπὸ τῶν παίδων Lys. 19, 37; Eur. τοὺς βόσκοντας Ion 183; den Herrn, δοῦλοι τοὺς δεσπότας ϑεραπεύουσιν Plat. Euthyphr. 13 d. – Allgemein, pflegen, warten, Sorge tragen für Einen, bes. für einen Kranken, ὁ ἰατρὸς τὰ νοσήματα ϑεραπεύει καὶ ἐπισκοπεῖ Plat. Legg. IV, 720 d; ἰᾶσϑαι τὰ ϑεραπευόμενα σώματα III, 684 c; ἔϑνησκον οἱ μὲν ἀμελείᾳ, οἱ δὲ καὶ πάνυ ϑεραπευόμενοι, sorgfältig von Aerzten behandelt, Thuc. 2, 51; τοὺς ὀφϑαλμούς, heilen, Arist. Eth. 1, 13; Folgde, wie Ath. XII, 522 b. Auch übertr. auf Sachen, ausbessern, ἕνεκα τοῦ ϑεραπεύειν ἀεὶ τὰ πονοῦντα μέρη τῆς νεώς D. Sic. 4, 41; ὑποψίαν, den Argwohn zu beseitigen suchen, Plut. Lucull. 22; – σῶμα καὶ ψυχήν Plat. Gorg. 513 d; τοὺς ἵππους 516 e; τὴν γῆν, das Land bestellen, Xen. Oec. 5, 12 u. Sp.; μήτε σίτου γεύσασϑαι μήτε τινὰ ἄλλην ϑεραπείαν ϑεραπεῦσαι τὸ σῶμα Arr. An. 7, 14, u. ä. öfter bei Sp.; μύροις ἀγαϑοῖς χαίτην Archestr. bei Ath. III, 101 c; geistig, μέλλεις τὴν ψυχὴν τὴν σαυτοῦ παρέχειν ϑεραπεῦσαι άνδρὶ σοφιστῇ Plat. Prot. 312 c; τὴν διάνοιαν Rep. III, 403 d; μὴ μαϑοῦσι μηδὲ ϑεραπευϑεῖσιν εἰς ἀρετήν, die nicht zur Tugend erzogen worden, Prot. 325 c. – Durch Dienstleistungen Jemand zu gewinnen suchen, τὸ πλῆϑος τῶν Μυκηναίων τεϑεραπευκότα, er hat für das Volk Sorge getragen, Thuc. 1, 9; οἱ μὲν ἡμᾶς ἐν τῷ πολέμῳ δεδιότες ἐϑεράπευον 3, 12; γυναῖκα Xen. Cyr. 5, 1, 17, ihr die Aufwartung, den Hof machen; schmeicheln, Thuc. 3, 39; ϑερ. τὰς ϑύρας τῶν ἀρχόντων Xen. Cyr. 8, 1, 6. 3, 47, an der Thür erscheinen u. seine Aufwartung machen, wie αὐλὰς βασιλικάς D. L. 9, 63. Häufig auf Sachen übertr., ἱερά, dafür Sorge tragen, Thuc. u. A.; ἡδονήν Plat. Phaedr. 233 c Xen. Cyr. 5, 5, 41, der Luft nachgehen, auf das Vergnügen bedacht sein, ihm fröhnen; τὸ ξυμφέρον, seinen Vortheil wahrnehmen, Thuc. 3, 56; ϑεραπεύειν τὴν ἄνοιξιν τῶν πυλῶν, dafür Sorge tragen, 4, 67; Soph. πειρῶ τὸ παρὸν ϑεραπεύειν Phil. 149, versuche zu dienen, wie es der Augenblick erheischt; καιρόν, die rechte Zeit wahrnehmen, Pol. 11, 5, 2; vgl. Dem. 18, 307 τοὺς ὑπὲρ τῶν ἐχϑρῶν καιροὺς ἀντὶ τῶν τῆς πατρίδος ϑεραπεύειν; – auch c. inf., ϑεραπεύοντες τὸ μὴ ϑορυβεῖν, dafür Sorge tragend, daß sie nicht lärmten, Thuc. 6, 61; Sp.; ϑεραπεύουσι κόμην φαίνεσϑαι λιπαράν Plut. Lyc. 22; Luc. de merc. cond. 26.
-
11 θεράπων
θεράπων, οντος, ὁ, der Diener, bei Hom. bes. der Kriegsgefährte, der freie Mann, der an der Seite des Andern kämpft, wie Achilleus den Patroklos seinen ϑ. nennt, Il. 16, 244. 18, 152, und Meriones des Idomeneus ϑεράπων ist, 23, 113, u. 19, 143 alle griechischen Heerführer die ϑεράποντες des Agamemnon heißen. Bes. heißt so bei Hom. der Wagenlenker, Il. 8, 113, ἡνίοχος ϑεράπων, 13, 386, der wie der κήρυξ, Od. 18, 424, nicht zu der gewöhnlichen Dienerschaft zu rechnen ist. Allgemeiner sind es Aufwärter, Diener im Hause, ϑεράποντε δαήμονε δαιτροσυνάων Od. 16, 253, die aber nicht Knechte, δοῦλοι, sind, sondern freie Leute, die den Mächtigeren sich freiwillig zu ehrenvoller Dienstleistung unterordnen, wie Eteoneus, des Menelaus ϑεράπων, κρείων heißt, 4, 22. So sind die Könige ϑεράποντες des Zeus, Od. 11, 255, u. die tapferen Krieger ϑεράποντες Ἄρηος, Il. 2, 110 u. öfter; Μουσάων ϑεράποντες, die Dichter u. Sänger, H. h. 32, 20; vgl. Hes. Th. 769; ähnl. λωτός, Μουσᾶν ϑερ., Eur. El. 717; übh. Verehrer, wie Ἀπόλλωνος ϑεράπων Pind. Ol. 3, 17. Vgl. τῆς Ἀφροδίτης ἀκόλουϑος καὶ ϑεράπων γέγονεν ὁ Ἔρως, Plat. Conv. 203 c. – Uebh. Diener, Ar. Plut. 3 Av. 516; Her. 5, 105; Xen. Cyr. 8, 2, 16; περὶ τὰ ἐπιτήδεια 8, 5, 6; Thuc. 7, 13; ἄνευ ϑεραπόντων αὐτοῖς ἑαυτῶν διακονήσεις Plat. Legg. I, 633 c. – Adjectivisch Pind. οἶκον ξένοισι ϑεράποντα, das den Fremden dient, das gastliche, O. 13, 3.
-
12 απαυλοσυνος
-
13 θηρ
θηρός ὅ (в прозе преимущ. θηρίον)(эп. dat. pl. тж. θήρεσσι)
1) хищный зверьὁ Νέμειος θ. Eur. — Немейский зверь (лев);
Ἐρυμάνθιος θ. Soph. — Эримантский зверь (вепрь)2) (тж. ἐπὴ χέρσου θήρ Hom.) наземное животное3) животное ( вообще)(οὐ θεῶν τις, οὐδ΄ ἄνθρωπος οὐδὲ θήρ Aesch.)
4) чудовище(ὅ θ. Κένταυρος Soph.)
5) перен. человекθῆρες ξιφήρεις Eur. — вооруженные мечами люди (т.е. Ὀρέστης καὴ Πυλάδης)
-
14 καταφυγη
ἥ1) убежище, прибежище(ἔχει καταφυγέν θέρ μὲν πέτραν, δοῦλος δὲ βωμούς Eur.; κ. τὸ χωρίον ἐλάφοις Arst.)
κ. σωτηρίας Eur. — надежное убежище;κ. κακῶν Eur. — спасение от бедствий;2) уловка, увертка Dem. -
15 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
16 копчение
1. (испускание копоти) το κάπνισμα (ψαριών, κρεάτων κ.λπ.) 2. (провяливание в дыму мяса, рыбы и т.п.) η παραγωγή των καπνιστώντο κάπνισμα (ψαριών, κρεάτων κ.πλ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > копчение
-
17 метод
η μέθοδος, το σύστημα, ο τρόποςана-глифический (карт.) - ανάγλυφος -лабораторный - εργαστηριακή -, πειραματική -- механической обработки - της μηχανικής κατερ-γασίας/επεξεργασίας- расчёта по разрушающим нагрузкам - υπολογισμού βάσει των καταστρεπτικών φορτίωνсравнительный - см. сопоставительный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метод
-
18 теплоэлектроцентраль
(ТЭЦ) о θερ-μοηλεκτροπαραγωγικός σταθμός με παράλληλη παραγωγή θερμότητας (ατμού και ζεστού ύδατος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > теплоэлектроцентраль
-
19 кипятильник
кипятильникм ὁ βραστήρ[ας], ὁ θερ-μαντήρ[ας]. -
20 теплоэлектроцентраль
теплоэлектроцентральж (ТЭц) ὁ θερ-μοηλεκτροπαραγωγικός σταθμός, ἡ θερμοηλεκτρική ἐγκατάσταση [-ις].
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θάρσος — θάρσος, το (AM) θάρρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θάρσος (αττ. θάρρος) με τα παράγωγα της καθώς και τους τ. που εμφανίζουν το ίδιο θέμα συνιστούν μια οικογένεια λέξεων, τών οποίων αντίστοιχα απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Στην Ελληνική άλλοι τ. έχουν θ.… … Dictionary of Greek
θαλασσινός — ή, ό (Μ θαλασσινός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα ή που προέρχεται από αυτήν («θαλασσινός αγέρας») νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται διά θαλάσσης («θαλασσινό ταξίδι») 2. το αρσ. ως ουσ. ο θαλασσινός ο ναυτικός 3. (το ουδ. πληθ. ως… … Dictionary of Greek
λείστριον — και λίστριον, τὸ (Α) εργαλείο για τη λείανση μαρμάρινων πλακών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος, κατά τα θερ ίστριον, καπ ίστριον] … Dictionary of Greek
σιμός — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Φίαλου και εγγονός του Βουκαλίωνα, βασιλιάς της Αρκαδίας. 2. Σικελός, ιδρυτής μαζί με τους Ευκλείδη και Σάκωνα της πόλης Ιμέρας. 3. Ένας από τους Αλευάδες, που βοήθησε το … Dictionary of Greek
τήμος — και τᾱμος Α επίρρ. τότε, σε εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος («ἦμος δ Ἑωσφόρος εἶσι φόως ἐρέων ἐπὶ γαῑαν... τῆμος πυρκαϊκὴ ἐμαραίνετο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τῆμος, συσχετικό τού αναφορ. ἦμος (πρβλ. τέως: ἕως), έχει σχηματιστεί από … Dictionary of Greek
τριημερινός — ή, όν, Α 1. τριήμερος 2. προχθεσινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριήμερος + κατάλ. ινός (πρβλ. θερ ινός)] … Dictionary of Greek
τόλμη — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τόλμα Α 1. θάρρος, αφοβία, σθένος, περιφρόνηση τού κινδύνου (α. «είχε την τόλμη να υψώσει το ανάστημά του απέναντι στους ισχυρούς» β. «ἐκπεπλῆχθαι μὲν ἐπὶ τῇ πολυφροσύνη τε καὶ τόλμη», Ηρόδ.) 2. συνεκδ. (με κακή σημ.) θράσος,… … Dictionary of Greek
φόρετρον — και φόρεθρον και φόλετρον και φόλλετρον, τὸ, Α αμοιβή που δίνεται για μεταφορά φορτίων, κόμιστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρω + επίθημα ε τρον (πρβλ. θέρ ε τρον). Ο τ. φόρεθρον με επίθημα θρον*, ενώ οι τ. φόλετρον,… … Dictionary of Greek
chronothermal — | ̷ ̷ ̷ ̷ at chrono + adjective Etymology: chron + thermal : relating to both time and temperature chronothermal equation * * * chronothermal, a. (krɒnəʊˈθɜːməl) [f. Gr. χρόνο ς time + θερµός hot, warm: cf. thermal.] … Useful english dictionary