-
121 πρός-ειμι
πρός-ειμι (s. εἶμι), hinzugehen, herankommen, Hom. u. Folgde; absolut, πρόςιϑ' ἀτρέμας, Eur. Or. 149; εἰς εὐνήν, Soph. El. 429; τινί, hingehen zu Einem, πρόςεισί σοι, Ar. Ach. 813 u. öfter; auch c. acc., πρόςειμι δῶμα καὶ βρέτας τὸ σόν, Aesch. Eum. 233; ὅτε Βακχίῳ Ἀλϑαίας δόμους προςῇτε, Eur. Cycl. 40; u. in Prosa: ὅταν αὐτῷ προςίῃ τὸ ἐναντίον, Plat. Phaed. 102 e; προςιέναι πρὸς τὴν Λάχεσιν, Rep. X, 620 d, wie Prot. 316 b; π ροςιτέον ἐγγυτέρω, Theaet. 179 c; προςῇμεν τῇ βουλῇ, Dem. 19, 17; τοῖς ἐφόροις, Pol. 4, 34, 5; πρὸς τὸ δέλεαρ, 25, 21, 7. Auch γυναικί, Xen. Conv. 4, 38, mit einem Weibe Gemeinschaft pflegen, u. Sp.; – τὰ προςιόντα χρήματα, Ar. Eccl. 712, u. τὰ προςιόντα allein, die Einkünfte, Vesp. 664; φόρος προςῄει, Andoc. 3, 9; προςιόντων ἑξακοσίων ταλάντων φόρου, Thuc. 2, 13.
-
122 πρύμνα
πρύμνα, ἡ, ion. u. ep. πρύμνη, welche Form auch die ältern Attiker brauchten, vgl. Phryn. in B. A. 66, 23 u. Lob. Phryn. 331; eigtl. fem. von πρυμνός, statt πρυμνὴ ναῦς, das äußerste Hinterende des Schiffes, Schiffshintertheil, Schiffsspiegel; πρύμνη νηὸς ἀείρετο, Od. 13, 84; auch νηὸς ἀπὸ πρύμνης, Il. 15, 435; πρύμνης νεὸς ἥψατο, ib. 704; u. adjectivisch, νηῒ πάρα πρύμνῃ, 7, 383, wo man πρυμνῇ accentuirt erwarten sollte, vgl. 11, 600. 16, 286 Od. 2, 417. 12, 411; μὴ νηυσὶν ἐπὶ πρύμνῃσι μάχωνται, Il. 8, 475; ἐν πρύμνᾳ, Pind. P. 4, 194; ἁλίαισιν πρύμναις, Ol. 9, 73; übtr., ἐν πρύμνῃ πόλεως οἴακα νωμῶν, Aesch. Spt. 2; ὃ καὶ περὶ πρύμναν πόλεως καχλάζει, 742, vgl. Suppl. 340; εἰς πρύμνην, Soph. Phil. 480. 1437, wie jetzt des Metrums wegen für πρύμναν geschrieben wird; Eur. oft; πρύμναν ἀνακρούεσϑαι, rückwärts rudern, so daß das Vordertheil des Schiffes dem Feinde zugekehrt bleibt und das Hintertheil des Schiffes vorangeht, sich allmälig zurückziehen, ohne den Rücken zu kehren, Ar. Vesp. 397, wo der Schol. sagt ὅταν μετακαϑίσαντες οἱ ἐρέται ἐλαύνοιεν ὀπίσω ἐπὶ τὴν πρύμναν u. anführt, daß dies bes. beim Einlaufen in den Hafen geschehe, damit das Schiff nachher, ohne umzuwenden, abfahren könne (vgl. κρούω u. Her. 8, 84), τὴν πρύμναν τοῠ πλοίου, Plat. Phaed. 58 ac; Folgde; ἕπεσϑαί τινι κατὰ πρύμναν, Pol. 1, 49, 11; übh. Hintertheil, Hinterende von jedem Körper, Valck. Her. 8, 84.
-
123 προς-πελάζω
προς-πελάζω (s. πελάζω), hinzu, hinan, in die Nähe bringen, νῆα ἄκρῃ προςπελάσας, Od. 9, 285, das Schiff ans Vorgebirge hinantreiben; pass. sich nahen, Πανός τις προςπελασϑεῖσα ϑυγάτηρ, Soph. O. R. 1101; so auch das act. intraus., ὅταν καλῷ προςπελάζῃ τὸ κυοῠν, Plat. Conv. 206 d; Sp., wie Plut. Eumen. 17 Hdn. 5, 4, 22. – Vgl. auch προςπλάζω.
-
124 προς-πίπτω
προς-πίπτω (s. πίπτω), zufallen; im pers. zugefallen sein, dabei liegen, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι, am Hafen od. nach dem Hafen zu liegende Küste, Od. 13, 98 (welche Form Andere, wie Buttmann, zu προςπτήσσω ziehen); βωμοῖσι προςπίπτουσα, Soph. Trach. 900; προςπεσὼν ἔχου, Ai. 1160; vgl. προςπεσόντα πως βωμῷ καϑῆσϑαι τοῠ Ποσειδῶνος, O. C. 1159; also fußfällig bitten, anflehen, τί με προςπίπτεις; Eur. Andr. 538; πρόςπιπτε οἰκτρῶς τοῠδ' Ὀδυσσέως γόνυ, Hec. 339, u. öfter; προςπεσὼν αὐτῷ ἱκέτευε, Plat. Ep. VII, 349 a, wie Xen. Cyr. 4, 6, 2; Pol. 10, 18, 7; τὸν Ἀχιλλέα, Luc. paras. 46; – zufällig auf Einen stoßen, treffen, μὴ καὶ λάϑῃ με προςπεσών, Soph. Phil. 46. 156, wie Eur. Herael. 339; πρός τινα, Ar. Equ. 31; προςπεσοῦσα ἄτη, Her. 1, 32; αἱ συμφοραὶ προςπίπτουσαι, die vorfallenden Begebenheiten, 7, 46; αἱ προςπίπτουσαι τύχαι, Thuc. 1, 84, öfter; χαριζόμενος τῇ προςπιπτούσῃ ἐπιϑυμίᾳ, Plat. Rep. VIII, 561 c; ὅταν σοι προςπίπτῃ τι τῶν τοιούτων δογμάτων, wenn es dir vorkommen sollte, Legg. IX, 854 b; zufällig zu Theil werden, ἡ ἀτιμία φιλοσοφίᾳ διὰ ταῠτα προςπέπτωκεν, Rep. VII, 535 c; auch ἄν τινες νόσοι προςπέσωσιν, Phaed. 66 c; χαλεπὴ τύχη προςπεσοῠσα, Legg. V, 747 c; αἰσϑήσεις προςπεσοῠσαι, Tim. 44 a; Pol. vrbdt auch προςπίπτειν ἐς βράχεα, hineingerathen, 1, 39, 3; ὁ χειμάῤῥους προςπίπτει πρὸς τὸν Ἐρύμανϑον fällt in den Er., 4, 70, 9; bes. feindlich auf Einen stoßen, anfallen, angreifen, verstoßen wogegen, ἐς Δίκας βάϑρον προςέπεσες πολύ, Soph. Ant. 848; δυςτυχεστάτῳ προςέπεσον κλήρῳ, Eur. Troad. 291; Thuc. 3, 30; πόλεσιν ἀτειχίστοις, 1, 5, u. öfter; εἴτ' ἐγγύϑεν προςπίπτουσα, εἴτε πόῤῥωϑεν, Plat. Rep. VII, 523 e; Xen. u. A., wie Pol. 1, 28, 9 u. öfter; auch = sich zu Jemandes Partei schlagen, auch = seine Uebereinstimmung zu erkennen geben. – Absolut, Einem zu Ohren kommen, in die Ohren fallen, προςπίπτει ἀβλεμές, es klingt schwach, Long. 29; ἡ φήμη προςπίπτει αὐτοῖς, Pol. 5, 101, 3; προςέπεσε παραγενέσϑαι τοὺς πρεσβευτάς, 25, 4, 10, προςπεπτωκυίας αὐτοῖς τῆς ἁλώσεως, als ihnen die Eroberung zu Ohren gekommen war; vgl. εἴ τισιν ἐξαίφνης ἀκούσασιν ἀπιστότερος προςπέπτωκεν ὁ τοιοῠτος λόγος, Aesch. 3, 59.
-
125 προς-απ-όλλῡμι
προς-απ-όλλῡμι (s. ὄλλυμι), noch dazu verderben, vernichten, zerstören, tödten, προςαπ όλλυτέ με, Eur. Hipp. 1374; Her. 1, 207, προςαπολλύουσι καὶ τὰς μητέρας, 6, 138; Plat. ὅταν καὶ τὰ ἀρχαῖα προςαπολλύωσι πρὸς οἷς ἐκτήσαντο, Gorg. 519 a; Folgde; προςαπολέσαι Pol. 1, 74, 3. – Pass. noch dazu, zugleich umkommen; Her. 6, 100; προςαπόλωλα Lys. in Eratosth. 14; Folgde.
-
126 προ-σημαίνω
προ-σημαίνω, 1) vorher ein Zeichen geben, anzeigen, Zukünftiges vorher verkünden, ἃ ἔστ' ἄσημα, μάντεις προσημαίνουσιν, Eur. Suppl. 213; Her. 6, 27; ὅταν τοῖς Ἕλλησι τέρατα πέμπ οντες προσημαίνωσι, Xen. Mem. 1, 4, 15; οὐ προὔλεγον, οὐ προεσήμαινον ὴμῖν οἱ ϑεοὶ φυλάξασϑαι, Aesch. 3, 130. – 2) verkünden, bekannt machen, befehlen, τινί τι, Eur. Med. 725; vom Herolde, Her. 6, 77; c. inf., von der Pythia, 6, 123.
-
127 προ-γευματίζω
προ-γευματίζω, vorher zu kosten geben, vorher kosten, Arist. de anim. 2, 10, ὅταν προγευματίσας τις ἰσχυροῦ χυμοῠ γεύηται ἑτέρου.
-
128 προ-δικασία
προ-δικασία, ἡ, im attischen Recht die vorläufige Einleitung, um Proceß wegen eines Mordes, Anti, Antiph. 6, 42, nach B. A. 186 ὅταν προγυμνάζηται ἡ δίκη πρὸ τῆς κυρίας.
См. также в других словарях:
ὅταν — whenever indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όταν — και όντας και όντες (ΑΜ ὅταν, Α και ὅτ ἄν, επικ. τ. ὅτε κεν και δωρ. τ. ὅκκα) (χρον. σύνδ. με υποθετ. δύναμη) 1. εφόσον, στην περίπτωση που (α. «όταν με ειδοποιήσεις, θα έλθω» β. «ὅτ ἄν τινα θυμὸς ἀγώγη» Ομ. Ιλ.) 2. (με καθαρά υποθετ. σημασία)… … Dictionary of Greek
όταν — σύνδ. χρον.: Όταν έρθει, όταν φύγει, όταν φυλαχτεί κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὃταν ὁ θεὸς τὸ γέννημα ὁ διάβολος τὸ σάκκιον. — ὃταν ὁ θεὸς τὸ γέννημα ὁ διάβολος τὸ σάκκιον. См. Бог с рожью, а чорт с костром … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὅταν σπεύδη τις αὐτός, ῶ θεὸς συνάπτεται. — ὅταν σπεύδη τις αὐτός, ῶ θεὸς συνάπτεται. См. Смелым Бог владает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αφάνεια — Όταν ένα πρόσωπο έχει εξαφανιστεί κάτω από συνθήκες που επιβεβαιώνουν τον θάνατό του, ο θάνατος αυτού του προσώπου θεωρείται αποδεδειγμένος. Σε άλλες όμως περιπτώσεις που δεν υπάρχει αυτή η απόλυτη βεβαιότητα, ο θάνατος ενός προσώπου είναι σφόδρα … Dictionary of Greek
χὤταν — ὅταν , ὅταν whenever indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χὥταν — ὅταν , ὅταν whenever indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αληπασαλήδες — Όταν τα σουλτανικά στρατεύματα σκότωσαν τον Αλή πασά στα Γιάννενα, οι Έλληνες που υπηρετούσαν στην αυλή του Αλή έμειναν χωρίς αφεντικό. Τότε κατέφυγαν στην επαναστατημένη Ελλάδα και πήραν μέρος στον Αγώνα. Οι υπόλοιποι Έλληνες τους αποκαλούσαν α … Dictionary of Greek
ὅτανπερ — ὅταν whenever indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek