Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

όπου

  • 81 лабаз

    α.
    1. περίπτερο• μαγαζί•

    мучной - αλευροπωλείο.

    2. (διαλκ.) υπόστεγο• αχερώνας.
    3. (διαλκ.) κρεμαστάρι (σε όέντρο, όπου οι κυνηγοί γδέρνουν τα θηράματα).

    Большой русско-греческий словарь > лабаз

  • 82 место

    -а, πλθ. места, мест ουδ.
    1. τόπος, μέρος• χώρος•

    рабочее место τόπος της δουλειάς•

    общественное место δημόσιος χώρος•

    место назначения τόπος προσδιορισμού•

    место рождения τόπος γένησης•

    глухое место έρημο (απόκεντρο) μέρος•

    прибыть на место φτάνω στο μέρος.

    2. θέση•

    уступить место παραχωρώ τη θέση•

    положить на место βάζω στη θέση.

    || θέση υπηρεσιακή•

    быть без -а είμαι χωρίς θέση.

    3. περικοπή, περίοδος, χωρίο.
    4.πλθ. επαρχία, ύπαιθρος• περιφέρεια.
    5. βαθμίδα•

    занимать первое место в соревновании παίρνω την πρώτη θέση στην άμιλλα.

    6. αντικείμενο, πράγμα αποσκευών.
    εκφρ.
    место заключения – τόπος εγκάθειρξης, φυλακή•
    к -у ή у -а – πάνω στην ώρα, στον κατάλληλο χρόνο ή στιγμή•
    не к -у ή не у -а – σε ακατάλληλη ώρα σε ακατάλληλο τόπο και χρόνο•
    на своём -е – στη θέση του (όπου μπορεί να αποδόσει περισσότερο)•
    на -е преступления – στον τόπο του εγκλήματος, επ αυτοφόρω, στα πράσα•
    на -е кого – στη θέση κάποιου•
    на -е уложить (положить, убить) φονεύω επι τόπου•
    поставить на (своё) место кого ή указать место кому – βάζω κάποιον στη θέση του (επιτ ιμώ παρεκτρεπό-μενο)•
    сердце (душа) не на -е – σπάραξε η καρδιά (από φόβο)•
    не находить (себе) -а – δε με χωρά ο τόπος (ανησυχώ υπερβολικά)•
    с -а (брать, взять) – αμέσως, χωρίς καθυστέρηση•
    ни с -а – α) ούτε ρούπι, καθόλου μην (το κουνήσεις), β) μτφ. σημειωτό βήμα, στάσιμος•
    по -ам! – (παράγγελμα) στις θέσεις σας!•
    - а общего пользования – μέρη κοινής χρήσης (κουζίνα, αφοδευτήρια κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > место

  • 83 местонахождение

    ουδ.
    τόπος (όπου βρίσκεται κάτι)•

    местонахождение полезных ископаемых τόπος ορυκτών.

    Большой русско-греческий словарь > местонахождение

  • 84 море

    -я, πλθ. -я, -и ουδ.
    1. η θάλασσα•

    средиземное море Μεσόγεια θάλασσα•

    балтийское море Βαλτική θάλασσα•

    каспийское море Κασπία θάλασσα•

    взволнованное море ταραγμένη θάλασσα•

    бурное море τρικυμισμένη θάλασσα•

    за -ем πέραν των θαλασσών μακριά στα ξένα•

    из-за -я πέρα από τις θάλασσες, εκείθεν των θαλασσών.

    || πέλαγος•

    эгиско море Αιγαίο πέλαγος•

    ионическое море Ιόνιο πέλαγος.

    || λίμνη πολύ μεγάλη•

    аральское море η λίμνη Αρρίλη.

    2. μτφ. πάρα πολύ, ποτάμι, ωκεανός•

    море слз π,οτάμια δάκρυα•

    море крови ποτάμια αίματος.

    || τεράστια έκταση•

    хлебов θάλασσα σιτηρών.

    3. επίρ. δια θαλάσσης•

    ехать -ем ταξιδεύω δια θαλάσσης.

    εκφρ.
    житейское мореπαλ. πολυτάραχος (πολυκύμαντος) βίος•
    в открытое море (выйти); в открытом -е – στα ανοιχτά της θάλασσας•
    за -ем, (мореями)παλ. στα ξένα•
    на дне -я найти (сыскать); со дна -я достать – να βρεθεί οπού και να είναι, έστω και στα βάθη της θάλασσας•
    ждать у -я погоды – εκ Ναζαρέτ δύναται αγαθόν είναι; ή από του διαβόλου την αυλή ούτε ερίφι ούτε αρνί.

    Большой русско-греческий словарь > море

  • 85 морской

    επ.
    1. θαλάσσιος, θαλασσινός•

    -ая вода θαλασσινό νερό•

    морской климат θαλάσσιο κλίμα•

    -ое путешествие θαλασσινό ταξίδι•

    морской бой η ναυμαχία•

    -йе животные θαλάσσια ζώα•

    -ая рыба θαλασσινό ψάρι•

    -ое дно ο βυθός της θάλασσας•

    -ое купанье θαλάσσιο λουτρό•

    порт θαλασσινό λιμάνι.

    2. ναυτικός, θαλασσινός•

    морской флот ναυτικός στόλος•

    -ая пехота οι πεζοναύτες•

    морской офицер αξιωματικός ναυτικού•

    -ая милия ναυτικό μίλίο•

    -ая карта ο ναυτικός χάρτης•

    -ое сражение ναυμαχία•

    разбойник πειρατής, κουρσάρος•

    -ое право ναυτικό δίκαιο•

    -ая держава ναυτική δύναμη (κράτος)•

    -ое училище ναυτική σχολή.

    εκφρ.
    - ая болезнь – ναυτία, -ση•
    - ая игла – η βελόνα, σακκοράφα, σύγγναθος (ψάρι)•
    - ая собака – το σκυλόψαρο•
    морской волк – θαλασσόλυκος (ναυτικός έμπειρος και ατρόμητος)•
    - ая корова – αλικόρη, θαλασσινή αγελάδα, δουγκόνγκ•
    - ая змея – θαλασσινό φίδι•
    морской слон – θαλασσινός ελέφαντας•
    морской язык – γλώσσα η κοινή (ψάρι)•
    морской лев – διάφορα είδη φωκιών•
    на дне -ом найти (сыскать); со дна -го достать – να βρεθεί όπου και να είναι, έστω και στα βάθη της θάλασσας.

    Большой русско-греческий словарь > морской

  • 86 насест

    α.
    κουρνόξυλο (όπου κοιμούνται οι κότες).

    Большой русско-греческий словарь > насест

  • 87 ни

    ни 1
    1. μόριο αρνητ. ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ•

    не осталось ни одного куска δεν έμεινε ούτε ένα κομματάκι•

    ни так ни сяк ούτε έτσι ούτε αλλιώς•

    ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•

    ни то ни сё ούτε αυτό, ούτε το άλλο• τό 'να του βρωμάει, τ άλλο του μυρίζει•

    ни с того ни с сего απότομα, χωρίς προφύλαξη ή διατυπώσεις•

    ни за что ни про что για το τίποτε, χωρίς λόγο για ψύλλου πήδημα.

    2. μη(ν)•

    стой там и ни с места στάσου εκεί και μην το κουνάς από τη θέση•

    стой! ни шагу дальше! άλτ, μη κάνεις ούτε βήμα.

    3. σύνδ. (σε αρνητικές προτάσεις) ούτε, μήτε•

    ни кушать ни пить не хочу δε θέλω ούτε να φάω ούτε να πιω•

    на улице ни души στο δρόμο δεν υπάρχει ούτε ψυχή (κανένας)•

    куда кинь все клин παρμ. όπου και να πας, μπαστούνια θα τα βρεις.

    εκφρ.
    ни-ни – μη-μη ή όχι-όχι (απαγορεύεται, δεν κάνει).
    ни 2
    (πάντοτε άτονο) αποχωριζόμενο μέρος της αντων. «никто», «ничто» κ.τ.τ. σε συνδυασμό με συνδέσμους ο σύνδεσμος μπαίνει ανάμεσα από τα δυο μέρη: ни κ. кто:

    ни в коем случае σε καμιά περίπτωση•

    ни с кем με κανέναν•

    я ни к кому не ходил σε κανέναν δεν πήγαινα•

    ни у кого не было папиросов κανένας δεν είχε τσιγάρα•

    я ни на кого не надеюсь δεν ελπίζω σε κανέναν•

    ни для кого этого не сделаю δε θα το φτιάσω για κανέναν.

    Большой русско-греческий словарь > ни

  • 88 откуда-нибудь

    επίρ.
    από οπουδήποτε, από οποιοδήποτε μέρος, απ όπου κι αν, ο(πο)θενδήποτε. || από αποιονδήποτε, από οιονδήποτε.

    Большой русско-греческий словарь > откуда-нибудь

  • 89 очаг

    α.
    1. εστία, τζάκι, γωνιά. || μτφ. οικογένεια• οίκος, σπίτι πατρικό.
    (τεχ.) εστία (μέρος όπου γίνεται η καύση).
    2. μτφ. κέντρο, πηγή•

    очаг заразы εστία μόλυνσης•

    войны εστία πολέμου.

    Большой русско-греческий словарь > очаг

  • 90 очертить

    очерчу, очертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. очерченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. διαγράφω, περιγράφω.
    2. σχεδιάζω, σχεδιαγραφώ.
    3. μτφ. (φιλγ.) περιγράφω.
    εκφρ.
    - я голову – όπου το βγάλει η άκρη, ή του ύψους ή του βάθους, ή τιμάρι ή τομάρι.

    Большой русско-греческий словарь > очертить

  • 91 пан

    -а, πλθ.α. τσιφλικάς. || κύριος, αφέντης (υπηρετών).
    εκφρ.
    пан или пропал; либо пан, либо пропал – ή τιμάρι ή τομάρι• ή ταν ή επι τας• ή του ύψους ή του βάθους• όπου το βγάλ η άκρη•
    жить -ом – ζω αρχοντικά.

    Большой русско-греческий словарь > пан

  • 92 плаха

    θ.
    1. σχίζα μεγάλη.
    2. κούτσουρο (όπου έκοβαν το κεφάλι του κατάδικου). || ικρίωμα•

    взойти на -у ανεβαίνω το ικρίωμα.

    Большой русско-греческий словарь > плаха

  • 93 попасть

    -паду, -падшь, παρλθ. χρ. попал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. попавший ρ.σ.
    1. πέφτω• πετυχαίνω• βρίσκω• χτυπώ•

    камень -ал в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο•

    пуля -ла ему в плечо η σφαίρα τον βρήκε (πέτυχε) στον ώμο.

    2. βρίσκομαι• (κυρίως απροσδόκητα)•

    он -ал под суд αυτός έπεσε στο δικαστήριο•

    -под дождь με πιάνει η βροχή•

    он -ал в милицию αυτόν τον έπιασε η αστυνομία•

    попасть в засаду πέφτω σε ενέδρα•

    εισδύω, μπαίνω, προχωρώ, περνώ, διέρχομαι•

    как ты сюда -ал? πως έπεσες εδώ;

    βρίσκω τυχαία, συναντώ•

    попасть на след πέφτω σε ίχνος.

    3. πέφτω άθελα, σκοντάφτω•

    попасть в лужу πέφτω στη λούτσα.

    4. με ρίχνει, -ουν, κρίνομαι,προσδιορίζομαι•

    он -ал в пехоту τον έρριξαν στο πεζικό.

    || εισάγομαι, μπαίνω•

    он -ал в институт αυτός μπήκε στο ινστιτούτο.

    5. βλ. попасться (2 σημ.).
    6. (απρόσ.)• (για τιμωρία)• θα τις φας ή τις έφαγες• θα σου τις βρέξω ή σου τις έβρεξαν κ.τ.τ.
    7. παρλθ. χρ. ουδ. -ло; где -ло όπως (όπου) τύχει (λάχει)•

    кто (что) -ло όποιος (ό,τι) τύχει (λάχει), αδιάφορα ποιος, τι.

    εκφρ.
    попасть на глаза – με πήρε το μάτι (του)•
    чем (ни) -ло – με ό,τι βρέθηκε μπροστά.
    1. πέφτω, πιάνομαι, συλλαμβάνομαι•

    попасть в плен πιάνομαι αιχμάλωτος (αιχμαλωτίζομαι)•

    он -лся в капкан αυτός έπεσε στην παγίδα•

    он -лся αυτός συ-νελήφτηκε.

    2. συναντιέμαι, ανταμώνω, -ομαι, συναπαντιέμαι. || βρίσκομαι τυχαία, μου πέφτει (στα χέρια).
    εκφρ.
    попасть в глаза – πέφτω τυχαία στα μάτια, βλέπω τυχαία•
    первый попавшийся – α) ο πρώτος τυχών, β) οποιοσδήποτε, ο τυχών.

    Большой русско-греческий словарь > попасть

  • 94 пропадать

    ρ.σ. πέφτω• ρίχνω•

    снег -ал всё утро χιόνι έρριξε όλο το πρωί.

    ρ.δ.
    βλ. пропасть.
    εκφρ.
    где наше не -ло! – ή του ύψους ή του βάθους! ή ταν ή επι τας! ή τιμάρι ή τομάρι! όπου το βγάλει η άκρη !

    Большой русско-греческий словарь > пропадать

  • 95 самобранка

    θ.
    скатерть-самобранка μαγικό τραπεζομάντηλο (στα παραμύθια, όπου τα φαγητά εμφανίζονται μόνα τους).

    Большой русско-греческий словарь > самобранка

  • 96 седловина

    θ.
    καμπή της ράχης ζώων (όπου επικάθεται η σέλα). || αυχένας, λαιμός ή διάσελο βουνού, σέλωμα.

    Большой русско-греческий словарь > седловина

  • 97 силос

    α.
    σιλό (ζωοτροφή).
    α.
    σιρός• βόθρος όπου φύλασσεται το σιλό.

    Большой русско-греческий словарь > силос

  • 98 ссыпка

    θ.
    1. βλ. ссыпание.
    2. το μέρος όπου ρίχνεται κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > ссыпка

  • 99 таган

    α.
    πυροστιά, πυροστάτης.
    (διαλκ.)• τρίποδας μεταλλικός (απ όπου κρέμεται ο τέντζερης).

    Большой русско-греческий словарь > таган

  • 100 театр

    α.
    1. το θέατρο (ως Τέχνη)•

    древнегреческий театр το αρχαιοελληνικό θέατρο•

    кукол κουκλοθέατρο•

    оперный театр μελοδραματικό θέατρο•

    драматический театр δραματικό θέατρο.

    || το ίδρυμα, το κτίριο•

    работаю в -е εργάζομαι στο θέατρο•

    иду в театр πηγαίνω στο θέατρο.

    2. το μέρος όπου έγιναν μεγάλα γεγονότα•

    театр военных действий το θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων.

    3. θέαμα, παράσταση•

    сегодня -а не будет σήμερα δε θα έχει θεατρική παράσταση.

    4. τα θεατρικά έργα•

    театр мольера τα έργα του Μολιέρου.

    εκφρ.
    на -е – στη σκηνή.

    Большой русско-греческий словарь > театр

См. также в других словарях:

  • ὅπου — in some places indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όπου — και οπού (ΑΜ ὅπου, ιων. τ. ὅκου) (αναφ. επίρρ.) 1. (ως τοπ.) στον τόπο που, εκεί που, σε όποιον τόπο (α. «άφησέ το όπου θέλεις» β. «τῆς πόλεως ὅπου κάλλιστον στρατοπεδεύσασθαι», Πλάτ.) 2. (για χρόνο ή περίσταση) οπότε, οσάκις, σε όποια περίπτωση… …   Dictionary of Greek

  • οπού — επίρρ. βλ. όπου …   Dictionary of Greek

  • όπου — επίρρ. αναφορ. τοπ., στον τόπο που, σ όποιο μέρος: Όπου κι αν πας δε θα ’σαι καλύτερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὅπου γὰρ ἡ λεοντῆ μὴ ἐιρικνεῖ ται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν. — ὅπου γὰρ ἡ λεοντῆ μὴ ἐιρικνεῖ ται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν. См. Где волчий рот, а где лисий хвост …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ὀποῦ — ὀπός juice masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅπου τις ἀλγεῖ, κεῖθι καὶ τὴν χεῖρ’ ἔχει. — См. Где больно, там рука …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὄπου πολλοὶ πετεινοί ἐχεὶ ἡμέρα οὐ γένεται. — См. У семи нянек дитя без глаза …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὄπου φιλεῖς, μὴ δάνειζε. — См. Хочешь врага нажить дай ему взаймы …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὃπου τὶς ἄλγει κεῖσε καὶ τὸν νοῦν ἔχει. — См. Что у кого болит, тот о том и говорит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τὶ μάλιστα ἵππον πιαίνει, ὁποῦ δεσπότου ὀφθαλμός. — τὶ μάλιστα ἵππον πιαίνει, ὁποῦ δεσπότου ὀφθαλμός. См. Хозяйский глаз смотрок! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»