-
1 ωραίο(ν)
το красота, прелесть -
2 ωραίο(ν)
το красота, прелесть -
3 ώραιό-μορφος
ώραιό-μορφος, von schöner Gestalt, Sp.
-
4 ώραιο-πολέω
ώραιο-πολέω, mit Schönen umgehen, Suid.
-
5 ώραιο-πώλης
ώραιο-πώλης, ὁ, 1) reife Sommerfrüchte verkaufend. – 2) seine Schönheit verkaufend, mit seiner Schönheit Handel treibend, Sp. – 3) = ταριχοπώλης, Hesych. (s. ὡραῖος 2).
-
6 ὡραιο-κόμος
ὡραιο-κόμος, fürs Putzen Sorge tragend, sich damit beschäftigend, Sp.
-
7 ὡραιο-δώτης
ὡραιο-δώτης, ὁ, Geber der Schönheit, Stob. ecl. 1, 3,30, übh. = ὡρεσιδώτης.
-
8 ὡραιόκαρπος
ὡραιό-καρπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὡραιόκαρπος
-
9 ὡραιοκόμος
ὡραιο-κόμος, ον,A studying dress or decoration, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὡραιοκόμος
-
10 ὡραιόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὡραιόομαι
-
11 ὡραιοπολέω
A live with the young, Suid.:—but cf. ὡραπολεῖν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὡραιοπολέω
-
12 ὡραιοπώλης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὡραιοπώλης
-
13 ὡραιοδώτης
ὡραιο-δώτης, ὁ, Geber der Schönheit -
14 ὡραιοκόμος
ὡραιο-κόμος, fürs Putzen Sorge tragend, sich damit beschäftigend -
15 ώραιόμορφος
-
16 ώραιοπολέω
-
17 ώραιοπώλης
ώραιο-πώλης, ὁ, (1) reife Sommerfrüchte verkaufend; (2) seine Schönheit verkaufend, mit seiner Schönheit Handel treibend -
18 κορμί
τό1) туловище; тело; корпус (тж. животного); торс (человека);έχω ωραίο κορμί — иметь красивую фигуру;
2) (человеческое) тело;πέσανε πολλά κορμίά σ' αυτή τη μάχη — много полегло (людей) в этом сражении;
§
χαμένο κορμί — никчёмный, пропащий человек -
19 λεκτικό(ν)
το стиль речи, письма; манера говорить, писать;έχω ωραίο λεκτικό(ν) — уметь хорошо говорить, писать
-
20 λεκτικό(ν)
το стиль речи, письма; манера говорить, писать;έχω ωραίο λεκτικό(ν) — уметь хорошо говорить, писать
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ωραίο — ονομάζεται καθετί που αρέσει σε εκείνον που το βλέπει, το διαβάζει ή το ακούει, άσχετα από τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος να το χρησιμοποιήσει ή με τις σχέσεις που μπορεί να υπάρχουν μεταξύ του παρατηρητή και του παρατηρουμένου προσώπου ή… … Dictionary of Greek
Παξοί — Ωραίο νησί με τουριστικό ενδιαφέρον, που καλλιεργείται εντατικά με ελαιόδεντρα και αμπέλια και είναι φημισμένο για την παραγωγή καλής ποιότητας λαδιού. Τα ασβεστολιθικά πετρώματα του νησιού σχηματίζουν στο δυτικό τμήμα του απότομες ακτές,… … Dictionary of Greek
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
ευώνυμος — (evonymus). Γένος θάμνων ή αναρριχώμενων φυτών, αείφυλλων ή φυλλοβόλων, της οικογένειας των δικοτυλήδονων κηλαστριδών, ιθαγενών της Ιαπωνίας. Η οικογένεια περιλαμβάνει περίπου 125 είδη του βόρειου ημισφαιρίου, της ανατολικής Ασίας και της… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek
ευπερίγραφος — η, ο (ΑΜ εὐπερίγρα φος, ον) 1. αυτός που είναι εύκολο να παρασταθεί σε σχήμα ή που περιγράφεται εύκολα 2. αυτός που έχει ωραίες τις εξωτερικές γραμμές, ωραίο σχήμα, ωραίο περίγραμμα 2. σύντομος, βραχύς. επίρρ... εὐπεριγράφως (Α) με ωραίο… … Dictionary of Greek
νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek