Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ψυχρά

  • 21 холодок

    холодок
    м
    1. ἡ ψύχρα, ἡ δροσιά, ἡ ψυχρούλα:
    у́тренний \холодок ἡ πρωινή δροσιά·
    2. перен (в отношениях) ἡ ψυχρό-τητα [-ης].

    Русско-новогреческий словарь > холодок

  • 22 неприветливо

    [νυφιβιέτλιβα] εκίρ. ψυχρά

    Русско-греческий новый словарь > неприветливо

  • 23 холодок

    [χαλαντόκ] ουσ. α ψύχρα, δροσιά

    Русско-греческий новый словарь > холодок

  • 24 неприветливо

    [νυφιβιέτλιβα] επίρ ψυχρά

    Русско-эллинский словарь > неприветливо

  • 25 холодок

    [χαλαντόκ] ουσ α ψύχρα, δροσιά

    Русско-эллинский словарь > холодок

  • 26 мороз

    α.
    1. κρύο, ψύχος πάγος•

    крепкий мороз δυνατό κρύο, παγετός, παγωνιά•

    трескучий мороз διαβολεμένο κρύο•

    сильный мороз δριμύ ψύχος.

    || ψύχος κάτω του μηδενός•

    четыре градуса -а τέσσερις βαθμούς κάτω από το μηδέν.

    2. ψύχρα, ψυχρός καιρός.
    εκφρ.
    мороз по коже ή по спине подирает ή дерт, пробегает – ανατριχιάζω (από κρύο, φόβο)•
    ударили -ы – έπεσαν κρύα•
    стоят сильные -ы – κάνει δριμύ ψύχος.

    Большой русско-греческий словарь > мороз

  • 27 морозик

    α.
    ελαφρό ψύχος, ψύχρα.

    Большой русско-греческий словарь > морозик

  • 28 нелюбезно

    επίρ.
    απροσήγορα, ψυχρά, κρύα, χλιαρά κλπ. επ.

    Большой русско-греческий словарь > нелюбезно

  • 29 неприветливо

    επίρ.
    ψυχρά, κρύα χλιαρά, αφιλόφρονα•

    встретить гостя неприветливо υποδέχομαι το μουσαφίρη αφιλόξενα.

    Большой русско-греческий словарь > неприветливо

  • 30 порубить

    ρ.σ.μ.
    1. κόβω, κόπτω•

    порубить деревья κόβω δέντρα.

    2. κατακόβω, κατατεμαχίζω, κατατέμνω•

    порубить мяса κατατεμαχίζω το κρέας.

    3. (απλ.) τραυματίζω, κόβω (με σπαθί, τσεκούρι κ.τ.τ.).
    4. αμ. κόβω (για ένα χρον. διάστημα).
    μάχομαι, χτυπιέμαι με ψυχρά όπλα.

    Большой русско-греческий словарь > порубить

  • 31 похолодание

    ουδ.
    ψύχος, κρύο, ψύχρα.

    Большой русско-греческий словарь > похолодание

  • 32 прохладец

    -дца α.
    -дца, -ы θ: с -дцем κ. с -дцей (απλ.)• α) αβίαστα, αργά, με το πάσο. β) ψυχρά, αδιάφορα.

    Большой русско-греческий словарь > прохладец

  • 33 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 34 сажа

    θ.
    καπνιά, αιθάλη.
    εκφρ.
    дела как сажа бела – πως πάνε τα παιδιά σου κόρακα; сажа όσο πάνε και μαυρίζουν (κακά, ψυχρά και ανάποδα• προς το χειρότερο).

    Большой русско-греческий словарь > сажа

  • 35 холод

    -а (холоду), προθτ. на холоде κ.на холоду, πλθ. холода а.
    1. κρύο, ψύχος•

    он пожался от -а αυτός μαζεύτηκε (κουβάρι) από το κρύο•

    дрожать от -а τρέμω από το κρύο•

    наступили -а ήρθαν τα κρύα•

    холод крепчал το κρύο δυνάμωνε•

    в -а пострадали цветы από το• κρύο βλάφτηκαν τα λουλούδια,• холод ужаса κρύο φρίκης (από τη φρίκη)•

    у меня холод пробежал по всему телу κρύο (ρίγος) μου πέρασε σόλο το σώμα.

    2. μτφ. αδιαφορία• απάθεια•

    отнёсся он к нему с -ом αυτός του φέρθηκε ψυχρά.

    εκφρ.
    терпеть (испытыватьκ.τ.τ.) холод и голод είμαι σε έσχατη ένδεια, λιμοκτονώ, με δέρνει το κρύο και η φτώχεια, δεν έχω ούτε φώλι ούτε προσφώλι.

    Большой русско-греческий словарь > холод

  • 36 холодок

    -дка α.
    1. δροσιά, δροσεράδα, φρεσκάδα. || αεράκι δροσερό, αύρα•

    подул холодок φύσηξε δροσερό αεράκι.

    || σκιά, ίσκιος, σκιερός τόπος. || ο πρωινός ή εσπερινός χρόνος•

    мы -ом сделаем десять километров με τη δροσιά θα βαδίσομε δέκα χιλιόμερτρα.

    2. κρύο, κρυάδα, ψύχος, ψύχρα•

    холодок пробежал по моей спин κρύο μου πέρασε στη ράχη.

    || μτφ. ψυχρότητα, αδιαφορία.• απάθεια.

    Большой русско-греческий словарь > холодок

См. также в других словарях:

  • ψύχρα — ψύχρᾱ , ψύχρα cold fem nom/voc/acc dual ψύχρᾱ , ψύχρα cold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψύχρα — η ψύχος, ψυχρός καιρός, κρύο: Κάνει πολλή ψύχρα έξω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχρά — Ν επίρρ. βλ. ψυχρός …   Dictionary of Greek

  • ψύχρα — η, ΝΜΑ ψυχρός καιρός, κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός (πρβλ. ζέστη < ζεστός)] …   Dictionary of Greek

  • ψυχρᾷ — ψῡχρᾷ , ψυχρός cold fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρά — ψῡχρά , ψυχρός cold neut nom/voc/acc pl ψῡχρά̱ , ψυχρός cold fem nom/voc/acc dual ψῡχρά̱ , ψυχρός cold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψύχρας — ψύχρᾱς , ψύχρα cold fem acc pl ψύχρᾱς , ψύχρα cold fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρᾶν — ψύχρα cold fem gen pl (doric aeolic) ψῡχρᾶν , ψυχρός cold masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρῶν — ψύχρα cold fem gen pl ψῡχρῶν , ψυχρός cold fem gen pl ψῡχρῶν , ψυχρός cold masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρεύματα θαλάσσια — Συνεχείς και με σταθερή διεύθυνση μετατοπίσεις μαζών νερού στους ωκεανούς· μπορούν να είναι οριζόντιες κινήσεις (είτε στην επιφάνεια είτε σε βάθος) ή κάθετες (με ανυψώσεις και καταβυθίσεις των μαζών νερού) και να παρουσιάζουν διεύθυνση, πλάτος,… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Psi — Psi Inhaltsverzeichnis 1 ψαλμὸς τῷ Δαυιδ 2 ψηλαφεῖν ἐν τῷ σκότῳ …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»