Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χύνω

  • 121 выбрызгать

    ρ.σ.μ. χύνω ραντίζοντας, ξεπλένω• ξοδεύω. || χύνομαι ραντίζοντας κλπ. ρ.μ.

    Большой русско-греческий словарь > выбрызгать

  • 122 выплескать

    -ещу, -ещешь
    ρ.σ.μ.
    χύνω, εκχύνω με φλοίσβο.
    χύνομαι με φλοίσβο.

    Большой русско-греческий словарь > выплескать

  • 123 выплеснуть

    ρ.σ. χύνω, αδειάζω μονομιάς. || εκβράζω, ξεβράζω, βγάζω, πετώ έξω, ξερνώ (για κύμα, ρεύμα ποταμού).
    ξεχειλίζω, πλημμυρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > выплеснуть

  • 124 выпустить

    -ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выпущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αφήνω να βγει, να φύγει•

    я вас не -ущу отсюда δε θα σας αφήσω να βγείτε απ’ εδώ.

    || βγάζω στη βοσκή, σκαρίζω. || αδειάζω, χύνω, αφήνω να τρέξει•

    выпустить воду из ванны αδειάζω το νερό από το λουτήρα.

    || αφήνω, δεν κρατώ.
    2. ελευθερώνω, απολύω, αμολάω.
    3. βγάζω, χορηγώ (απολυτήρια, διπλώματα).
    4. παράγω•

    выпустить продукцию сверх плана βγάζω παραγωγή πάνω από το πλάνο.

    || εκδίδω, τυπώνω• δημοσιεύω. || βγάζω σε κυκλοφορία.
    5. αφαιρώ, βγάζω, αποκλείω (από βιβλίο, έργο).
    6. βγάζω έξω•

    выпустить когти βγάζω έξω τα νύχια.

    || μεγαλώνω, μακραίνω•

    выпустить рукава μακραίνω τα μανίκια.

    εκφρ.
    выпустить снаряд, пулю – πυροβολώ, ρίχνω βλήμα, σφαίρα•
    выпустить в свет – βγάζω, εκδίδω έργο•
    выпустить из памяти – ξεχνώ, λησμονώ•
    выпустить из рук – μου ξεφεύγει η ευκαιρία.

    Большой русско-греческий словарь > выпустить

  • 125 высыпать(ся)

    -плю, -плешь, ρ.σ.
    1. μ. αδειάζω, εκκενώνω, χύνω•

    высыпать(ся) муку из мешка αδειάζω το αλεύρι από το σακκί.

    2. (για πλήθος) εξέρχομαι, βγαίνω έξω, ξεχύνομαι. || εμφανίζομαι, φαίνομαι•

    -ли звезды βγήκαν τ’ αστέρια•

    -ла сыпь βγήκαν εξανθήματα.

    1. (για στερεά) πέφτω, τρίβομαι. || αδειάζω, εκκενώνομαι.
    2. εξέρχομαι, βγαίνω έξω, ξεχύνομαι.
    высыпа/ ть(ся) 2
    ρ.δ.
    βλ. высыпать(ся).
    высыпа/ ть(ся) 3
    -аюсь, -аешься, ρ.δ.
    βλ. выспаться.

    Большой русско-греческий словарь > высыпать(ся)

  • 126 вытрусить

    -ушу, -усишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вытрушенный, член, -а, -о, ρ.σ.μ. (απλ.) αδειάζω, χύνω• τινάζω.

    Большой русско-греческий словарь > вытрусить

  • 127 вытрясти

    -ясу, -ясешь, παρλθ. χρ. вытряс, -ла, -ло
    ρ.σ.μ.
    αδειάζω, χύνω• τινάζω•

    муку из мешка τινάζω το αλεύρι από το σακκί•

    вытрясти скатерть τινάζω το τραπεζομάντηλο.

    || έκφρ•

    -карман τινάζω την τσέπη (καταξοδεύω, μένω πανί με πανί)•

    вытрясти душу α) τινάζω, τραντάζω’ τα σωθικά (σε παλιόδρομο, κάρο κ.τ.τ.)• β) βασανίζω ψυχικά, κατατρύχω.

    τινάζομαι, πέφτω με το τίναγμα.

    Большой русско-греческий словарь > вытрясти

  • 128 затравить

    -травлю, -травишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затравленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κυνηγώ, πιάνω με σκυλιά ή εκπαιδευμένα πουλιά. || (για σκυλιά) παρακινώ, χύνω τα σκυλιά, χυμίζω.
    2. κατατρέχω, καταβασανίζω, κατατυραννώ.
    κυνηγιέμαι κλίτ. ρ. μ.

    Большой русско-греческий словарь > затравить

См. также в других словарях:

  • χύνω — χύνω, έχυσα βλ. πίν. 1 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χύνω — ΝΜΑ, και χύννω ΜΑ (σχετικά με υγρό) αφήνω να ρεύσει, να πέσει προς τα έξω ή προς τα κάτω νεοελλ. 1. (σχετικά με υλικά) αφήνω να πέσει, σκορπίζω («έχυσες το στάρι») 2. (σχετικά με μέταλλα) ρευστοποιώ, λειώνω, χυτεύω 3. (σχετικά με διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • χύνω — χύ̱νω , χύνω pour aor subj act 1st sg χύ̱νω , χύνω pour pres subj act 1st sg χύ̱νω , χύνω pour pres ind act 1st sg χύ̱νω , χύνω pour aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χύνω — έχυσα, χύθηκα, χυμένος 1. στα υγρά, αφήνω κάτι να χυθεί: Άφησε την κάνουλα ανοιχτή και χύθηκε όλο το κρασί. 2. στα μέταλλα, λιώνω, χωνεύω: Χύνω μολύβι. 3. το μέσο, χύνομαι διασκορπίζομαι, χιμάω, εφορμώ, εκβάλλω. 4. παροιμ., «Xύθηκε το λάδι μας… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …   Dictionary of Greek

  • παραχέω — Α χύνω νερό ή άλλο υγρό κοντά σε κάτι, χύνω επί πλέον 2. χύνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο («τὸ μύρον παραχέων βαδίζω», Πλάτ. Κωμ.) 3. χύνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («τοῑς σκέλεσι ἔλαιον παραχέειν», Γαλ.) 4. (σχετικά με στερεές ύλες που αποτελούνται από… …   Dictionary of Greek

  • χύνετον — χύ̱νετον , χύνω pour aor subj act 3rd dual (epic) χύ̱νετον , χύνω pour aor subj act 2nd dual (epic) χύ̱νετον , χύνω pour pres imperat act 2nd dual χύ̱νετον , χύνω pour pres ind act 3rd dual χύ̱νετον , χύνω pour pres ind act 2nd dual χύ̱νετον ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσχέω — Α 1. χύνω κάτι προς κάτι άλλο ή χύνω κάτι πάνω σε κάποιον 2. μέσ. προσχέομαι χύνω νερό επάνω μου 3. παθ. μτφ. κατακλύζομαι («ὑπὸ τοῡ Χρυσίππου προσχυθεὶς ἀδολεσχίας», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χέω «χύνω»] …   Dictionary of Greek

  • εκχύνω — και εκχέω (AM ἐκχέω) 1. χύνω προς τα έξω, χύνω («τὸ μητρὸς αἷμα ὅμαιμον ἐκχέας») 2. μέσ. εκχύνομαι α) (για ποταμούς) εκβάλλω, ξεχύνομαι β) εκρέω, αναβλύζω γ) μτφ. δίνω διέξοδο στα συναισθήματά μου, παραφέρομαι, ξεσπώ, ξεχύνομαι αρχ. 1. δίνω,… …   Dictionary of Greek

  • επεγχέω — ἐπεγχέω και ἐπεγχύνω και ποιητ. τ. ἐπεγχεύω (AM) 1. χύνω επί πλέον ή πάνω σε κάτι («τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ πάθος ἐπεγχέασα», Αισχύλ.) 2. (απλώς) χύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγχέω «χύνω»] …   Dictionary of Greek

  • καταχέω — και επιτ. τ. καταχεύω (Α) 1. χύνω κάτι από πάνω, επιχύνω («κἀδ δὲ οἱ ὕδωρ χεῡαν» [με τμήση], Ομ. Ιλ.) 2. απλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («κορυφήσι Νότος κατέχευεν όμίχλην», Ομ. Ιλ.) 3. μτφ. παρέχω άφθονα, πλουσιοπάροχα («θεσπέσιον πλοῡτον κατέχευε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»