Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

χειρῶν+πλῆϑος

  • 1 πληθύνω

    πληθύνω (cp. πλῆθος) fut. πληθυνῶ; 1 aor. opt. 3 sg. πληθύναι (Gen 28:3; 2 Cor 9:10 t.r.). Pass.: impf. ἐπληθυνόμην; fut. 3 sg. πληθυνθήσεται, 3 pl. πληθυνθήσονται LXX; 1 aor. ἐπληθύνθην; pf. 3 sg. πεπλήθυνται, ptc. πεπληθυμμένος LXX (Aeschyl.+; LXX; pseudepigr.; Jos., C. Ap. 2, 139 al.; Ath. 6, 4).
    increase, multiply act. (En 16:3; TestJos 11:7; JosAs 21 p. 71, 21 Bat.), in our lit. always of God: τὶ someth. τὸν σπόρον ὑμῶν 2 Cor 9:10. ἔθνη 1 Cl 59:3. Of God’s promise to Abraham πληθύνων πληθυνῶ σε I will surely multiply you Hb 6:14 (Gen 22:17). κύριος ἐπλήθυνεν αὐτοὺς ἐν τοῖς κόποις τῶν χειρῶν αὐτῶν the Lord has given them abundance in the works of their hands Hs 9, 24, 3. ὁ θεὸς κτίσας τὰ ὄντα καὶ πληθύνας καὶ αὐξήσας v 1, 1, 6.
    be multiplied, grow, increase pass. (En 5:5, 9) in number ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν Ac 6:7. ηὔξησεν ὁ λαὸς καὶ ἐπληθύνθη 7:17 (cp. Ex 1:7).—9:31; D 16:3. αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε (Gen 1:28; cp. SibOr 1, 57; Herm. Wr. 3, 3 εἰς τὸ αὐξάνεσθαι ἐν αὐξήσει καὶ πληθύνεσθαι ἐν πλήθει) 1 Cl 33:6; B 6:12; cp. vs. 18.—Of the growth of Christian preaching, expressed in the number of converts ὁ λόγος τοῦ κυρίου ηὔξανεν καὶ ἐπληθύνετο Ac 12:24. Of the spread of godlessness τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν Mt 24:12. As a formula in devout wishes (cp. Da 4:1 Theod., 37c LXX; 6:26 Theod.) χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη πληθυνθείη may grace and peace be yours in ever greater measure 1 Pt 1:2; 2 Pt 1:2. Cp. Jd 2; 1 Cl ins; Pol ins; MPol ins. Cp. also Dg 11:5.
    to increase greatly in number, grow, increase intr. (Herodian 3, 8, 8; TestIss 1:11; AscIs 2:5; Jos., Bell. 5, 338; Ex 1:20; Sir 16:2; 23:3; 1 Macc 1:9. Cp. Anz 296f; Thackeray 282) πληθυνόντων τ. μαθητῶν when the disciples were increasing (in number) Ac 6:1; 19:20 D.—DELG s.v. πίμπλημι. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > πληθύνω

См. также в других словарях:

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ …   Dictionary of Greek

  • άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»