-
1 растение
-я ουδ.το φυτό• το. βοτάνι•однолетнее растение μονοετές φυτό•
многолетнее растение πολυετές φυτό•
водняные -я φυτά ένυδρα, υδροχαρή ή υδρόφυτα•
вьющиеся -я αναρριχητικά φυτά•
лекарственные -я φαρμακευτικά φυτά•растениея огородныб κηπευτικά φυτά•
дикие -я αυτοφυή φυτά•
паразитные -я παρασιτικά φυτά.
-
2 культура
-ы θ.1. πολιτισμός, κουλτούρα. -древних греков ο πολιτισμός των αρχαίων Ελλήνων•дворец -ы μέγαρο πολιτισμού.
|| επίπεδο ανάπτυξης (οικονομικά, πνευματικά).2. καλλιέργεια•культура картофеля καλλιέργεια πατάτας•
культура риса ριζοκαλλιέργεια.
3. το καλλιεργούμενο φυτό•зерновое -ы τα σιτηρά ή δημητριακά•
бахчевые -ы τα μποστανικά•
сельскохозяйственные -ы αγροτοκαλλιεργούμενα φυτά•
субтропические -ы υποτροπικά φυτά•
технические -ы φυτά τεχνικής χρήσης ή βιομηχανίας (λινάρι, βαμπάκι κλπ.).
4. μικρόβια εργαστηριακής παραγωγής. -
3 растение
растен||иес τό φυτό[ν], τό βοτάνι:водяные \растениеия τά ὑδρόφυτα, τά ἔνυδρα φυτά· вьющееся \растение τό ἀναρριχητικό φυτό· декоративные \растениеия τά (δια)κοσμητικά φυτά· лекарственные \растениеия τά βοτάνια, αἰ φαρμακευτικοί βοτάναι. -
4 вырасти
-ту, -тешь, παρλθ. χρ. вырос, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. выросший, ρ.σ.1. αναπτύσσομαι, αυξαίνω, μεγαλώνω (για ανθρώπους, ζώα, φυτά).2. εκφύομαι, ξεφυτρώνω, εμφανίζομαι, βγαίνω (για φυτά, τρίχες). || χτίζομαι, οικοδομούμαι, ανεγείρομαι, ορθώνομαι•в селе -ло большое здание στο χωριό χτίστηκε μεγάλο χτίριο.
3. προβάλλω, εμφανίζομαι, φαίνομαι, διαγράφομαι, ξεχωρίζω•вдали -ли очертания гор στο βάθος ξεχώρησαν τα βουνά.
4. εξελίσσομαι, αναδείχνομαι•вырасти в крупногоученного εξελίσσομαι σε μεγάλο επιστήμονα.
εκφρ.вырасти в глазах – έχω την εκτίμηση κάποιου, χαίρω εκτίμησης. -
5 завязать
завязать 1-вяжу, -вяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завязанный, -зан, -а, -о, ρ.σ.μ.1. δένω•завязать веревку δένω την τριχιά•
завязать галстук δένω τη γραβάτα•
завязать двойной узел διπλοκομποδένω.
2. πιάνω, συνάπτω• αρχίζω πρώτος•завязать дружбу πιάνω φιλία•
завязать разговор πιάνω κουβέντα•
завязать переписку ανοίγω αλληλογραφία•
завязать бой συνάπτω μάχη•
завязать отношения πιάνω σχέσεις•;- спор αρχίζω συζήτηση•
завязать перестрелку αρχίζω πρώτο£ τους πυροβολισμούς.
3. (γι φυτά) γονιμοποιούμαι•завязать плод πιάνω (δένω) καρπό.
1. δένομαι.2. αρχίζω, συνάπτομαι, πιάνομαι•. -лся бой πιάστηκε η μάχη.3. (για φυτά) γονιμοποιούμαι•плод -лся ο καρπός έδεσε.
завязать 2-аю, -аешь, ρ.δ.βλ. завязнуть. -
6 многолетний
επ.1. πολυετής, πολύχρονος ή. πολυχρόνιος•многолетний труд πολύχρονη δουλειά•
старец μακρόβιος γέροντας, υπέργηρος.
2. βοτ. πολυετής•-ие растения πολυετή φυτά•
-ие травы πολυετή ποώδη φυτά.
-
7 обнажить
-жу, -жшдь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обнаженный, βρ: -жн, -жена, -женоρ.σ.μ.1. γδύνω, ξεντύνω, (απο)γυμνώνω, (ξε)γυμνώνω•обнажить грудь ξεγυμνώνω το στήθος•
обнажить ребнка ξεντύνω το παιδάκι•
обнажить голову αποκαλύπτομαι, βγάζω το καπέλο.
2. (για φυτά) στερώ του φυλλώματος.3. αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, βγάζω έξω•обнажить корни дерева βγάζω έξω τις ρίζες του δέντρου.
|| μτφ. φανερώνω, βγάζω στα φόρα.4. ξιφουλκώ, ξεσπαθώνω, γυμνώνω το ξίφος• ξεθηκαρώνω;5. μτφ. αφήνω ακάλυπτο, απροστάτευτο εκθέτω σε κίνδυνο•обнажить фланг αφήνω ακάλυπτο το πλευρό.
1. (απο)γυμνώνομαι, ξεγυμνώνομαι• ξεντύνομαι.2. (για φυτά) στερούμαι του φυλλώματος.3. (για τόπο) στερούμαι φυτών.4. φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα.5. μτφ. μένω ακάλυπτος, απροστάτευτος• εκτίθεμαι σε κίνδυνο•фронт -лся το μέτωπο έμεινε ακάλυπτο.
-
8 подсад
-а α.1. φύτευμα συμπληρωματικό.2. φυτά κάτω από φυτά άλλου είδους. -
9 аблактировать
μπολιάζω (τα φυτά)-ка (способ прививки растений) το μπό-λιασμα (των φυτών), η σύμφυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аблактировать
-
10 голосемянные
бот. τα γυμνόσπερμα (φυτά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > голосемянные
-
11 десикант
с.-х. η αφυγραντική ουσία, η ουσία που επιφέρει αφυδάτωση, το αποξη-ραντικό υλικό (για τα φυτά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > десикант
-
12 изгородь
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изгородь
-
13 крестоцветные
бот. τα σταυρανθή (φυτά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крестоцветные
-
14 однодольный
бот. μονοκοτυλήδονοςμονοκότυλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > однодольный
-
15 покрытосеменные
(растения) бот. τα αγγειόσπερμα (φυτά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > покрытосеменные
-
16 розоцветные
(розовые) (растения) бот. τα ροδοειδή (φυτά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > розоцветные
-
17 светолюбивый
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > светолюбивый
-
18 скрещивать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скрещивать
-
19 сложноцветные
бот. τα σύνθετα (φυτά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сложноцветные
-
20 спайнолепестные
бот. τα συμπέταλλα (φυτά)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спайнолепестные
См. также в других словарях:
φυτά — φυτάς plant fem voc sg φυτόν plant neut nom/voc/acc pl φυτός shaped by nature neut nom/voc/acc pl φυτά̱ , φυτός shaped by nature fem nom/voc/acc dual φυτά̱ , φυτός shaped by nature fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φυτά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ.) του νομού Χίου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (15 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, οι Κηπουριές (υψόμ. 340 μ.) … Dictionary of Greek
μικρόθερμα φυτά — Φυτά των οποίων ο βιολογικός κύκλος μπορεί να εξελίσσεται ενεργά μόνο σε συνθήκες χαμηλών θερμοκρασιών και συγκεκριμένα μεταξύ 15° και 0°C, με θερμικό άριστο κάτω των 10°C. Μικρόθερμα φυτά είναι η βετούλη, οι νάνες ιτιές, χαμόφυτα της τούνδρας… … Dictionary of Greek
αεροφόρα φυτά — Φυτά, κυρίως υδρόβια, που φέρουν εξογκώσεις γεμάτες από αέρα, με τις οποίες κατορθώνουν να επιπλέουν. Τέτοιο φυτό είναι η τράπα η νηχομένη με φύλλα και βλαστούς αεροφόρους, που επιπλέουν, γνωστή στην Ελλάδα ως τριβολοκρατήλα … Dictionary of Greek
εφήμερα φυτά — Φυτά, τα οποία περνούν ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους μέσα στο έδαφος με τη μορφή σπερμάτων ανθεκτικών στην ξηρασία και στη σήψη και είναι σε θέση να φυτρώσουν, να ανθίσουν και γενικά να ολοκληρώσουν τον κύκλο της ζωής τους μέσα σε λίγες μόνο… … Dictionary of Greek
αζωτολόγα φυτά — Τα φυτά που εμπλουτίζουν το έδαφος με άζωτο. Ανήκουν όλα στην τάξη χεδρωπά ή λεγκουμινώδη. Χρησιμοποιούνται από τους γεωργούς για τη βελτίωση της γονιμότητας των καλλιεργούμενων εδαφών, με τη μέθοδο της χλωρής λίπανσης. Από πολύ παλιά ο άνθρωπος… … Dictionary of Greek
σαρκοφάγα φυτά — Ετερογενής φυτική ομάδα που αποτελεί ένα από τα πιο πρωτότυπα και ενδιαφέροντα φαινόμενα της βοτανικής. Αν και διαθέτουν χλωροφύλλη, είναι δηλαδή αυτότροφα φυτά, έχουν παρόλα αυτά την ικανότητα να απορροφούν άζωτο σε οργανική μορφή, το οποίο… … Dictionary of Greek
δηλητηριώδη φυτά — Όλα τα φυτά που περιέχουν ουσίες (κυρίως αλκαλοειδείς και γλυκοσίδια) βλαβερές για τον άνθρωπο και τα ζώα. Οι ουσίες αυτές αποτελούν βασικά δηλητήρια και η εμπειρική και ανεξέλεγκτη χρήση τους μπορεί να προκαλέσει δηλητηριάσεις, λιγότερο ή… … Dictionary of Greek
μονοετή φυτά — Ποώδη φυτά τα οποία κλείνουν τον κύκλο της ανάπτυξής τους μέσα σε ένα μόνον έτος. Ευδοκιμούν ιδιαίτερα σε περιοχές στις οποίες είναι πολύ σαφής η διαδοχή των εποχών, με συνέπεια να παρατηρείται μια πολύ ευνοϊκή και μια πολύ δυσμενής για τα φυτά… … Dictionary of Greek
αλλόχωρα φυτά — Ονομάζονται τα φυτά που τα σπέρματα και οι καρποί τους (μονάδες διασποράς) διασπείρονται με ξένα μέσα, όπως είναι o άνεμος, το νερό και τα ζώα. Σε αντίθεση με αυτά βρίσκονται τα αυτόχωρα φυτά … Dictionary of Greek
φαρμακευτικά φυτά — Ονομασία ορισμένων φυτών που χρησιμοποιούνται στη θεραπευτική ή από τα οποία λαμβάνεται με ειδική επεξεργασία παρασκεύασμα (εκχύλισμα) για τον ίδιο σκοπό. Ήδη από την αρχαιότητα οι άνθρωποι κατέφευγαν στα φυτά για την ανακούφιση των πόνων και τη… … Dictionary of Greek