-
1 φον-εργάτης
φον-εργάτης, ὁ, statt ἐργάτης φόνου, Mordthäter, Mörder (?).
-
2 φον-ώδης
φον-ώδης, ες, mordartig, blutähnlich; ὀσμή, Mordgeruch, Theophr.; – βλέπων φονῶδες Alciphr. 3, 21.
-
3 φονικός
A inclined to slay, murderous,γένος -ώτατον Th.7.29
, cf. Pl.Phdr. 252c, D.S.18.33, J.BJ2.21.1 ([comp] Sup.), Ael.VH14.41 ([comp] Comp.), Hierocl. in CA11p.440M., etc.; φ. ἀδίκημα blood-guiltiness, Lycurg.52;τὸ φ.
a murderous disposition,Ael.
VH2.17, 6.8; οἱ -ώτατοι (sc. πυρετοί) most malignant, Hp.Judic.7. Adv. [suff] φον-κῶς Demetr.Lac.Herc.1014.37, Poll.6.192;πολεμεῖν Polyaen.4.3.30
: [comp] Comp.- ώτερον J.BJ4.9.10
;- ωτέρως Lyd. Ost.56
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φονικός
-
4 фон
[φόν] ουσ α φόντο -
5 φόναξ
-
6 φονάω
φον-άω, Desiderative,A to be athirst for blood, to be murderous,φονᾷ, φονᾷ νόος ἤδη S.Ph. 1209
(lyr.); φονώσαισιν.. λόγχαις (Boeckh, after Sch., for φονίαισιν) Id.Ant. 117 (lyr.), cf. Hp.Virg.1;ἐοικὼς φονῶντι Ael. VH2.44
; τῷ ἐξ Ἄρεος φονῶντι ib.3.9;φονῶν τὸ ὄμμα Philostr.
Jun.Im.9. -
7 φονεργάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φονεργάτης
-
8 φόνευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φόνευμα
-
9 φονεύσιμος
A that may be slain, Sch.BT Il.22.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φονεύσιμος
-
10 φονεύς
φον-εύς, ὁ, gen. έως, [dialect] Ep. ῆος Il.9.632; acc. φονέα (in first foot of trim.) S.OT 362, 721; in E. φονέᾰ, Hec. 882: nom.pl.Aφονέες Lesb.Rh.3.8
, [dialect] Att. ; acc.φονέας Id.2.3.8
, 4.3.1, Lys.12.96, Call. in PSI11.1218a32, etc.; but [var] contr.φονεῖς Plu.2.162e
:—slayer, Il. l. c., 18.335, Od.24.434, Hdt.1.45, etc.;δικαιοτάτου δὲ φονῆος Pisand.10
;τῷ φονεῖ τἀδελφοῦ τὴν δεξιὰν δέδωκε Arist.Ath.18.6
.;αὐτόχειρας καὶ φονέας Isoc.4.111
; φονέας αὑτῶν self-murderers, Lys. l. c.; τοσούτῳ μᾶλλον φονεύς ἐστιν is so much more justly accounted a murderer, Antipho 4.3.3; ;ἀκουσίως τινὸς φ. γενέσθαι Pl.R. 451a
; of the sword on which Ajax had thrown himself, S.Aj. 1026: as fem., (ὁ φ., even of a woman, ib.20).2 σοῦ φονέως μεμνημένος you, my destroyer, S.OC 1361.3 metaph., . -
11 φονευτέον
A one must kill, Lib. Or.46.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φονευτέον
-
12 φονευτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φονευτής
-
13 φονευτικός
A murderous, deadly, Sch.Nic.Th.1, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φονευτικός
-
14 φονεύτρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φονεύτρια
-
15 φονεύω
-
16 φονή
φον-ή, ἡ, always, exc. in Suid., in pl.,A carnage, esp. on the field of battle,ἀσπαίροντας ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσιν Il.10.521
;ἐν φοναῖς καλῶς πεσόντ' A.Ag. 447
(lyr.);ἐν φοναῖς πεπτῶτ' ἄθαπτον S.Ant. 696
;ἔτι ἐν τῇσι φονῇσι ἐόντας Hdt.9.76
;κομισθέντα ἐκ τῶν φονῶν Ael.NA5.1
; also of slain beasts, ;ἐν φοναῖς θηροκτόνοις E.Hel. 154
.II blood shed by slaying, θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς laid him weltering in his blood, Pi.P.11.37, cf. Ael.NA1.18,3.21; φονῶν is prob. for φόνων in S.El.11, Tr. 558; so ἑρπετὰ καὶ δάκετα.. ὑπ' ἐμᾶς πτέρυγος ἐν φοναῖς ὄλλυται come to a bloody end, Ar.Av. 1070 (lyr., paratrag.); ποίῳ δὲ κἀπελύσατ' ἐν φοναῖς τρόπῳ; what was the manner of her bloody end? S.Ant. 1314; φοναῖς murderously, ib. 1003 (expld. as Adj. by Sch., cf. φονός). -
17 φονής
-
18 φόνιος
φόν-ιος, ον, also ος, α, ον A.Ch. 312 (anap.), S.Tr. 831 (lyr.), poet.Adj. (cf. φοίνιος), the prose form being φονικός,2 murderous, deadly,δράκων A.Pers.82
(lyr.); (anap.); (lyr.); (lyr.): metaph.,φ. ἄλγεα Pi. Fr. 132
; (lyr.): (lyr., s. v. l.): neut. pl. as Adv.,φόνια δερκόμενον Ar.Ra. 1337
(lyr.). -
19 φονεργάτης
φον-εργάτης, ὁ, Mordtäter, Mörder -
20 φονώδης
См. также в других словарях:
φον — (I) το, Ν άκλ. φυσ. μονάδα μέτρησης τής ακουστότητας τού ήχου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phon, γαλλ. phone (< φωνή). Ορθ. γρφ. τής λ. είναι φων (το) και ίσως ο όρος θα έπρεπε να εισαχθεί στην ελλ. ως φώνη (η)]. (II) Ν άκλ. γερμανικός … Dictionary of Greek
Ζίμενς, φον- — (von Siemens). Επώνυμο γερμανικής οικογένειας μηχανικών και βιομηχάνων. 1. Βέρνερ (1816 – 1892). Κατατάχθηκε εθελοντής στον πρωσικό στρατό και το 1848 υπηρέτησε ως λοχαγός του πυροβολικού. Το 1847 άνοιξε μικρό εργαστήριο επισκευών τηλεγραφικών… … Dictionary of Greek
Μόλτκε, Χέλμουτ φον- — (Helmut von Moltke, Μέκλεμπουργκ 1800 – Βερολίνο 1891). Γερμανός στρατηγός. Υπήρξε η διασημότερη γερμανική στρατιωτική προσωπικότητα του 19ου αιώνα. Με αφετηρία τα διδάγματα του Κλάουζεβιτς, ο Μ. επεξεργάστηκε δική του άποψη για τον πόλεμο, κατά… … Dictionary of Greek
Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832). Γερμανός ποιητής. Γιος του αυτοκρατορικού συμβούλου Γιόχαν Κάσπαρ, ανθρώπου αυστηρού με ουμανιστικά ενδιαφέροντα, και της Καταρίνα Ελίζαμπετ Τέξτορ, σπούδασε νομικά στη Λειψία, όπου… … Dictionary of Greek
Σίλερ, Γιόχαν Κρίστοφ Φρήντριχ φον- — (Schiller). Γερμανός ποιητής και δραματογράφος (Μάρμπαχ, Βυρτεμβέργη 1759 Βαϊμάρη 1805). Στο Λούντβιχσμπουργκ, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένεια του από το 1766, ο νεαρός Σ. μεγάλωσε σε επαφή με τη μεγαλοπρεπή αυλική ζωή και είχε την ευκαιρία… … Dictionary of Greek
Κρουζενστιέρνα, Άγκνες φον- — (Agnes von Krusenstjerna, Βέξιε 1894 – Στοκχόλμη 1940). Σουηδή συγγραφέας. Έπασχε από κληρονομικές ασθένειες, που την ανάγκαζαν να υφίσταται μακροχρόνιες περιόδους θεραπείας σε ψυχιατρικές κλινικές. Η συγγραφική της δραστηριότητα στράφηκε στην… … Dictionary of Greek
Άρνιμ, Άχιμ φον- — (Achim von Arnim, Βερολίνο 1781 – Βίιπερσντορφ 1831). Γερμανός συγγραφέας. Απόγονος Πρώσων βαρόνων, σπούδασε μαθηματικά, φυσική και χημεία στο Χάλε και το Γκέτινγκεν, όμως αφιερώθηκε αργότερα στη λογοτεχνία. Συγγραφέας παραμυθιών και δραμάτων,… … Dictionary of Greek
Βάλενσταϊν, Άλμπρεχτ Βέντσελ Εουσέμπιους φον- — (Albrecht Wenzel Eusebius von Wallenstein, Χερμάνιτς, Βοημία 1583 – Χεπ 1634). Βοημός στρατηγός. Μεγάλος στρατιωτικός ηγέτης και φιλόδοξος χαρακτήρας, έγινε πάμπλουτος χάρη σε έναν γάμο με μια πλούσια χήρα και σε πολλές κερδοσκοπικές επιχειρήσεις … Dictionary of Greek
Βέμπερ, Καρλ Μαρία Φρίντριχ φον- — (Karl Maria Friedrich von Weber, Όιτιν, Όλντεμπουργκ 1786 – Λονδίνο 1826). Γερμανός συνθέτης. Τα πρώτα στοιχεία μουσικής τα διδάχτηκε από τον πατέρα του Φρανς Άντον (θείο της γυναίκας του Μότσαρτ, Κωνσταντίας Βέμπερ), πρώην αξιωματικό, που… … Dictionary of Greek
Βόλφραμ φον Έσενμπαχ — (Wolfram von Eschenbach, 1170 – 1220). Γερμανός ποιητής. Προερχόμενος από το Έσενμπαχ, κοντά στο Άνσμαχ, συνάντησε, ίσως στην αυλή του τοπικού διοικητή της Θουριγκίας Έρμαν, τον μαικήνα του Βάλτερ φον ντερ Φόγκελβεντε. Πρώτη πηγή για το ποίημά… … Dictionary of Greek
Γκαίτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — Γερμανός ποιητής. Βλ. λ. Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκν φον … Dictionary of Greek