-
1 φερε
-
2 Φέρε
ПоднесиφέρεΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Φέρε
-
3 φέρε
поднесинеси ΦέρεΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φέρε
-
4 'φερε
ἔφερε, φέρωfero: imperf ind act 3rd sg -
5 φέρε
φέρωfero: pres imperat act 2nd sgφέρωfero: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
6 φερε-πτέρυγος
φερε-πτέρυγος od. φερεπτέρυξ, υγος, Flügel tragend, gefiedert, ὀϊστοί Opp. Hal. 2, 482.
-
7 φερε-πονία
φερε-πονία, ἡ, Geduld in der Arbeit, im Ungemach, Appian. praef. 3.
-
8 φερε-στάφυλος
φερε-στάφυλος, Weintrauben tragend, bringend; Διόνυσος Mel. 110 (IX, 363); Macho bei Ath. III, 112 b.
-
9 φερε-αυγής
φερε-αυγής, ές, poet. statt φερα υγής, κοίρανος αἴγλης Ep. ad. 339 (IX, 634).
-
10 φερε-γλαγής
φερε-γλαγής, ές, Milch bringend, gebend, Orph. lith. 216.
-
11 φερέ-πτερος
φερέ-πτερος, = Folgdm, Maxim. καταρχ. 609.
-
12 φερέ-πτολις
φερέ-πτολις, ιος, ὁ, ἡ, poet. statt φερέπολις, Opp. Hal. 1, 197.
-
13 φερέ-πονος
φερέ-πονος, Arbeit, Mühe, Unglück ertragend, bringend, ἀμπλακίαι Pind. P. 2, 30.
-
14 φερέ-πολις
φερέ-πολις, ιος, die Stadt, den Staat tragend, erhaltend, τύχη Pind. frg. 14. S. φερέπτολις.
-
15 φερέ-σπονδος
φερέ-σπονδος, Trankopfer bringend, als N. pr. Nonn. 18, 313.
-
16 φερέ-σταχυς
φερέ-σταχυς, υ, Aehren tragend, Io. Gaz.
-
17 φερέ-ζυγος
φερέ-ζυγος, das Joch tragend, ins Joch gespannt, Ibyc. 2 ἵππος.
-
18 φερέ-ζωος
φερέ-ζωος, Leben bringend, gebend, Nonn. D. 12, 6.
-
19 φερέ-καρπος
φερέ-καρπος, Frucht tragend, bringend; γῆ Philipp. 85 (IX, 778); αὖλαξ Orph.; σπέρματα Plut. de am. prol. 3.
-
20 φερέ-κακος
φερέ-κακος, Unglück, Anstrengung tragend, erduldend, Pol. 3, 71, 10. 79, 5; Suid. erkl. καρτερικός.
См. также в других словарях:
'φερε — ἔφερε , φέρω fero imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρε — φέρω fero pres imperat act 2nd sg φέρω fero imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρ' — φέρε , φέρω fero pres imperat act 2nd sg φέρε , φέρω fero imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρεν — φέρε̄ν , φέρω fero pres inf act (epic doric) φέρω fero imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
Инъюнктив — особый вид наклонения (см.) в индоевропейских языках. Иначе его называют ложным конъюнктивом, т. е. ложным сослагательным наклонением. С внешней, формальной стороны И. представляет собой изъявительное наклонение одного из времен с аугментом… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… … Dictionary of Greek
ՕՆ — ( ) NBH 2 1027 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 11c, 12c, 13c մջ. ἅγωμεν, φέρε, φέρε δή, φέρε οὗν age, agedum, eja. Աղէ՛. հա՛պա. բե՛ր. ... (ըստ յն. ա՛ծ. բե՛ր. ածու՛ք. արասցու՛ք.) *Օն արի՛ք գնասցուք. Օն եկայք եւ մեք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
Имперфект — (несовершенное время) одно из так наз. вторичных времен, принадлежащих к системе настоящего времени по образованию временной основы. И. свойственен многим индоевропейским языкам и несомненно существовал уже в индоевропейском праязыке. От… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Indogermanische Ursprache — Die indogermanische Ursprache (Urindogermanisch [Uridg.], nicht fachsprachlich auch Protoindoeuropäisch nach engl. Proto Indo European [PIE]) oder indogermanische Grundsprache ist die gemeinsame Vorläuferin der indogermanischen Sprachen, wie sie… … Deutsch Wikipedia
φαρέτρα — Ο όρος προέρχεται από το ρήμα φέρω. Θήκη δερμάτινη, ξύλινη ή μεταλλική, σε σχήμα στενόμακρο, κλειστή από το ένα μέρος και ανοιχτή από το άλλο. Κατά την αρχαιότητα στη φαρέτρα έβαζαν τα βέλη τους οι στρατιώτες που ήταν οπλισμένοι με τόξα. Την… … Dictionary of Greek