-
121 синеть
-
122 сказать
окажу, скажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сказанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.1. βλ. говорить.2. παλ. διηγούμαι.3. ανακοινώνω, γνωστοποιώ (απόφαση, διαταγή).4. скажем ως παρνθ. λ. να πούμε, παραδείγματος χάρη.5. προστκ. скажи(те) πες, πέστε (για αγανάκτηση, θαυμασμό κ.τ.τ.). || скажешь! είπες (καισύ) ! (περ ιφρονητ ικά στον συνομιλητή).εκφρ.как сказать – (για) να πούμε• κατά κάποιον τρόπο•лучше, вернее, проще, точнее сказать – για να πω καλύτερα, σωστότερα, πιο απλά, ακριβέστερα•можно сказать – (παρνθ. λ.) μπορώ να πω•нечего сказать – δε μπορώ να πω τίποτε (να επικρίνω)•ничего не -жешь – είναι άψογο, συμφωνώ ότι είναι καλό, σωστό•-ите на милость ή пожалуйста – βλ. 5 σημ. чтобы не сказать... για να μην πω... (κάτι χειρότερο, βαρύτερο).1. βλ. говориться.2. εκδηλώνομαι, φαίνομαι, φανερώνομαι. || επιδρώ, επιρεάζω.3. λέγω, ανακοινώνω, γνωστοποιώ.4. πάνω, προσποιούμαι•сказать больным κάνω τον άρρωστο.
-
123 скалить
-лю, -лишьρ.δ.: скалить зубыα) δείχνω τα δόντια (φοβερίζω)•собака -ла зубы το σκυλί έδειχνε τα δόντια•
β) γελώ• χαμογελώ.1. φαίνομαι•у него -лись зубы του φάνηκαν τα δόντια.
2. βλ. скалить зубы. -
124 слезиться
-итсяρ.δ.1. δακρύζω• δακρυρροώ•глаза -ятся от дыма τα μάτια δακρύζουν από τον καπνό.
2. μτφ. φαίνομαι σαν δάκρυ (για σταγόνες). || καλύπτομαι από σταγονίδια•от холода сткла -ятся από το ψύχος τα τζάμιαδακρύζουν.
-
125 смотреть
смотрю, смотришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смотренный, βρ: -рен, -а, -оρ.δ.1. βλέπω, κοιτάζω, θωρώ• παρατηρώ•смотреть в дэль κοιτάζω μακριά στο βάθος•
смотреть на часы κοιτάζω το ωρολόγι•
смотреть в зеркало κοιτάζω στον καθρέφτη•
смотреть в бинокль παρατηρώ με τη διόπτρα•
новую кинокартину βλέπω νέα κινηματογραφική ταινία.
|| μτφ. σκέπτομαι, στοχάζομαι•смотреть в будущее κοιτάζω στο μέλλον.
|| μτφ. δίνω προσοχή•вы на это не -ите εσείς αυτό μην το κοιτάτε (μη δίνετε προσοχή).
2. μτφ. ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι, προσέχω. || μτφ. θεωρώ, λογίζω. || υπολογίζω, υποθέτω.3. επιβλέπω, παρακολουθώ•смотреть за детьми κοιτάζω τα παιδιά.
|| εξετάζω•доктор -ел сольного ο γιατρός κοίταξε τον άρρωστο.
|| (παλ.) επιθεωρώ•генерал -ел полк ο στρατηγός επιθεώρησε το σύνταγμα.
4. είμαι εστραμμένος•окна -ят в сад τα παράθυρα βλέπουν προς τον κήπο•
пулемты -ят ва вражеские позиции τα πολυβόλα είναι εστραμμένα κατά των εχθρικών θέσεων.
5. διαφαίνομαι, διακρίνομαι.6. με μερικά ουσ. σημαίνει: ομοιάζω• θυμίζω•смотреть зверем κοιτάζω σαν θηρίο•
смотреть сентябрм μοιάζω με τον Σεπτέμβρη•
смотреть сычом μοιάζω με το μπούφο.
7. θέλω να γίνω•она в невесты смотретьит αυτή θέλει να γίνει νύφη (να παντρευτεί).
8. προστκ. -и, -те κοίτα, -άτε: α) φυλάξου, πρόσεξε, β) σημαίνει θαυμασμό• για (ι)δές.9. προστκ. -и κ. 2ο πρόσ. ενστ. -ишь ως παρνθ. λ. α) βλέπε, βλέπεις• στο μεταξύ, β) πολύ πιθανόν, πιθανότατα.10. -ю, -им ως παρνθ. λ. βλέπω, -ομε• τι να δω, δούμε.εκφρ.смотреть в гроб (в могилу) – είμαι προς το τέλος, είμαι του θανατά•смотреть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•смотреть за собой – φροντίζω (περιποιούμαι) τον εαυτό μου•смотреть не на что – δεν. αξίζει να κοιτάζεις• смотреть (с надеждой) на кого-что στηρίζω τις ελπίδες στον, στο•смотреть смерти – βλ. στη λ. смерть- -я как; -я где; -я когда κ.τ.τ. εξαρτάται από το πως, που, πότε•- я по чему – κρίνοντας από το ότι•что (чего) -ит? куда -ит! – τι κοιτάζει; που κοιτάζει; (γιατί δεν προσέχει, δε φροντίζει).1. κοιτάζομαι, βλέπομαι•смотреть в зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη.
2. απρόσ. φαίνομαι• διακρίνομαι•фильм хорошо -ится το φιλμ καλά φαίνεται.
-
126 тень
-и, προθτ. о тени, в тени, πλθ. тени -ей θ.1. σκιά, ίσκιος•на солнце и в тени στον ήλιο και στον ίσκιο.
2. σκοτεινό μέρος εικόνας•контрасты света и тени αντίθεση φωτός και σκιάς.
|| η ριχνόμενη σκιά•-человека η σκιά του ανθρώπου•
тень башни η σκιά του πύργου.
|| έκφραση φόβου, θλίψης κ.τ.τ. грустные -и на е лице έκφραση θλίψης στο πρόσωπο της.3. μτφ. ίχνος αδύνατο, σημαδάκι•тень прошлого σκιά παρελθόντος•
тень улыбки υποτυπώδες χαμόγελο•
ни тень жалости ούτε σκιά οίκτου.
4. σιλουέτα, φιγούρα.5. φάσμα, φάντασμα, ίσκιωμα (σκιά πεθαμένου).εκφρ.ночная (вечерная) тень; тень ночи – το σούρουπο•бросать (кидать) тень на кого-что – αμαυρώνω την αξιοπρέπεια κάποιου•навести тень (на плетень, на ясный день) – συσκοτίζω σκόπιμα• θολώνω τα νερά•быть (сделать(ся) -ью – α) ακολουθώ κάποιον σαν τη σκιά του.|| είμαι η σκιά κάποιου (είμαι υποχείριο κάποιου)•он тень и голос кого – αυτός είναι σκιά και φερέφωνο κάποιου•держаться (быть, стоять) в -и – δε θέλω να φαίνομαι, να επιδείχνομαι• κρατιέμαιστην αφάνεια•оставлять в -и что – αφήνω κάτι σκοτεινό (ασαφές, αδιευκρίνιστο)•ходить, (идти, следовать) за кем как тень – παρακολουθώ κάποιον άγρυπνα, τον παίρνω στο κοντό, σαν τη σκιά του•тень падает на кого-что – αμαυρώνεται η αξιοπρέπεια κάποιου• (одна) тень осталось от кого έγινε σαν το ίσκιωμα (κάτισχνος)•теньи под глазами οιδήματα (σακκουλίτσες)κάτω από τα μάτια. -
127 торчать
-чу, -чишьρ.δ.1. εξέχω, προέχω. || προβάλλω, φαίνομαι.2. τοποθετούμαι• στέκομαι (για αντικείμενα).3. είμαι παρών, παρευρίσκομαι. || στριφογυρίζω, περιφέρομαι. -
128 угрюмиться
-млюсь, -мишьсяρ.δ.είμαι, φαίνομαι, σκυθρωπός, κατηφής.
См. также в других словарях:
φαίνομαι — φαίνομαι, φάνηκα βλ. πίν. 225 (και ως απρόσ. φαίνεται) Σημειώσεις: φαίνομαι : η μτχ. χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό (το φαινόμενο) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β … Dictionary of Greek
φαίνομαι — φάνηκα 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, γίνομαι θεατός, διακρίνομαι: Από εδώ φαίνεται η θάλασσα. 2. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, κάνω την εμφάνισή μου: Άργησε, δε φάνηκε ακόμη. 3. εκδηλώνομαι, δείχνομαι, προμηνύομαι: Η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί. 4 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαίνομαι — φαίνω A ren. pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαθοφέρνω — φαίνομαι ανόητος, ή φέρομαι σαν ανόητος, κουτοφέρνω … Dictionary of Greek
αγουροφέρνω — φαίνομαι άγουρος … Dictionary of Greek
αγριοφέρνω — φαίνομαι άγριος, αγριωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. άγριος + φέρνω] … Dictionary of Greek
ακροδείχνω — φαίνομαι λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + δείχνω] … Dictionary of Greek
ασπρουδίζω — φαίνομαι σχεδόν άσπρος … Dictionary of Greek
μαυροφέρνω — φαίνομαι μαύρος, έχω τις αποχρώσεις τού μαύρου χρώματος («σαν τα ροδοχαράματα στοιχειά, που μαυροφέρνουνε», Παλαμ.) … Dictionary of Greek
μικροδείχνω — φαίνομαι μικρότερος στην ηλικία από ό,τι είμαι … Dictionary of Greek