Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

φέρω+ευθύνη

  • 1 ευθύνη

    η ответственность, ответ;

    ποινική ευθύνη — уголовная ответственность;

    διοικητική ευθύνη — административная ответственность;

    ευθύνη του δημοσίου — государственная ответственность;

    φέρω ( — или έχω) ευθύνη — нести ответственность;

    αισθάνομαι (αναλαμβάνω την) ευθύνη — чувствовать (брать на себя) ответственность;

    αναλαμβάνω υπ' ευθύνην μου κάτι... — брать под свою ответственность;

    ζητώ ευθύνες — требовать ответа (за что-л.);

    αποδίδω σε κάποιον την ευθύνη — возлагать на кого-л. ответственность

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ευθύνη

  • 2 φέρω

    (αόρ. έφερα и έφερον, παθ. αόρ. (ε)φέρθηκα и εφέρθην) μετ.
    1) носить (одежду, украшения и т. п.);

    φέρ (την) στολή (τού) αξιωματικού1 — носить офицерскую форму;

    φέρω όπλα — носить оружие;

    2) перен. носить (имя и т. п.);

    φέρει το όνομα τού πάππου του — он носит имя своего деда;

    φέρω επιγραφή — иметь надпись;

    3) приносить; привозить;
    ποιός έφερε το γράμμα; кто принёс письмо?;

    να μού φέρεις την βαλίτσα — привези мой чемодан;

    4) ввозить, импортировать;
    5) вести, приводить; направлять;

    πού φέρει αυτός ο δρόμος; — куда ведёт эта дорога?;

    πού μας έφερες; куда ты нас привёл?;
    6) перен. приводить (в какое-л. состояние), доводить (до чего-л.);

    φέρ σε απόγνωση — доводить до отчаяния;

    φέρω εις πέρας — доводить до конца, завершать;

    7) приносить, давать (плодытж. перен.);

    φέρ αποτέλεσμα (κέρδος) — дать результат (выгоду);

    8) вызывать, причинять;

    φέρω αηδία — вызывать отвращение;

    φέρω πλήξη — вызывать скуку;

    φέρω βλάβη — приносить вред;

    φέρω πόνους — причинять боль;

    φέρω όρεξη — возбуждать аппетит;

    9) перен. приводить (пример и т. п.);

    φέρω αντίρρηση — приводить, выска- зывать возражения;

    10) предлагать, представлять (на рассмотрение); вносить (предложение);

    § φέρω (την) ευθύνη γιά... — нести ответственность за...;

    (τό) φέρω βαρέως — тяжело переживать (что-л.); — быть глубоко задетым, обиженным;

    τα φέρω δύσκολα — быть в нужде, в затруднении;

    φέρ στη μνήμη μου — вызывать в памяти;

    σύρ' τα φέρ' τα хождение туда-сюда, взад-вперёд;

    βγω και φέρω — водить за нос;

    την φέρω με τρόπο — начинать издалека;

    φέρ' είπείν например;

    φέρε να ιδούμε — давай посмотрим;

    ανθρώπων έκαστος δύο πήρας φέρει, την μεν εμπροσθεν, την δε όπισθεν — погов, чужие недостатки видней;

    ≈ в чужом глазу соринку замечаем, а у себя не видим и бревно;

    φέρομαι

    1) — вести себя; — держать себя; — поступать, обходиться (с кем-л.);

    τρόπος τού φέρεσθαι — манера обращения, поведения;

    μαθαίνω να φέρομαι — научиться вести себя;

    φέρομαι πολύ άσχημα σε κάποιον — поступить скверно по отношению к кому-л., скверно обойтись с кем-л.;

    2) идти, двигаться, направляться;
    πού φερόμαστε; куда мы идём?; 3) απρόσ. говорят, считают, что...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φέρω

См. также в других словарях:

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • ευθύνω — (ΑΜ εὐθύνω) [ευθύς] κάνω κάτι ευθύ, ευθειάζω, ισιάζω («ευθύνω μέταλλο») νεοελλ. 1. καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, βαρύνω κάποιον με ευθύνες 2. (συν. μέσ.) ευθύνομαι είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη («θα τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για τις βομβιστικές… …   Dictionary of Greek

  • αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… …   Dictionary of Greek

  • προσυπέχω — Α φέρω μεγαλύτερη ευθύνη για κάτι («τῆς δὲ τύχης προσυποσχεῑν ἕν τι τῶν ἀδυνάτων», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑπέχω «υπόκειμαι σε ευθύνες, λογοδοτώ»] …   Dictionary of Greek

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • Φ, φ — Το εικοστό πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Το φ (όπως και τα χ, ψ, ω), αντίθετα με τα άλλα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου, που προήλθαν από τροποποίηση σημιτικών γραμμάτων, είναι επινόηση των Ελλήνων, και χρησιμοποιήθηκε για την παράσταση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»