-
1 'φερε
ἔφερε, φέρωfero: imperf ind act 3rd sg -
2 φέρε
φέρωfero: pres imperat act 2nd sgφέρωfero: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
3 φερέπτερος
φερέ-πτερος, ον,A bearing wings, winged, Max.610: gen. pl. φερεπτερύγων from [suff] φερε-πτέρῠγος, ον, or [suff] φερε-πτέρυξ, ὁ, ἡ, Opp.H. 2.482.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φερέπτερος
-
4 φέρ'
φέρε, φέρωfero: pres imperat act 2nd sgφέρε, φέρωfero: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
5 φέρεν
φέρε̄ν, φέρωfero: pres inf act (epic doric)φέρωfero: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
6 φερεαυγής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φερεαυγής
-
7 φερέβοτρυς
A bearing bunches of grapes, Nonn.D.19.55.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φερέβοτρυς
-
8 φερεγλαγής
φερε-γλᾰγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φερεγλαγής
-
9 φερέζυγος
φερέ-ζῠγος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φερέζυγος
-
10 φερέζωος
φερέ-ζωος, ον,A bringing life, Nonn. D.12.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φερέζωος
-
11 φερέκακος
φερέ-κᾰκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φερέκακος
-
12 φερέκαρπος
φερέ-καρπος, ον,A yielding fruit, σπέρματα, γαῖα, Plu.2.495c, AP9.778 (Phil.); Βάκχος, Σελήνη, Orph.H.50.10, 9.5, cf. Fr.44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φερέκαρπος
-
13 φερεκλεής
φερε-κλεής, ές,A renowned, prob. in Euph.79.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φερεκλεής
-
14 φερέκοσμος
φερέ-κοσμος, ον,A ornamental, Sor.1.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φερέκοσμος
-
15 φερεκυδής
φερε-κῡδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φερεκυδής
-
16 φερέμηλος
φερέ-μηλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φερέμηλος
-
17 φερένικος
φερέ-νῑκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φερένικος
-
18 φερέοικος
φερέ-οικος, ον,A carrying one's house with one, of the Scythians in Hdt.4.46.II Subst., house-carrier, i.e. snail, Hes.Op. 571: acc. to others, a kind of wasp, or a tortoise, Hsch., EM790.35, cf. φέροικος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φερέοικος
-
19 φερέοινος
φερέ-οινος, ον,A wine-bearing,γῆ A.D.Synt.8.24
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φερέοινος
-
20 φερέπολις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φερέπολις
См. также в других словарях:
'φερε — ἔφερε , φέρω fero imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρε — φέρω fero pres imperat act 2nd sg φέρω fero imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρ' — φέρε , φέρω fero pres imperat act 2nd sg φέρε , φέρω fero imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρεν — φέρε̄ν , φέρω fero pres inf act (epic doric) φέρω fero imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
Инъюнктив — особый вид наклонения (см.) в индоевропейских языках. Иначе его называют ложным конъюнктивом, т. е. ложным сослагательным наклонением. С внешней, формальной стороны И. представляет собой изъявительное наклонение одного из времен с аугментом… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… … Dictionary of Greek
ՕՆ — ( ) NBH 2 1027 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 11c, 12c, 13c մջ. ἅγωμεν, φέρε, φέρε δή, φέρε οὗν age, agedum, eja. Աղէ՛. հա՛պա. բե՛ր. ... (ըստ յն. ա՛ծ. բե՛ր. ածու՛ք. արասցու՛ք.) *Օն արի՛ք գնասցուք. Օն եկայք եւ մեք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
Имперфект — (несовершенное время) одно из так наз. вторичных времен, принадлежащих к системе настоящего времени по образованию временной основы. И. свойственен многим индоевропейским языкам и несомненно существовал уже в индоевропейском праязыке. От… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Indogermanische Ursprache — Die indogermanische Ursprache (Urindogermanisch [Uridg.], nicht fachsprachlich auch Protoindoeuropäisch nach engl. Proto Indo European [PIE]) oder indogermanische Grundsprache ist die gemeinsame Vorläuferin der indogermanischen Sprachen, wie sie… … Deutsch Wikipedia
φαρέτρα — Ο όρος προέρχεται από το ρήμα φέρω. Θήκη δερμάτινη, ξύλινη ή μεταλλική, σε σχήμα στενόμακρο, κλειστή από το ένα μέρος και ανοιχτή από το άλλο. Κατά την αρχαιότητα στη φαρέτρα έβαζαν τα βέλη τους οι στρατιώτες που ήταν οπλισμένοι με τόξα. Την… … Dictionary of Greek