-
1 υπομένω
[ипомэно] ρ. выносить, терпеть, выдерживать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπομένω
-
2 выдержать
выдержать, выдерживать (вытерпеть) βαστώ, αντέχω, υπομένω· \выдержать боль αντέχω στον πόνο ◇ \выдержать экзамен πετυχαίνω ( στις εξετάσεις)* * *= выдерживать( вытерпеть) βαστώ, αντέχω, υπομένωвы́держать боль — αντέχω στον πόνο
••вы́держать экза́мен — πετυχαίνω ( στις εξετάσεις)
-
3 снести
снести 1) (разрушить) κατεδαφίζω, γκρεμίζω 2) (стерпеть) υπομένω, υποφέρω* * *1) ( разрушить) κατεδαφίζω, γκρεμίζω2) ( стерпеть) υπομένω, υποφέρω -
4 терпеть
терпеть 1) υπομένω» κάνω υπομονή, υποφέρω (переносить, испытывать ) 2) (допускать) ανέχομαι 3): \терпеть поражение παθαίνω ήττα; \терпеть неудачу αποτυχαίνω* * *1) υπομένω, κάνω υπομονή, υποφέρω (переносить, испытывать)2) ( допускать) ανέχομαι3)терпе́ть пораже́ние — παθαίνω ήττα
терпе́ть неуда́чу — αποτυχαίνω
-
5 сносить
сносить Iнесов1. (относить) πηγαίνω (μετ.), κομίζω/ κατεβάζω (вниз)·2. (в одно место) βάζω·3. (ветром, течением) παρασύρω·4. (разрушать) κατεδαφίζω, γκρεμίζω:\сносить старый дом κατεδαφίζω (или γκρεμίζω) τό παληό σπίτι.сносить IIнесов (терпеть, выдерживать) ὑποφέρω, ὑπομένω:молча \сносить обиду ὑπομένω σιωπηρά τήν προσβολή.сносить IIIсов:ему́ не \сносить головы θά φάει τό κεφάλι του. -
6 терпеть
терпетьнесов1. (переносить, испытывать) ὑπομένω, ὑποφέρω/ νοιώθω (голод, жажду):\терпеть боль ὑποφέρω τόν πόνο· \терпеть жару́ (холод) ὑπομένω τή ζέστη (τό κρύο)· терпи казак \терпеть атаманом бу́дешь παρηγοριά στον ἄρρωστο ὡσπου νά βγει ἡ ψυχή του·2. (допускать, мириться) ἀνέχομαι:как можно э́то \терпеть? πώς τό ἀνέχεστε αὐτό; не \терпеть возражений δέν ἀνέχομαι ἀντιρρήσεις· он не терпит шу́-ток δέν σηκώνει ἀστεία·3. ὑφίσταμαι, παθαίνω (убытки, потери)! ἀποτυγχάνω (неудачу)) δοκιμάζω (нужду):\терпеть поражение νικιέμαι, ἡττώμαι· \терпеть крушение а) (о судне) ναυαγώ, б) ж.-д. παθαίνω σιδηροδρομικό δυστύχημα· ◊ время не терпит ὁ καιρός ἐπείγει· \терпеть не могу́ кого-л., чего́-л. δέν χωνεύω κάποιον, κάτι. -
7 съесть
съем, съешь, съест, съедим, съедите, съедят, παρλθ. χρ. съел, -ла, -ло παθ. μτχ. παρλθ. χρ. съеденный, βρ: -ден, -а, -оρ.σ.μ.1. τρώγω•съесть суп τρώγω σούπα•
съесть яблоко τρώγω μήλο.
|| μτφ. καταναλώνω, ζοδεύω• σπαταλώ. || μτφ. καταστρέφω, πνίγω, νετάρω, ξεκάνω.2. κατατρώγω•сукно съедено молью την τσόχα την έφαγε ο σκώρος.
|| κεντρώ, -ρίζω, τσιμπώ (για έντομα).3. βλ. есть 1 (2 σημ.).4. μαλώνω, επιπλήττω, επιτιμώ•тща совсем -ла его η πεθερά τον έφαγε με τη γκρίνια.
|| βασανίζω, τυραννώ•зависть -ла е την έφαγε η ζήλεια•
тоска -ла его η θλίψη (μαράζι) τον έφαγε.
5. υπομένω, ανέχομαι (ύβρη, προσβολή κ.τ.τ.).6. (απλ.) φθείρω τρίβοντας.εκφρ.съесть пилюлю – υπομένω αγόγγυστα προσβολή. -
8 терпеть
терплю, терпишь, παθ. μτχ. ενστ. терпимый, βρ: -пим, -а, -оρ.δ.1. υπομένω, υποφέρω, βαστώ, αντέχω, κρατώ•терпеть голод, холод αντέχω στην πείνα, στο κρύο•
терпеть боль βαστώ τον πόνο•
-и казак, атаманом будешь παρμ. η υπομονή κερδίζει τα πάντα.
|| ανέχομαι, σηκώνω•он не любит, а только -ит меня αυτός δεν αγαπά, αλλά μόνο με ανέχεται•
он не -ит шутки αυτός δε σηκώνει αστεία, με το αρνητ. μόριο не δεν επιτρέπω, δεν επιδέχομαι•
дело важное, не -ит отлагательство η υπόθεση είναι σοβαρή, δεν επιδέχεται αναβολή.
2. δοκιμάζω, περνώ, διέρχομαι•терпеть нужду περνώ φτώχεια (ανέχεια, ένδεια)•
-поражение δοκιμάζω ήττα•
терпеть неудачу δοκιμάζω αποτυχία•
терпеть фиаско δοκιμάζω φιάσκο•
терпеть лишения περνώ στερήσεις.
|| περιμένω, καρτερώ•дело не -ит η υπόθεση δεν περιμένει•
время не -ит ο καιρός δεν περιμένει•
время -ит ο καιρός περιμένει, υπάρχει ακόμα καιρός.
εκφρ.бумага всё -ит – το χαρτί όλα τα υπομένει (γράψε ό,τι καλό ή άσχημο θέλεις).ανέχομαι, υπομένω κλπ. ρ. ενεργ. φ. терпи, покуда -ится κράτα όσο μπορείς (να κρατήσεις). -
9 выдержать
выдержатьсов, выдерживать несов1. ἀντέχω, βαστώ, τά βγάζω πέρα·2. перен (вытерпеть) ἀντέχω, κρατῶ, ὑπομένω:3. (вино и т. ἡ.) ἀφήνω νά παλιώσει· ◊ это не выдерживает критики αὐτό δέν ἀντέχει στήν κριτική· выдержать экзамен πετυχαίνω στίς ἐξετάσεις· \выдержать несколько изданий ἐκδίδομαι πολλές φορές. -
10 выносить
вы́носить Iсов см. вынашивать.выноси́ть IIнесов1. βγάζω ἐξω, κουβα-λῶ, μεταφέρω/ ἀποκομίζω (уносить)/ ἐκ-βράζω, ρίχνω (выбрасывать течением)-2. (на обсуждение) ὑποβάλλω, θέτω γιά συζήτηση·3. (решение) ἐκδίδω, βγάζω:\выносить приговор ἐκδίδω (или βγάζω) ἀπόφαση· \выносить резолюцию ἐκδίδω ἀπόφαση, παίρνω ἀπόφαση·4. перен (терпеть, выдерживать) ἀνέχομαι, ὑποφέρω, ὑπομένω, ἀντέχω:\выносить жару́ ὑποφέρω τή ζέστη· он не выносит шу́ток δέν σηκώνει ἀστεΐα· ◊ не \выносить кого́-л. δέν ὑποφέρω κάποιον· \выносить убеждение σχηματίζω τήν πεποίθηση· \выносить впечатление ἀποκομίζω ἐντύπωση. -
11 выстрадать
выстрадатьсов1. ὑποφέρω, πάσχω, ὑπομένω·2. (достигнуть страданиями) κατορθώνω μέ κόπο καί μόχθο. -
12 вытерпеть
вытерпетьсов1. (перенести) ὑφίσταμαι, ὑπομένὠ2. (стерпеть, удержаться) συγκρατούμαι, κάνω ὑπομονή:не \вытерпеть δέν κρατιέμαι, δέν βαστῶ. -
13 перестрадать
перестрадатьсов ὑποφέρω, ὑπομένω, περνῶ ταλαιπωρίες, περνῶ κακουχίες. -
14 повременить
повременитьсов περιμένω λίγο, ὑπομένω. -
15 потерпеть
потерп||етьсов1. (проявить терпение) ὑπομένω, κάνω ὑπομονή·2. (испытывать, переносить) παθαίνω:\потерпеть кораблекрушение ναυαγώ, καραβοτσακίζομαν \потерпеть поражение νικώμαι, ήττῶμαι, ὑφίσταμαι ἡτταν \потерпеть неудачу ἀποτυχαίνω·3. (допускать) ἀνέχομαι, ἐπιτρέπω:я не \потерпетьлю этого δέν θά τό ἀνεχθώ αὐτό. -
16 претерпевать
претерпеватьнесов, претерпеть сов1. (переносить) τραβώ, ὑποφέρω, ὑπομένω, περνώ:\претерпевать лишения περνώ στερήσεις·2. (подвергаться) ὑφίσταμαι, παθαίνω:\претерпевать изменения ὑφίσταμαι ἀλλαγές. -
17 вытерпеть
[βύπρπιετ'] ρ. υπομένω -
18 вытерпеть
[βύπρπιετ'] ρ υπομένω -
19 выдержать
-жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выдержанный, βρ: -жан, -а, -о, ρ.σ.μ.1. αντέχω, βαστώ, κρατώ σηκώνω•лед -ит танк ο πάγος θα βαστάξει το τανκ•
мотор не -ит το μοτέρ δε θα σηκώσει.
2. αντέχω, υπομένω, υποφέρω ανέχομαι•руки не -ат τα χέρια δεν θ’ αντέξουν•
такой жизни она не -ла τέτοια ζωή αυτή δεν την υπόφερε•
выдержать пытки αντέχω τα βασανιστήρια•
выдержать осаду αντέχω στην πολιορκία•
она не -ла и засмеялась αυτή δεν κρατήθηκε και ξέσπασε στα γέλια•
выдержать экзамены πετυχαίνω στις εξετάσεις•
новая машина -ла испытание η καινούρια μηχανή άντεξε στη δοκιμή.
3. κρατώ, βαστώ, διατηρώ, αφήνω να παλιώσει•выдержать вино κρατώ κρασί να παλιώσει.
4. διατηρώ (ζώα) για εξάσκηση.εκφρ.выдержать несколько изданий – εκδίδομαι κάμποσες φορές (χάρη στην εξαιρετικότητα)•выдержать паузу – κάνω σκόπιμα παύση στο λόγο•выдержать роль – τηρώ απαρέγκλιτα•выдержать характер – κρατώ σταθερό χαρκτήρα. -
20 выдюжить
-жу, -жишь, ρ.σ. (διαλκ.) αντέχω, υπομένω, βαστώ, κρατώ.
См. также в других словарях:
ὑπομένω — stay behind pres subj act 1st sg ὑπομένω stay behind pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπομένω — ὑπομένω, ΝΜΑ [μένω] κάνω υπομονή, δείχνω εγκαρτέρηοτ|, υποφέρω ή ανέχομαι κάτι (α. «οι Έλληνες στρατιώτες που πολέμησαν στη Μικρά Ασία υπέμειναν πολλές κακουχίες» β. «δούλειον ζυγὸν ὑπομένειν», Πλάτ.) αρχ. 1. μένω πίσω («οἱ δ ἅμα πάντες… … Dictionary of Greek
υπομένω — υπομένω, υπέμεινα βλ. πίν. 178 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ὑπομενῶ — ὑπομένω stay behind fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπομένω — υπόμεινα, αμτβ. και μτβ., υποφέρω, ανέχομαι, αντέχω, βαστώ: Έπαθε πολλά, αλλά υπομένει αδιαμαρτύρητα. – Πώς τον υπομένεις τόσα χρόνια! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπομένετε — ὑπομένω stay behind pres imperat act 2nd pl ὑπομένω stay behind pres ind act 2nd pl ὑπομένω stay behind imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομένῃ — ὑπομένω stay behind pres subj mp 2nd sg ὑπομένω stay behind pres ind mp 2nd sg ὑπομένω stay behind pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομεινάντων — ὑπομένω stay behind aor part act masc/neut gen pl ὑπομένω stay behind aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομεμενηκότα — ὑπομένω stay behind perf part act neut nom/voc/acc pl ὑπομένω stay behind perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομεμένηκε — ὑπομένω stay behind perf imperat act 2nd sg ὑπομένω stay behind perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομεμένηκεν — ὑπομένω stay behind perf ind act 3rd sg ὑπομένω stay behind plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)