Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

υπολογίζω

  • 101 примерить

    ρ.σ.μ. προβάρω, κάνω πρόβα•

    платье κάνω πρόβα το φόρεμα.

    δοκιμάζω μετρώ, εκτιμώ, υπολογίζω•

    -лся и прыгнул через канаву εκτίμησε τις δυνάμεις του και πήδησε τον αύλακα.

    Большой русско-греческий словарь > примерить

  • 102 рассчитать

    -аю, -аешъ, παθ. μτχ. παρλθ. рассчитанный, βρ: -тан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. υπολογίζω, λογαριάζω•

    -ай, сколько выйдет на каждого λογάριασε, πόσο πέφτει στον καθένα•

    рассчитать стоимость товара λογαριάζω την αξία του εμπορεύματος•

    всё было -о όλα υπολογίστηκαν.

    || προορίζω•

    книга -а для детей το βιβλίο είναι για παιδιά.

    2. εξοφλώ (τον απολυόμενο)•

    рассчитать рабочего εξοφλώ τον εργάτη.

    3. αριθμώ κατά τη (γυμναστική) σύνταξη.
    1. ξεπλερώ-νω, εξοφλώ•

    рассчитать с долгами ξοφλώ με τα χρέη.

    2. απολύομαι, εξοφλώ οικονομικά με τον εργοδότη.
    3. μτφ. ανταποδίδω, εκδικούμαι, ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς.
    4. αριθμώ, μετρώ (κατά τη σύνταξη)•

    рассчитать по порядку номеров μετρώ κατ αύξοντα αριθμό.

    Большой русско-греческий словарь > рассчитать

  • 103 рассчитывать

    ρ.δ.
    1. βλ. рассчитать,
    2. σκοπεύω, έχω στο νου, προτίθεμαι• λογιάζω. || βασίζομαι, στηρίζομαι•

    рассчитывать на своих друзей υπολογίζω στους φίλους μου.

    3. υποθέτω.
    1. βλ. рассчитаться.
    2. λογοδοτώ, δίνω λογαριασμό• απολογούμαι•

    рассчитывать за свой поступки λογοδοτώ για τις πράξεις μου.

    Большой русско-греческий словарь > рассчитывать

  • 104 расчислить

    ρ.σ.μ. υπολογίζω,. καταμερίζω, κατανέμω.

    Большой русско-греческий словарь > расчислить

  • 105 смотреть

    смотрю, смотришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смотренный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. βλέπω, κοιτάζω, θωρώ• παρατηρώ•

    смотреть в дэль κοιτάζω μακριά στο βάθος•

    смотреть на часы κοιτάζω το ωρολόγι•

    смотреть в зеркало κοιτάζω στον καθρέφτη•

    смотреть в бинокль παρατηρώ με τη διόπτρα•

    новую кинокартину βλέπω νέα κινηματογραφική ταινία.

    || μτφ. σκέπτομαι, στοχάζομαι•

    смотреть в будущее κοιτάζω στο μέλλον.

    || μτφ. δίνω προσοχή•

    вы на это не -ите εσείς αυτό μην το κοιτάτε (μη δίνετε προσοχή).

    2. μτφ. ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι, προσέχω. || μτφ. θεωρώ, λογίζω. || υπολογίζω, υποθέτω.
    3. επιβλέπω, παρακολουθώ•

    смотреть за детьми κοιτάζω τα παιδιά.

    || εξετάζω•

    доктор -ел сольного ο γιατρός κοίταξε τον άρρωστο.

    || (παλ.) επιθεωρώ•

    генерал -ел полк ο στρατηγός επιθεώρησε το σύνταγμα.

    4. είμαι εστραμμένος•

    окна -ят в сад τα παράθυρα βλέπουν προς τον κήπο•

    пулемты -ят ва вражеские позиции τα πολυβόλα είναι εστραμμένα κατά των εχθρικών θέσεων.

    5. διαφαίνομαι, διακρίνομαι.
    6. με μερικά ουσ. σημαίνει: ομοιάζω• θυμίζω•

    смотреть зверем κοιτάζω σαν θηρίο•

    смотреть сентябрм μοιάζω με τον Σεπτέμβρη•

    смотреть сычом μοιάζω με το μπούφο.

    7. θέλω να γίνω•

    она в невесты смотретьит αυτή θέλει να γίνει νύφη (να παντρευτεί).

    8. προστκ. -и, -те κοίτα, -άτε: α) φυλάξου, πρόσεξε, β) σημαίνει θαυμασμό• για (ι)δές.
    9. προστκ.κ. 2ο πρόσ. ενστ. -ишь ως παρνθ. λ. α) βλέπε, βλέπεις• στο μεταξύ, β) πολύ πιθανόν, πιθανότατα.
    10. -ю, -им ως παρνθ. λ. βλέπω, -ομε• τι να δω, δούμε.
    εκφρ.
    смотреть в гроб (в могилу) – είμαι προς το τέλος, είμαι του θανατά•
    смотреть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•
    смотреть за собой – φροντίζω (περιποιούμαι) τον εαυτό μου•
    смотреть не на что – δεν. αξίζει να κοιτάζεις• смотреть (с надеждой) на кого-что στηρίζω τις ελπίδες στον, στο•
    смотреть смертиβλ. στη λ. смерть- -я как; -я где; -я когда κ.τ.τ. εξαρτάται από το πως, που, πότε•
    - я по чему – κρίνοντας από το ότι•
    что (чего) -ит? куда -ит! – τι κοιτάζει; που κοιτάζει; (γιατί δεν προσέχει, δε φροντίζει).
    1. κοιτάζομαι, βλέπομαι•

    смотреть в зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη.

    2. απρόσ. φαίνομαι• διακρίνομαι•

    фильм хорошо -ится το φιλμ καλά φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > смотреть

  • 106 судимость

    θ.
    καταδίκη, ποινή•

    снять -δεν υπολογίζω την ποινή•

    иметь две -и έχω δυο καταδίκες.

    Большой русско-греческий словарь > судимость

  • 107 счислить

    ρ.σ.μ. παλ. λογαριάζω• υπολογίζω.

    Большой русско-греческий словарь > счислить

  • 108 считать

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. считзняый, βρ: -тэл, -а, -о.
    1. αριθμώ μετρώ•

    считать до десяти μετρώ ως τα δέκα.

    2. μ. λογαριάζω•

    считать деньги μετρώ τα χρήματα•

    считать овец μετρώτα πρόβατα•

    считать на счтах λογαριάζω στο αριθμητήριο•

    считать температуру μετρώ τη θερμοκρασία•

    считать в километрах μετρώ σε χιλιόμετρα.

    || μτφ. (ανα) θυμούμαι, αναλογίζομαι•

    считать обиды αναλογίζομαι τις προσβολές•

    считать зло θυμούμαι το κακό ή την κακία.

    3. υπολογίζω. || θεωρώ, νομίζω, φρονώ• εκλαμβάνω•, что он прав νομίζω ότι αυτός έχει δίκιο•

    его считатьли умершим τον είχαν για πεθαμένο•

    нас за ни кого не -ют μας έχουν (θεωρούν) για τίποτε•

    считать своим долгом θεωρώ καθήκον μου.

    εκφρ.
    считать дни, часы, минуты – μετρώ τις μέρες, τις ώρες, τα λεπτά (περιμένω ανυπόμονα)•
    считать звзды – μετρώ τ αστέρια: α) ονειροπολώ, β) χαζεύω.
    1. μετρώ, λογαριάζω. || λογαριάζομαι, κάνω λογαριασμό με κάποιον. || βρίσκω λογαριασμό•

    считать нельзя να βρω λογαριασμόείναι αδύνατο (για πλήθος αντικειμένων).

    2. λαβαίνω (παίρνω) υπ όψη. || υπολογίζομαι, υπολήπτομαι.
    3. θεωρούμαι, λογίζομαι.
    4. ανήκω, είμαι γραμμένος στη δύναμη•

    я -юсь во втором батальоне ανήκω στο δεύτερο τάγμα.

    5. μετριέμαι, αριθμούμαι• λογαριάζομαι.
    ρ.σ.μ. διαβάζω, συγκρίνω κείμενο•

    считать гранку с рукописью συγκρίνω το δοκίμιο με το χειρόγραφο.

    Большой русско-греческий словарь > считать

  • 109 учесть

    учту, учтшь, παρλθ. χρ. учл
    -ла, учло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. учтнный, βρ:
    -тена, -тено,
    επιρ. μτχ. учтя
    ρ.σ.μ.
    λογαριάζω, καταμετρώ καταχωρώ, καταγράφω, λαβαίνω υπόψη υπολογίζω•

    учесть опыт прошлого παίρνω υπ όψη την πείρα του παρελθόντος•

    учесть все обстоятельства λαβαίνω υπόψη όλα τα περιστατικά•

    учесть обстановку παίρνω υπόψη την κατάσταση.

    εκφρ.
    учесть векселя – προεξοφλώ γραμμάτιο.

    Большой русско-греческий словарь > учесть

  • 110 oranlamak

    συγκρίνω, υπολογίζω

    Türkçe-Yunanca Sözlük > oranlamak

  • 111 apprécier

    1) απολαμβάνω
    2) εκτιμώ
    3) υπολογίζω

    Dictionnaire Français-Grec > apprécier

  • 112 calculer

    1) υπολογίζω
    2) λογαριάζω
    3) μετρώ

    Dictionnaire Français-Grec > calculer

  • 113 cenit

    1) εκτιμώ
    2) υπολογίζω

    Česká-řecký slovník > cenit

  • 114 ocenit

    1) εκτιμώ
    2) υπολογίζω

    Česká-řecký slovník > ocenit

  • 115 odhadnout

    1) δικάζω
    2) εκτιμώ
    3) υπολογίζω

    Česká-řecký slovník > odhadnout

  • 116 odhadovat

    1) δικάζω
    2) υπολογίζω

    Česká-řecký slovník > odhadovat

  • 117 počítat

    1) λογαριάζω
    2) μετρώ
    3) υπολογίζω

    Česká-řecký slovník > počítat

  • 118 propočítat

    1) λογαριάζω
    2) υπολογίζω

    Česká-řecký slovník > propočítat

  • 119 spočítat

    1) λογαριάζω
    2) μετρώ
    3) υπολογίζω

    Česká-řecký slovník > spočítat

  • 120 vykalkulovat

    1) λογαριάζω
    2) μετρώ
    3) υπολογίζω

    Česká-řecký slovník > vykalkulovat

См. также в других словарях:

  • υπολογίζω — υπολογίζω, υπολόγισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υπολογίζω — υπολόγισα, υπολογίστηκα, υπολογισμένος 1. λογαριάζω, αριθμώ και βρίσκω: Υπολογίζω το μισθό του σε χίλια ευρώ. 2. περιλαμβάνω στο λογαριασμό: Υπολόγισα και τα έξοδα φαγητού. 3. μτφ., παίρνω υπόψη μου, θεωρώ σπουδαίο, δίνω σημασία σε κάτι: Μην τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπολογίζω — ὑπολογίζομαι, ΝΑ [λογίζομαι] 1. κάνω υπολογισμό, λογαριάζω (α. «υπολόγισα τη βενζίνη που καίει το αυτοκίνητο κάθε εβδομάδα» β. «ὑπολογίζομαι εἰς τήν μίσθωσιν», επιγρ.) 2. λαμβάνω υπ όψιν, αποδίδω σημασία (α. «πρέπει να υπολογιστούν και οι… …   Dictionary of Greek

  • μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • λογίζομαι — και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) [λόγος] συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι»,… …   Dictionary of Greek

  • αριθμώ — (AM ἀριθμῶ, έω) απαριθμώ, μετρώ, υπολογίζω νεοελλ. 1. καθορίζω, χαρακτηρίζω κάτι με αριθμό 2. (για ομάδα ή σύνολο) περιλαμβάνω 3. υπολογίζω κατά προσέγγιση αρχ. 1. υπολογίζω τα χρέη μου, πληρώνω 2. θεωρώ, νομίζω 3. παθ. συγκαταλέγομαι,… …   Dictionary of Greek

  • συνυπολογίζω — Ν υπολογίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο, υπολογίζω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, συναριθμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + υπολογίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • όθομαι — ὄθομαι (Α) μεριμνώ για κάτι ή για κάποιον, προσέχω, φροντίζω ή υπολογίζω κάποιον («σέθεν οὐκ ἀλεγίζω οὐδ ὄθομαι κοτέοντος» δεν σέ υπολογίζω ούτε ενδιαφέρομαι για την οργή σου, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πολλοί, επικαλούμενοι την ερμηνεία …   Dictionary of Greek

  • αναλογίζομαι — (Α ἀναλογίζομαι) (Ν και αναλογιέμαι) 1. σκέφτομαι γεγονότα τού παρελθόντος, ξαναθυμάμαι, φέρνω στον νου μου, αναπολώ 2. σκέφτομαι κάτι που αναφέρεται στο μέλλον, υπολογίζω, λογαριάζω αρχ. 1. ανακεφαλαιώνω, συγκεφαλαιώνω 2. κάνω μαθηματικόν… …   Dictionary of Greek

  • αναμετρώ — ( έω) (Α ἀναμετρῶ) (Ν και άω) 1. μετρώ εκ νέου, ξαναμετρώ 2. μετρώ, υπολογίζω προσεκτικά 3. εξετάζω προσεκτικά, σταθμίζω, υπολογίζω, εκτιμώ 4. φέρνω στον νου μου, ανασκοπώ, αναλογίζομαι νεοελλ. μεσ. διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι αρχ. Ι. ενεργ., 1.… …   Dictionary of Greek

  • εναριθμώ — (Α ἐναριθμῶ, έω) 1. συγκαταριθμώ, συγκαταλέγω, συμπεριλαμβάνω, υπολογίζω («οὐκ οἰόμενοι δεῑν τὴν ἡδονὴν ἐναριθμεῑσθαι τοῑς ἀγαθοῑς», Αριστοτ.) 2. υπολογίζω, εκτιμώ, λογαριάζω 3. θεωρώ σπουδαίο, λογαριάζω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»