-
101 ἀνά-ληψις
ἀνά-ληψις, ἡ, 1) das Wiedererlangen, Plat. Tim. 52 e; τῆς ἀρχῆς Plut. Poplic. 9; Erwerben, ἐπιστήμης Tim. Locr. 100 c. – 2) das Wiedergutmachen, Thuc. 5, 65; mit ϑεραπεία verb., also Pflege u. Heilung, Pol. 3, 87; Genesung, Medic.; πόλεως, Wiederherstellung, Plnt. Caes. 57; – 3) παιδός, Annahme, Anerkennung, N. T.
-
102 ὑπ-εξ-ίστημι
ὑπ-εξ-ίστημι (s. ἵστημι), allmälig herausstellen, Sp. – Gew. med. nebst den intrans. tempp. des act., 1) darunter heraus- od. hervorgehen, unvermerkt hervorkommen, bes. aus einem Hinterhalte, Sp. – 2) ausweichen, aus dem Wege gehen, vermeiden, τινά, ὑπεκστῆναι βούλομαι τὸν λόγον Plat. Phil. 43 a; auch c. dat., οὔτε ὑπεκστήσεταί σοι ὁ δοῦλος Xen. Ath. 1, 9; u. absolut, ὑπεκστῆναι, Plut. Sol. 25. – 3) von einer Sache abstehen, keine Ansprüche auf sie machen, sie aufgeben, ὑπεξίστασϑαι τῆς ἀρχῆς, die Herrschaft abtreten, Her. 3, 83; auch ἄρχειν, Luc. Saturn. 6.
-
103 αναγκαιον
τό1) необходимость, настоятельная потребностьτὰ ἀναγκαῖα (τοῦ βίου) Xen., Isocr. — жизненные потребности
2) неизбежность(τὰ ἐκ θεοῦ ἀναγκαῖα Xen.)
3) принудительность(τῆς ἀρχῆς Thuc.)
4) нуждаὡς οῖόν τ΄ ἦν ἐξ ἀναγκαίου Thuc. — насколько позволяли трудные обстоятельства
5) темница, тюрьма Xen. -
104 αποχειροτονεω
1) (поднятием руки) голосовать против, отклонять(τι Arph.)
2) отменять голосованием(νόμοι ἀπεχειροτονήθησαν Dem.)
3) голосовать против избрания или за смещение, отводить(τινα и τινα τῆς ἀρχῆς Plut.)
4) постановлять, решать(τι μέ εἶναι Dem.)
5) голосовать против обвинения, выносить оправдательный приговор(τινος Dem.)
-
105 εσχατος
3 и 21) крайний, задний(θάλαμος Hom.; τάξις Soph.)
2) отдаленный, далекий, дальний, находящийся на краю света(Αἰθίοπες ἔσχατοι ἀνδρῶν Hom.; γᾶς τόπος Aesch.)
πρὸς τέν ἕω ἔ. Her. — самый восточный;ἔσχατοι τῆς ἀρχῆς Thuc. — обитающие в самых отдаленных областях государства3) находящийся с краю, крайний(Θρήϊκες ἔσχατοι ἄλλων Hom.; Νείλου κέρας Pind.)
4) конечный, последний, предельный(στήλη Soph.; τέλος καὴ πέρας Arst.)
5) верхнийἐσχάτη πυρά Soph. — верхушка могилы или насыпи
6) крайний, высший, доведенный до высшей степени, величайший(ἀδικία Plat.; δημοκρατία Arst.; κίνδυνος Dem.)
ἔσχατ΄ ἐσχάτων κακὰ λέγειν Soph. — осыпать величайшими оскорблениями;ἐσχάταις ἐλπίσιν Pind. — в отчаянном положении7) последний (по времени)(ἔ. Ἑλλήνων, Ῥωμαίων Plut.; ἡμέρα NT.)
ἔσχαται ῥίζαι ἐν Οἰδίπου δόμοις Soph. — последние отпрыски дома Эдипа8) перен. последний, презреннейшийτὸ λεγόμενον, Μυσῶν ὅ ἔ. Plat. — как говорится, последний из мисийцев
9) лог. меньшийὁ ἔ. ὅρος Arst. — меньшая (малая) посылка (силлогизма)
10) (наиболее) глубоко лежащий, глубоко расположенныйἔσχαται σάρκες Soph. — внутренние органы тела
11) худший, злейший, крайне тяжелый(πόνος καὴ ἀγών Xen.; ἀλγηδόνες Plat.). - см. тж. ἔσχατον и ἔσχατα
-
106 καθεξις
1) удерж(ив)ание, сохранение(τῆς ἀρχῆς Thuc.; μνήμη καὴ κ. Plut.)
2) задерживание, задержка(τοῦ πνεύματος Arst.)
3) сдерживание, подавление(τοῦ θυμοῦ Arst.)
-
107 κοσμιον
Iτό благопристойность, скромность Soph., Plat.IIτό1) украшение, знак отличия(τὰ κόσμια στρατηγικά Plut.)
2) знак достоинства или власти(τὰ τῆς ἀρχῆς κόσμια Diod.)
τὰ βασιλικὰ κόσμια Plut. — царские регалии -
108 μεταδιδωμι
1) уступать долю, уделять, передавать (с gen. part., реже acc.)(τινὴ τὸ τριτημόριόν τινος Her.; τι τῷ μέ ἔχοντι NT.)
μ. τινὴ τῇς ἀρχῆς Her. — уступить кому-л. часть своей власти;δεξάμενοι τοὺς Μινύας γῆς μετέδοσαν Her. — приняв миниев, (лакедемоняне) отвели (им) землю;τί ἡμῖν οὐ μεταδίδοτον τῶν λόγων ; Plat. — что же вы оба не даете нам участвовать в (вашей) беседе?2) сообщать, рассказыватьδόξης μετάδος Eur. — расскажи о (своем) намерении;
-
109 μεταληψις
- εως ἥ1) сопричастие, причастность(κάλλους τε καὴ δικαιοσύνης Plat.)
2) участиеλόγων μ. Plat. — участие в спорах, диалектические упражнения,
3) получение по преемству, наследование(τῆς ἀρχῆς Polyb.)
4) изменение, замена(τοῦ σχήματος Polyb.)
ἐκ μεταλήψεως Polyb. — (в связи) с заменой5) обмен(τινος ἀντί τινος Arst.)
6) принятие, вкушение (sc. βρωμάτων NT.)7) рит. металепс(ис) (фигура замены одного слова другим, напр., Ἥφαιστος вм. πῦρ)8) грам. замена буквы (напр., τοί вм. σοί)9) лог. (условное) принятие, положение, допущение(συλλογισμὸς κατὰ μετάληψιν Arst.)
-
110 μεταπεμπτος
2призванный, вызванный(οἱ τῶν ἐθνέων τύραννοι Her.)
ἐκ τῆς ἀρχῆς μ. Thuc. — (Алкивиад), будучи отозван (в Афины и отстранен) от командования -
111 περιληψις
- εως ἥ схватываниеἡ π. τῆς ἀρχῆς Arst. — содержание в себе (жизненного) начала
-
112 προκοπτω
(ион. тж. med.-pass.) идти вперед, продвигаться, преуспевать(ἐς τὸ πρόσω Her. и εἰς πρόσθεν Eur.; ἐν τοῖς μαθήμασιν Luc.; σοφίᾳ καὴ ἡλικίᾳ NT.)
ἀνωτέρω οὐδὲν τῶν πρηγμάτων προκοπτομένων Her. — тогда как дело нисколько не продвигалось вперед;τί δ΄ ἂν προκόπτοις ; Eur. — чего ты (этим) достигнешь?;τοῦ ναυτικοῦ μέγα μέρος π. Thuc. — значительно усилить флот;π. τινὴ τῆς ἀρχῆς Thuc. — способствовать усилению чьей-л. власти;π. τοῖς πλούτοις Diod. — богатеть;τὸ φυτὸν προκόπτει Arst. — растение произрастает;π. ἐπὴ τὸ χεῖρον NT. — погрязать во зле;ἥ νὺξ προέκοψεν NT. — ночь на исходе -
113 προσδεω
I[δέω I] привязывать, прикреплять(τοὺς κρίκους τῶν ἱστίων Her.; τὸ ξόανον τῇ βάσει Diod.)
IIпреимущ. med. προσδέομαι [δέω II]1) еще нуждаться, иметь потребностьλύπης τί προσδεῖς ; Eur. — какого горя еще тебе нужно?;
ἀκούσατε ὧν προσδεῖν δοκεῖ μοι Xen. — послушайте, что еще, по-моему, нужно;ἀνδρῶν προσδεῖ ἡμῖν impers. Xen. — у нас не хватает людей;διδασκαλίας ἂν ὡς οὐκ εἰδόσι προσέδει Thuc. — надо бы поучиться тем, кто (этого) не знает;οὐκέτι προσδεῖ ἐρέσθαι Plat. — не к чему больше спрашивать;ὀλίγα μὲν ἦλθον ἔχοντες χρήματα, πολλῶν δὲ προσεδεήθησαν Lys. — они взяли с собой немного денег, а нужно было им еще много2) еще желать, стремиться(προσδεῖσθαι τῆς ἀρχῆς Xen.)
3) просить, требоватьτὰ οἱ Δόλογκοι προσεδέοντο αὐτοῦ Her. — то, о чем просили его долонки -
114 προσδοκαω
ион. προσδοκέω (aor. προσεδόκησα)1) ожидать(νέον τι Soph.; ἐκεῖσε προσδόκα με Eur.)
2) ожидать, предполагать, думатьοἱ στρατιῶται προσεδόκων ἄγοντά τι σφίσιν ἥκειν Xen. — солдаты думали, что (Хирисоф) прибудет с чем-нибудь;
μηδεὴς ὑμῶν προσδοκησάτω ἄλλως Plat. — пусть никто из вас не рассчитывает ни на что другое;προσεδοκᾶτο (pass.) πάνυ πολλὰ ἐκ τῆς ἀρχῆς ἔχειν Lys. — полагали, что (Клеофонт) сильно нажился на своем посту -
115 αναχωρώ
(ε) αμετ.1) отправляться; отбывать; уезжать; уходить? 2) исходить из чего-л.;αναχωρων από της αρχής — исходя из принципа
-
116 εκβάλλω
(αόρ. εξέβαλον) 1. μετ.1) вынимать, извлекать; вытаскивать; вырывать;οδόντα — удалять зуб;2) прогонять, выгонять; изгонять; выводить (откуда-л.);3) отстранять (от должности и т. п.); лишать (звания, чина и т. п.); свергать;εκβάλλω της αρχής — отстранить от власти;
εκβάλλω του θρόνου — свергать с трона;
4) выкидывать; выбрасывать (тж. на сушу—о волнах);5) преждевременно родить, выкинуть; 6) подкидывать, подбрасывать (ребёнка); 7) издавать, испускать (крик); ронять, проливать (слёзы);εκβάλλ φωνήν — кричать;
εκβάλλω δάκρυα — пустить слезу, заплакать;
8) мор. выбрасывать, выкидывать за борт (груз);2. αμετ. впадать (о реке); выходить, заканчиваться (о канаве, ущелье и т.п.);η στενωπός εκβάλλει στην πεδιάδα — узкая дорога ведёт в долину
-
117 περιΰβριση
[-ις (-εως)] η1) ругань, ругательства; 2) юр. оскорбление;περιΰβριση της αρχής — оскорбление властей
-
118 διαγωνίζομαι
A contend, struggle against, τινί, πρός τινα, X.Mem.3.9.2, Cyr.1.6.26; ταῦτα δ. πρὸς ἀλλήλους ib. 1.2.12;τῷ Διὶ ὑπὲρ εὐδαιμονίας Epicur.Fr. 602
;ὑπὲρ τῆς ἀρχῆς D.H. 3.17
;περί τινος Luc.VH2.8
: abs.,μάχῃ δ. Th.5.10
;λόγῳ δ. Pl. Grg. 456b
, cf. 464e, D.7.8; finish a contest, of the Chorus, X.HG6.4.16; but, decide a contest,περί τινος Aeschin.3.132
:—[voice] Pass.,διηγώνισται Plu.2.556e
;πράξεις διαγωνισθεῖσαι Socr.Ep.30.9
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαγωνίζομαι
-
119 κάθεξις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάθεξις
-
120 κόσμιον
Aκ. ἡμέρας Secund.Sent.5
; τὰ τῆς ἀρχῆς κ. the insignia of office, D.S.38/9.16;τὰ βασιλικὰ κ. Plu.Demetr.45
;στρατηγικά Id.Ant.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόσμιον
См. также в других словарях:
-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… … Dictionary of Greek
διατήρησης, αρχή της- — Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική και αναφέρεται στην αρχή σύμφωνα με την οποία σε όλα τα φαινόμενα που αφορούν την εξέλιξη ενός κλειστού συστήματος στον χρόνο, ένα ή περισσότερα φυσικά μεγέθη διατηρούν σταθερή την τιμή τους. Ένας νόμος… … Dictionary of Greek
σχετικότητας, θεωρία της- — Στη φυσική είναι η θεωρία, ακριβέστερα γνωστή ως της περιορισμένης ή ειδικής σχετικότητας, που επεξεργάστηκε ο Αϊνστάιν το 1905 για να λύσει τη φαινομενική αντίφαση στην οποία είχε καταλήξει η μελέτη της ηλεκτροδυναμικής των κινουμένων σωμάτων,… … Dictionary of Greek
συμπληρωματικότητας, αρχή της- — Συνέπεια της αρχής της απροσδιοριστίας της κβαντικής μηχανικής. Η διατύπωση της οφείλεται στον Νιλς Μπορ, ενώ η γενίκευση και η επέκτασή της σε άλλες απόψεις στον ίδιο τον Μπορ και στη Σχολή της Κοπεγχάγης. Η αρχή της απροσδιοριστίας καθορίζει… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Επικρατείας, Συμβούλιο της– — Ονομασία που φέρει σε διάφορες χώρες το ανώτατο δικαστήριο διοικητικής δικαιοσύνης, στο οποίο έχουν ανατεθεί κατά κανόνα, εκτός από τις καθαυτό δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, και γνωμοδοτικά καθήκοντα, ως συμβουλευτικού οργάνου της διοίκησης.… … Dictionary of Greek
περιύβριση αρχής — Έγκλημα που διαπράττει όποιος εξυβρίζει, συκοφαντεί και γενικά εκ φράζεται περιφρονητικά για μια αρχή: δημόσια, δημοτική ή κοινοτική. Η π. α. προβλέπεται και τιμωρείται από το νόμο. Ο νόμος, τιμωρώντας την, έχει ως σκοπό να προστατέψει την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek