-
81 αὐτό-δορος
αὐτό-δορος ( δόρα), sammt der Haut, ταῦρον ὁλοκαυτεῖν Plut. Symp. 6, 8, 1.
-
82 αὐτό-δηλος
αὐτό-δηλος, von selbst deutlich, Aesch. Spt. 830.
-
83 αὐτό-μορφα
αὐτό-μορφα, τειχίσματα, von Natur gestaltet, Eur. Androm. frg. 29.
-
84 αὐτό-βουλος
αὐτό-βουλος, aus eigenem Willen, eigenmächtig, Aesch. Sept. 1044.
-
85 αὐτό-αλφα
-
86 αὐτό-μοιρος
αὐτό-μοιρος ( μοῖρα), Soph. frg. 249 bei Hesych., erkl. μονόμοιρος, ein eigenthümliches Geschick habend.
-
87 αὐτό-νομος
αὐτό-νομος, nach eigenen Gesetzen, also frei u. unabhängig lebend, Her. 8, 140, 1;Ἅιδαν καταβήσει Soph. Ant. 815; Sp.; bes. von Staaten, unabhängig, mit ἐλεύϑερος verbunden, öfter Dem.; πόλεις Pol. 4, 27; πολιτεία Plut. Rom. 27. – Von Thieren, frei weidend, ἀγέλαι ϑηρῶν Antip. Sid. 67 (VII, 8).
-
88 αὐτό-μολος
αὐτό-μολος (μολεῖν), ὁ, freiwillig, ohne Geheiß gehend, gew. der Ueberläufer, von Her. 3, 156 an oft; αὐτομόλως, verrätherisch, Soph. frg. 617. Bei den Pflanzen heißen αὐτόμολοι die aus der Wurzel treibenden Räuber, stolones.
-
89 αὐτό-θροα
-
90 αὐτό-λυσις
αὐτό-λυσις, ἡ, der Koppelstrick, an dem man Jagdhunde führt, Hesych.
-
91 αὐτό-λυτοι
αὐτό-λυτοι κύνες, Opp. Cyn. 4, 357, Koppelhunde, wo vor Schneider αὐτόλυγοι stand.
-
92 αὐτό-λυκοι
αὐτό-λυκοι, nach B. A. 466 πένητες, soll wohl αὐτολήκυϑοι heißen.
-
93 αὐτό-λιθος
αὐτό-λιθος, dasselbe, Conj. Hemsterh. zu Poll. 10, 120, wie Soph. frg. 133, für αὐτοχειλέσι ληκύϑοις.
-
94 αὐτό-ηδυ
αὐτό-ηδυ, τό, das Angenehme an u. für sich, Arist. top. 6, 8, 6, bei Bekk. zwei Wörter.
-
95 αὐτό-ληπτος
αὐτό-ληπτος, bei Apoll. Lex. Erkl. von αὐτάγρετος.
-
96 αὐτό-θηκτον
αὐτό-θηκτον, ξίφος, selbst geschärft, Aesch. frg. 377.
-
97 αὐτό-λογος
αὐτό-λογος, das Wort selbst, K. S.
-
98 αὐτο-πρός-ωπος
αὐτο-πρός-ωπος ( πρόςωπον), in eigener Person, ohne Maske, ὑποκρίτης Ath. X, 452 f; κάλλος Luc. Tim. 27; λέγειν, in eigener Person sprechen, lup. trag. 29; Ggstz δι' ἐπιστολῆς Synes.; τὰ αὐτοπρόςωπα, sc. συγγράμματα, den διαλογικά u. ἐξωτερικά entgegengesetzt, wo der Verfasser in eigener Person lehrend auftritt, Sp.
-
99 αὐτο-πρεπής
αὐτο-πρεπής, H. h. Merc. 86, corrumpirt, Wolf ὁδὸν αὐτοτροπήσας, w. m. f.; Herm. emend. ὁδὸν ἀντιτορήσων, der Bahn brechen will.
-
100 αὐτο-προς-ωπέω
αὐτο-προς-ωπέω, persönlich sein, Clem. Al.
См. также в других словарях:
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek
αυτο- — (από την αντων. αυτός), α’ συνθετ. λόγιων λέξεων: αυτο διοίκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αὐτὸ δείξει τὸ ἔργον. — См. Дело само за себя говорит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αὐτὸ δὲ σιγᾶν ὁμολογοῦντός ἐστί σου. — См. Молчание знак согласия … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αὐτό — αὐτός self neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὑτό — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποίησον ἀγαθόν καὶ ῥίψον αὐτὸ εἰσ τὴν θάλασσαν. — См. За добро не жди добра … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μουσείο Διονυσίου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων (Ζακύνθου) — Αυτό το σημαντικό για τη Ζάκυνθο ιστορικό μουσείο λειτουργεί από το 1966, σε ένα κτίριο που χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1953 στη θέση του ναού του Παντοκράτορα, ο οποίος καταστράφηκε (πλατεία Αγίου Μάρκου). Το 1992 άρχισαν οι εργασίες… … Dictionary of Greek
άκουσμα — Αυτό που ακούμε· επίσης, η φήμη. Στον πληθυντικό α. λέγονται οι συνθηματικές λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούσαν οι μύστες των πυθαγορείων ως σημεία μεταξύ τους αναγνώρισης. * * * το (Α ἄκουσμα) 1. αυτό που πληροφορείται κανείς με την ακοή 2.… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μυκηναϊκού Αποικισμού της Κύπρου — Αυτό το πρωτότυπο μουσείο χτίστηκε για να θυμίζει το μυκηναϊκό αποικισμό του 12ου π.Χ. αι. στη μικρή και άγονη χερσόνησο της Μάας, στη δυτική ακτή της Κύπρου, κοντά στην Πάφο. Μετά την κατάρρευση των κυριότερων κέντρων του μυκηναϊκού πολιτισμού… … Dictionary of Greek
καὐτό — αὐτό , αὐτός self neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)