Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τὰ+φαινόμενα

См. также в других словарях:

  • θερμομαγνητικά φαινόμενα — Φαινόμενα που οφείλονται στην επίδραση μαγνητικού πεδίου πάνω στα κινούμενα σωματίδια, μέσα σε αγωγούς και ημιαγωγούς στους οποίους υπάρχει βαθμίδα θερμοκρασίας, δηλαδή διαφορετική τιμή θερμοκρασίας σε δύο ξεχωριστές περιοχές του σώματος που… …   Dictionary of Greek

  • φαινόμενα — φαίνω A ren. pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τὰ μὴ φαινόμενα πρόσωπα ταχέως εἰς λήθην ἔρχονται. — τὰ μὴ φαινόμενα πρόσωπα ταχέως εἰς λήθην ἔρχονται. См. С глаз долой из памяти вон …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • αιτιοκρατικά φαινόμενα — Τα φαινόμενα που εξελίσσονται με βάση φυσικούς νομούς. Βλ. λ. κυβερνητική …   Dictionary of Greek

  • ανακλαστικά — Φαινόμενα της φυσιολογίας του νευρικού συστήματος. Η ανάκλαση έχει θεμελιώδη σημασία στη λειτουργία του νευρικού συστήματος· το μεγαλύτερο μέρος των φαινομένων της ζωής δεν θα υπήρχαν χωρίς τα α. Το α. μπορεί να οριστεί ως ακούσια κίνηση που… …   Dictionary of Greek

  • φαινομένας — φαινομένᾱς , φαίνω A ren. pres part mp fem acc pl φαινομένᾱς , φαίνω A ren. pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαινομέναι — φαινομένᾱͅ , φαίνω A ren. pres part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαινομέναν — φαινομένᾱν , φαίνω A ren. pres part mp fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαινόμεν' — φαινόμενα , φαίνω A ren. pres part mp neut nom/voc/acc pl φαινόμενε , φαίνω A ren. pres part mp masc voc sg φαινόμεναι , φαίνω A ren. pres part mp fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»