-
21 τύχη
1) možnost2) naděje3) příležitost4) šance5) štěstí6) úspěch7) zdar -
22 τύχη
1) chance2) luckΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τύχη
-
23 Η τύχη βοηθά τους τολμηρούς
• Судьба помогает смелымИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η τύχη βοηθά τους τολμηρούς
-
24 για καλή (του) τύχη
за cреќаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > για καλή (του) τύχη
-
25 baht
τύχη -
26 luck
τύχη -
27 τύχηι
τύχῃ, τύχηactfem dat sg (attic epic ionic)τύχῃ, τυγχάνωhappen to be at: aor subj mp 2nd sgτύχῃ, τυγχάνωhappen to be at: aor subj act 3rd sg -
28 Τύχαι
Τύχηactfem nom /voc plΤύχᾱͅ, Τύχηactfem dat sg (doric aeolic) -
29 Τύχηι
Τύχῃ, Τύχηactfem dat sg (attic epic ionic) -
30 Τύχης
-
31 τύχαι
τύχηactfem nom /voc plτύχᾱͅ, τύχηactfem dat sg (doric aeolic) -
32 τύχης
τύχηactfem gen sg (attic epic ionic)——————τύχηactfem dat pl (epic)τυγχάνωhappen to be at: aor subj act 2nd sg -
33 Τύχαις
Τύχηactfem dat pl -
34 Τύχαισι
Τύχηactfem dat pl (epic ionic aeolic) -
35 Τύχαισιν
Τύχηactfem dat pl (epic ionic aeolic) -
36 Τύχην
Τύχηactfem acc sg (attic epic ionic) -
37 τύχαις
τύχηactfem dat pl -
38 τύχαισι
τύχηactfem dat pl (epic ionic aeolic) -
39 τύχαισιν
τύχηactfem dat pl (epic ionic aeolic) -
40 τύχην
τύχηactfem acc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
Τύχη — act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύχη — act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τύχῃ — Τύχη act fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύχῃ — τύχη act fem dat sg (attic epic ionic) τυγχάνω happen to be at aor subj mp 2nd sg τυγχάνω happen to be at aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύχη — Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη. * * * η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τύχα … Dictionary of Greek
τύχη — η 1. σύμπτωση απρόοπτων γεγονότων: Πήρα αυτό το δρόμο στην τύχη. 2. καλοτυχία, ευτυχία: Είχα την τύχη ν αγοράσω αυτό το οικόπεδο. 3. κακοτυχία, ατυχία, δυστυχία: Είχε την τύχη να χάσει τα χρήματα και να χάσει και τη δουλειά του. 4. η μοίρα, το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τύχη — Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη. * * * η, ΝΜΑ μυθ. θεά… … Dictionary of Greek
Γνώμη γὰρ οὐδέν ἐστιν, ἡ τύχη δὲ πᾶν. — γνώμη γὰρ οὐδέν ἐστιν, ἡ τύχη δὲ πᾶν. См. Не родись красив, а родись счастлив … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πάντα ταῦτα γὰρ τύχη δίδωσι καὶ παραιρεῖται πάλιν. — πάντα ταῦτα γὰρ τύχη δίδωσι καὶ παραιρεῖται πάλιν. См. Счастью не вовсе верь! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τυφλὸν δὲ καὶ δύστηνον ἀνθρώποις τύχη. — τυφλὸν δὲ καὶ δύστηνον ἀνθρώποις τύχη. См. Слепое счастие … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀγαθῇ τύχῃ. — См. В добрый час молвить … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)