Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τό+τρίξιμο+των

  • 1 треск

    треск
    м
    1. τό τρίξιμο[ν], ὁ τριγμός:
    \треск су́чьев τό τρίξιμο των κλαδιών \треск кузнечиков τό τριζόνισμα· \треск выстрелов τό κροτάλισμα τών πυροβολισμών \треск барабана ἡ τυμπανοκρουσία· \треск мотора ὁ κρότος τοῦ μοτέρ·
    2. (шумиха) ὁ θόρυβος, ἡ φασαρία, ὁ πάταγος:
    с \треском выгнать διώχνω μετά μουσικής, διώχνω κακήν-κακώς· ◊ с \треском провалиться ἀποτυγχάνω παταγωδώς.

    Русско-новогреческий словарь > треск

  • 2 скрип

    α.
    τριγμός, τρίξιμο•

    скрип колс το τρίξιμο των τροχών.

    Большой русско-греческий словарь > скрип

  • 3 треск

    α.
    1. τρίξιμο, τριγμός•

    треск льда τρίξιμο το πάγου.

    || κρότος•

    треск ружейных выстрелов ο κρότος των πυροβολισμών•

    пулемётный треск ο κρότος των πολυβόλων•

    треск мотора κρότος του κινητήρα•

    треск грома η βροντή, το μπουμπούνισμα•

    треск барабана το τυμπάνισμα•

    треск кузнечника τριζόνισμα.

    2. μτφ. θόρυβος, φασαρία• πάταγος.
    3. μτφ. μεγαληγορία, μεγαλορρημοσύνη• μαγαλαυχία.
    εκφρ.
    с -ом провалиться – αποτυχαίνω παταγωδώς•
    с -ом выгнать – διώχνω κακήν-κακώς.

    Большой русско-греческий словарь > треск

  • 4 скрежет

    скрежет
    м τό τρίξιμο:
    \скрежет зубо́в τό τρίξιμο (или ὁ τριγμός) τῶν δοντιών.

    Русско-новогреческий словарь > скрежет

См. также в других словарях:

  • κριγή — κριγή, ἡ (Α) 1. το τρίξιμο τών δοντιών 2. το τρίξιμο που έκανε, κατά τις αρχαίες δοξασίες, η ψυχή όταν αποχωριζόταν από το σώμα 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ γλαῡξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. σχηματισμός τού κρίζω < θ. κριγ (πρβλ. ἔ κριγ ον, αόρ. β τού …   Dictionary of Greek

  • άραβος — ἄραβος, ο (Α) 1. το τρίξιμο των δοντιών 2. κρότος, χτύπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. άραδος) με επίθημα βος, η οποία ανήκει στη σημασιολογική ομάδα των λέξεων που δηλώνουν θόρυβο. Πρόκειται για εκφραστικές λέξεις, των οποίων η ετυμολογία …   Dictionary of Greek

  • βρυγμός — ο (AM βρυγμός) [βρύκω] το τρίξιμο των δοντιών (αρχ. μσν.) ο βρυχηθμός …   Dictionary of Greek

  • βρυχή — βρυχή, η (Α) 1. το τρίξιμο των δοντιών 2. ο βρυχηθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρύχω με τη σημ. 1. και < βρυχώμαι με υποχωρητικό σχηματισμό με τη σημ. 2.] …   Dictionary of Greek

  • βρυχομανία — η η συνήθεια να τρίζει κανείς τα δόντια του, κυρίως στον ύπνο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρυχή «τρίξιμο των δοντιών» + μανία] …   Dictionary of Greek

  • κρουσμός — (I) ο [κρούζω] σύγχυση φρενών, φρενοβλάβεια. (II) κρουσμός, ὁ (AM) μσν. χτύπημα, σύγκρουση αρχ. 1. η κρούση έγχορδου οργάνου 2. φρ. «κρουσμὸς ὀδόντων» τρίξιμο τών δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ τού κρούω (πρβλ. αόρ. ἔ κρουσ α) + κατάλ. μός (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • οδοντισμός — ὀδοντισμός, ὁ (Α) [οδοντίζω] τρόπος με τον οποίο έπαιζαν τον αυλό μιμούμενοι το τρίξιμο τών δοντιών τού φιδιού Πύθωνα …   Dictionary of Greek

  • πρίσις — ίσεως, ἡ, Α [πρίω] 1. η ενέργεια τού πρίω, πριόνισμα 2. (στη χειρουργική) διάτρηση με πριονοειδές τρύπανο 3. φρ. «πρῑσις ὀδόντων» τριγμός, τρίξιμο τών δοντιών από οργή ή ως σύμπτωμα νόσου …   Dictionary of Greek

  • Αφσεέγκο, Βασίλι Γρηγορίεβιτς — (1842 1911). Ρώσος λογοτέχνης και κριτικός. Γεννήθηκε και έζησε στην Πετρούπολη, όπου και ανέπτυξε μεγάλη λογοτεχνική δραστηριότητα. Τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του έζησε και στο Κίεβο, όπου σπούδασε φιλολογία. Στο πανεπιστήμιο δίδαξε το… …   Dictionary of Greek

  • τριγμός — τριγμός, ο και τρισμός, ο τρίξιμο, ήχος από προστριβή δύο σκληρών σωμάτων: Τριγμός των δοντιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»