-
1 λογοδαιδαλία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογοδαιδαλία
-
2 λογοδαίδαλος
λογο-δαίδᾰλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογοδαίδαλος
-
3 λογοδεής
λογο-δεής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογοδεής
-
4 λογόδειπνον
λογό-δειπνον, τό,A feast of words, learned banquet, Ath.1.b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογόδειπνον
-
5 λογοδιάρροια
λογο-διάρροια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογοδιάρροια
-
6 λογοδιδάσκαλος
λογο-δῐδάσκᾰλος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογοδιδάσκαλος
-
7 λογοείδεια
λογο-είδεια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογοείδεια
-
8 λογοειδής
λογο-ειδής, ές,A prose-like, prosaic, στίχος Sch.Heph.p.292 C., cf. Hermog.Id.1.3 ([comp] Comp.), Eust.718.25, etc.; τὸ λ. prose, D.L.7.60; but also, command of language, Philostr. VA1.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογοειδής
-
9 λογοθεσία
λογο-θεσία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογοθεσία
-
10 λογοθέσιος
λογο-θέσιος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογοθέσιος
-
11 λογοθετέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογοθετέω
-
12 λογοθέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογοθέτης
-
13 λογοθεώρητος
λογο-θεώρητος, ον,A to be apprehended by the intellect alone, of the pores, Cael. Aur.TP3.2.19, CP2.16, cf. Cic. ap. Macr.Sat.2.3.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογοθεώρητος
-
14 λογοθήρας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογοθήρας
-
15 λογοϊατρεία
λογο-ϊατρεία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογοϊατρεία
-
16 λογοκλοπία
λογο-κλοπία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογοκλοπία
-
17 λογολεσχέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογολεσχέω
-
18 λογολέσχης
A prater, AP11.140 (Lucill.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογολέσχης
-
19 λογομάγειρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογομάγειρος
-
20 λογομανέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογομανέω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… … Dictionary of Greek
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek