Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τό+γε+ἐπ'+ἐκείνῳ+εἶναι

  • 1 εκείνος

    η, ο, (ε)κειός, ά, ο αντων.
    1) тот; τω καιρώ εκείνω в то время;

    εκείνος εκεί ( — или εκείν δα) — вон тот;

    μην ξεχνάς εκείνο πού σού είπα — не забывай того, что я тебе сказал;

    τί καλά χρόνια ήταν εκείνα! — какое это было чудесное время!;

    τί ήταν εκείνο το κακό πού μάς βρήκε! — какое несчастье нам пришлось тогда пережить!;

    ο μέγας εκείνος ποιητής — этот выдающийся поэт;

    2) он;

    εκείνος είναι — это он;

    § εξ εκείνου ( — или απ' εκείνου) — с того времени, с того момента;

    μετ' εκείνα — или κατόπιν εκείνων — после этого

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκείνος

См. также в других словарях:

  • κότσυφας — Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων παμφάγων πτηνών του γένους Turdus, της οικογένειας των τουρδιδών. Πολύ κοινό είδος στην Ευρώπη είναι το μαύρο κοτσύφι (Turdus merula), μήκους περίπου 26 εκ., με τα 12 εκ. να ανήκουν στην ουρά. Το αρσενικό έχει… …   Dictionary of Greek

  • «АРЕОПАГИТИКИ» — [лат. Сorpus Areopagiticum Ареопагитский корпус], собрание богословских текстов на греч. языке, приписывавшееся св. Дионисию Ареопагиту. Проблема авторства Сборник, получивший название «А.», до нач. VI в. не был известен. Впервые вслед за Севиром …   Православная энциклопедия

  • τοπικός — ή, ό / τοπικός, ή, όν, ΝΜΑ [τόπος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε έναν συγκεκριμένο τόπο ή που προέρχεται από αυτόν (α. «τοπικά ζητήματα» β. «τοπικὴ δυναστεία», πάπ. γ. «τοπικαὶ φυλαί», Διον. Αλ.) 2. αυτός που εντοπίζεται ή αναφέρεται σε ένα …   Dictionary of Greek

  • φορώ — (I) φορῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. φοράω Ν βάζω επάνω μου ένδυμα, κόσμημα, όπλο ή άλλο αντικείμενο, ντύνομαι, φέρω (α. «φορούν νεραϊδογνέματα και πολυτρίχια», Γρυπ. β. «το γελεκάκι που φορείς...», λαϊκ. τραγούδι γ. «φοράει χρυσά δόντια» δ.… …   Dictionary of Greek

  • Νικολαΐδης, Μελής — (Λάρνακα 1898 – Αθήνα 1979). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Διετέλεσε διευθυντής της κυπριακής εφημερίδας Ηχώ. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1928. Το 1936 40 και 1952 54 διεύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό Πνευματική Ζωή. Από τα βιβλία του τα… …   Dictionary of Greek

  • ДАВИД ДИСИПАТ — ДИСИПАТ [греч. Ϫαυΐδ, Ϫαβὶδ Ϫισύπατος] († между 1347 и 1354), мон., богослов, сторонник учения свт. Григория Паламы. С. Петридис (см.: Pétridès S. David et Gabriel, hymnographes // EO. 1905. Vol. 8. P. 299) предположил возможность отождествления… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»