-
1 τροχ-ηλασία
τροχ-ηλασία, ἡ, das Wagenlenken, Fahren, überh. Bewegung, Hippocr.
-
2 τροχ-ηλατέω
τροχ-ηλατέω, 1) den Wagen lenken, fahren. – 2) auf dem Rade martern, übh. martern, quälen, auch übertr., μανίαισι τροχηλατεῖν τινα Eur. Or. 36, δειναὶ κῆρες τροχηλατήσουσ' ἐμμανῆ πλανώμενον El. 1253.
-
3 τροχ-ηλάτης
τροχ-ηλάτης, ὁ, eigtl. der die Räder lenkt, d. i. der den Wagen lenkt, der Wagenlenker, Fuhrmann; Soph. O. R. 806 Eur. Phoen. 39.
-
4 τροχ-ήλατος
τροχ-ήλατος, 1) vom Rade am Wagen gezogen, getrieben, δίφροι, Soph. El. 49; σκηναί, Aesch. Pers. 926; auch vom Wege, der durch die Wagen abgerieben ist, frg. 161; Eur. μανία, I. T. 82; der auch vrbdt σφαγὰς Ἕκτορος τροχηλάτους, der Mord des mit dem Wagen geschleiften Hektors, Andr. 399. – 2) auf der Töpferscheibe gedreht, getrieben, λοπάς Xenarch. bei Ath. II, 64, λύχνος Ar. Eccl. 1.
-
5 τροχ-ώδης
τροχ-ώδης, ες, rad-, kreisförmig, rund, Apoll. L. H. v. ὀλοοίτροχοι, wie Schol. Nic. Th. 167.
-
6 τρόχασμα
A course, running, App.Anth.6.193 (pl.): also [suff] τροχ-ασμός, ὁ, Hippiatr.42 (pl.), Hsch. s.v. ὑπὸ δρόμον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρόχασμα
-
7 τροχαστής
A one who works a water-wheel, PKlein.Form.1197 (vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχαστής
-
8 τροχαστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχαστικός
-
9 τροχάω
τροχ-άω, [dialect] Ep. form of τροχάζω, Arat. 1105, APl.4.275 (Posidipp.), Anacreont.29.6, etc.; of the stars,A revolve, Arat.227. -
10 τροχειλέα
A v. τροχιλεία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχειλέα
-
11 τροχελλέα
A v. τροχιλεία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχελλέα
-
12 τροχεός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχεός
-
13 τροχερός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχερός
-
14 τροχεύομαι
τροχ-εύομαι, = Lat.A rotor, Dosith.p.432K.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχεύομαι
-
15 τροχεῖον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχεῖον
-
16 τροχή
-
17 τρόχιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρόχιμος
-
18 τρόχιον
τρόχ-ιον, τό, Dim. of τροχός, IG42(1).102.292 (Epid., iv B. C.), 22.1548.4, 1550.4, Hero Aut.10.2, Spir.1.16; cf. τροχεῖον,A rotella, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρόχιον
-
19 τροχιός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχιός
-
20 τρόχις
τρόχ-ις, ὁ,
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… … Dictionary of Greek
Υλεύς — έως, ὁ, Α όνομα σκύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + επίθημα εύς (πρβλ. τροχ εύς)] … Dictionary of Greek
ζυγάδην — (Α) επίρρ. κατά ζεύγη, ζευγαρωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + κατάλ. άδην, πρβλ. δρομ άδην, τροχ άδην] … Dictionary of Greek
κιρκήλατος — κιρκήλατος, ον (Α) αυτός που καταδιώκεται από τον κίρκο («κιρκηλάτου ἀηδόνος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κίρκος + ήλατος (< ἐλαύνω «οδηγώ, διώκω»), πρβλ. ιππ ήλατος, τροχ ήλατος. Το η λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
κλαδίσκος — ο (Α κλαδίσκος) μικρός κλάδος, κλαδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι) + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. τροχ ίσκος, υπαλληλίσκος)] … Dictionary of Greek
κραδαλός — κραδαλός, ή, όν (Α) αυτός που κραδαίνεται εύκολα, ευκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη με σημ. «το άκρο τού κλαδιού (που σείεται)» + επίθημα αλό ς (πρβλ. ομ αλός, τροχ αλός)] … Dictionary of Greek
κρικηλασία — η (Α κρικηλασία) είδος παιδικού παιχνιδιού, το τσέρκι, το στεφάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίκος + ηλασία (< ηλάτης < ἐλαύνω. Το η τού τ. οφείλεται στον νόμο τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. κωπ ηλασία, τροχ ηλασία)] … Dictionary of Greek
κρυφάδην — και κρυφάδις και βοιωτ. τ. κρουφάδαν (Α) επίρρ. κρυφά, μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφα + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. νομ άδην, τροχ άδην)] … Dictionary of Greek
κωπήλατος — η, ο (Α κωπήλατος, ον) νεοελλ. αυτός που κινείται με κουπιά («κωπήλατο σκάφος») αρχ. αυτός που μοιάζει με κουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ ήλατος, τροχ ήλατος. Το η λόγω τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
λοχάδην — (Α) επίρρ. δόλια, προδοτικά, με ενέδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «ενέδρα, παγίδα» + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. νομ άδην, τροχ άδην)] … Dictionary of Greek
λυκήλατος — λυκήλατος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) το χέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + ήλατος (< ἐλατός < ἐλαύνω), πρβλ. θε ήλατος, τροχ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek