-
41 плюсование
(ткани, кожи) о εμποτι-σμός/το (εμ)πότισμα (των υφασμάτων, δερμάτων σε χημικά διαλύματα πριν το βάψιμο), -ть (ткань, кожу) εμποτίζω (το ύφασμα ή το δέρμα σε χημικά διαλύματα πριν το βάψιμο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плюсование
-
42 прорезинивать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прорезинивать
-
43 раскроить
(ткань, кожу) κόβω (το ύφασμα, το δέρμα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раскроить
-
44 репс
текст. το χονδρό ύφασμα με λεπτές γραμμές/ραβδώσεις.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > репс
-
45 суровьё
текст. το χονδρό ακατέργαστο ύφασμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > суровьё
-
46 тафта
текст. το βαμβακερό ύφασμα (με εγκάρσιες ραβδούλες), ο ταφτάς (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тафта
-
47 тик
I.(древесина) τεκτονία η μείζων, разг. το τηκ (ξεν.).II.мед. το τικ, ο μιμικός σπασμός, η αφύσικη επαναλαμβανόμενη σύσπαση των μύων (προσώπου, χεριών, λαιμού κ.λπ.).III.(ткань) το ύφασμα με διαμήκεις λωρίδες (για στρώματα κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тик
-
48 ткань
1. (текст., тех.) το ύφασμαцветная - χρωματιστό -, το εμπριμέ (ξεν.)2. биол. о ιστόςжировая - λιπώδης/στεατώδης -пещеристая - анат. σπηλαιώδης -эпителиальная - анат. см. эпителийРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ткань
-
49 фай
текст. το χοντρό μεταξωτό ή μάλλινο ύφασμα με διαγώνιες αυλακιές.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фай
-
50 файдешин
текст. το πολύ λεπτό μεταξωτό ύφασμα ανώτατης ποιότητας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > файдешин
-
51 фанг
(текст) το πλεκτό ύφασμα χωρίς ορθή και ανάποδη πλευρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фанг
-
52 флагдук
мор. το ύφασμα της σημαίαςτο σαλίη σακκελίςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > флагдук
-
53 фланель
текст. η φανέλα (ύφασμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фланель
-
54 бобрик
бобрикм (ткань) τό καστόρι (ύφασμα); ◊ стрижка \бобриком τό κούρεμα καρρέ, τά μαλλιά καρρέ. -
55 бязь
бязьж τό βαμβακερό[ν] ὗφασμα. -
56 водонепроницаемый
водонепроницаем||ыйприл ὑδατοστεγής, ὑδροστε-γής, στεγανός/ ἀδιάβροχος (непромокаемый):\водонепроницаемыйая ткань τό ἀδιάβροχο ϋφασμα· \водонепроницаемыйая переборка мор. τά στεγανά (πλοίου). -
57 выходить
выходи́ть Iнесов1. βγαίνω, ἐξέρχομαι/ κατεβαίνω, κατέρχομαι (из вагона, самолета, экипажа)/ φεύγω (покидать)/ περνώ, μεταβαίνω (в другое помещение):\выходить на у́лицу βγαίνω (или κατεβαίνω) στό δρόμο· \выходить в море βγαίνω στό πέλαγος, στ· ἀνοιχτἄ \выходить из порта βγαίνω ἀπ' τό λιμάνί \выходить из окружения воен. διασπώ τήν περικύκλωση, διασπώ τόν κλοιό· \выходить из-за стола σηκώνομαι ἀπό τό τραπέζι·2. (появляться) φαίνομαι/ δημοσιεύομαι, ἐκδίδομαι (о книге):\выходить на сцену βγαίνω, ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι στή σκηνή· \выходить на работу πηγαίνω στήν δουλειά·3. (израсходоваться) ξοδεύομαι, καταναλίσκομαι·4. (удаваться) καταφέρνω, ἐπιτυγχάνω:э́то у меня хорошо́ выходит αὐτό τό καταφέρνω καλά·5. (получаться) γίνομαι, βγαίνω:из него́ выйдет хороший механик αὐτός θά γίνει (илива βγή) καλός μηχανικός· из э́того куска выходит два платья ἀπό ἕνα κομμάτι ὕφασμα βγαίνουν δύο φορέματά из £того ничего не выходит ἀπ' αὐτό δέν βγαίνει τίποτε·6. (из какой-л. среды) προέρχομαι, κατάγομαι·7. (выбывать) ἀποχωρώ, βγαίνω, ἐγκαταλείπω:\выходить из игры βγαίνω ἀπ· τό παιγνίδι· \выходить из строя (о машине) ἀχρηστεύομαι· \выходить в тираж (об облигации) ἀπο-σβύνομαΓ \выходить в отставку παραιτούμαι, ἀποστρατεύομαι18. (об окне, двери и т. п.) βγαίνω, βγάζω κάπου, βλέπω κἀπου:окно выходит во двор тб παράθυρο βλέπει στήν αὐλή· ◊ \выходить замуж παντρεύομαι· \выходить из затруднения βγαίνω ἀπ' τή δυσκολία· \выходить из терпения χάνω τήν ὑπομονή· \выходить из себя γίνομαι ἔξω φρενών, παραφέρομαί \выходить из моды πάβω νά εἶμαι τής μόδας· \выходить из берегов πλημμυρίζω· выходит, что... πάει νά πεῖ πώς...· не выходит из головы δέν βγαίνει ἀπό τό κεφάλι μου (или ἀπό τόν νοῦ μου).вы́ходить IIсов см. выхаживать. -
58 грубошерстный
грубошерстн||ыйприл χοντρόμαλλος, ἀπό χοντρό μαλλί:\грубошерстныйая ткань τό ὑφασμα ἀπό χοντρό μαλλί. -
59 двусторонней
двустороннейприл1. δίπλευρος, διπλούς, διμερής:\двустороннейее воспаление легких ἡ διπλή περιπνευμονία· \двустороннейяя ткань ὑφασμα μέ δύο ὀψεις·2. (обоюдный) διμερής, ἀμοιβαίος:\двустороннейее соглашение ἡ διμερής συμφωνία. -
60 декатировать
декати́р||оватьсов и несов πλύνω (или ξεκολλάρω) μάλλινο ὑφασμα.
См. также в других словарях:
ὕφασμα — woven robe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύφασμα — το / ὕφασμα, άσματος, ΝΑ [ὑφαίνω] το αποτέλεσμα τού υφαίνω, προϊόν που κατασκευάζεται με τη διαπλοκή κάθετων μεταξύ τους νημάτων σε υφαντικό ιστό, σε αργαλειό … Dictionary of Greek
ύφασμα — το, ατος καθετί που κατασκευάζεται με πλέξιμο νημάτων στον αργαλειό, ό,τι υφαίνεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαμάσκο — Ύφασμα γυαλιστερό και λείο που κατασκευάζεται συνήθως με μεταξωτές κλωστές. Το σχέδιο, που δίνεται με την ύφανση και όχι με το χρώμα, επιτυγχάνεται από την αντίθεση ανάμεσα στο στημόνι και στο υφάδι, που προκαλείται με την αντανάκλαση του φωτός… … Dictionary of Greek
βελούδο — Ύφασμα χνουδωτό το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στην κατασκευή ενδυμάτων, στην επίστρωση επίπλων και γενικά στη διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Αποτελείται από δύο στοιχεία: το ύφασμα της βάσης και το χνούδι. Το β. μπορεί να παραχθεί από νήματα… … Dictionary of Greek
ὕφασμ' — ὕφασμα , ὕφασμα woven robe neut nom/voc/acc sg ὕ̱φασμαι , ὑφάζω perf ind mp 1st sg ὕ̱φασμαι , ὑφαίνω weave perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφασμάτων — ὕφασμα woven robe neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφάσμασι — ὕφασμα woven robe neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφάσμασιν — ὕφασμα woven robe neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφάσματα — ὕφασμα woven robe neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφάσματι — ὕφασμα woven robe neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)